auster

24/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ωδή στη νεολαία της κρίσης

«Γράφεις επειδή δεν αποδέχεσαι τα πράγματα όπως είναι» δηλώνει ο Πολ Οστερ. Γνωστός στην Ελλάδα από 18 βιβλία του, ο πιο Ευρωπαίος από τους Αμερικανούς συγγραφείς εστιάζει τώρα τον φακό του στη γενιά του .
      Pin It

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

ΠΟΛ ΟΣΤΕΡΜια κατάληψη όπως η Βίλα Αμαλία, όμως μόνο με τέσσερις καταληψίες. Μια κατάληψη σε μια εγκαταλελειμμένη μονοκατοικία του Μπρούκλιν, «σε μια εποχή μεγάλης απελπισίας για όλους». Αυτό είναι το Σάνσετ Παρκ που ενέπνευσε στον Πολ Οστερ ένα μυθιστόρημα-ελεγείο για τη χωρίς ελπίδα νεολαία των καιρών της κρίσης. Πρόκειται για το ομότιτλο Σάνσετ Παρκ (Μεταίχμιο, μτφ. Σπύρος Γιανναράς) που μαζί με το αυτοβιογραφικό Ημερολόγιο του χειμώνα (Μεταίχμιο, μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου) θα «φέρουν» στις 5 Νοεμβρίου στην Αθήνα τον περίφημο «συγγραφέα της Νέας Υόρκης».

 

Τη μέρα της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, η κατάληψη στο Σάνσετ Παρκ συμπλήρωνε τέσσερις μήνες. Εκείνον τον δραματικό ελληνικό Δεκέμβρη του 2008, οι ΗΠΑ έμπαιναν με ελπίδες στην εποχή Ομπάμα αλλά το χρηματοπιστωτικό κραχ είχε ήδη τσακίσει τις μεσαίες τάξεις σαν καταιγίδα, σαρώνοντας τις επαγγελματικές προοπτικές και τα όνειρα της νεολαίας που είχε μόλις αποφοιτήσει από τα κολλέγια και τα πανεπιστήμια. Αυτή η αμερικανική γενιά, η γεννημένη στις αρχές του ’80, η τραυματισμένη όπως και η ελληνική «γενιά του ’08», πρωταγωνιστεί στο Σάνσετ Παρκ. Είναι ένα καινούργιο είδος νέων ανθρώπων-χωρίς-επιλογές, σε έναν καινούργιο κόσμο «γονατισμένο από οικονομικές καταστροφές και αδυσώπητες δοκιμασίες οι οποίες συνεχώς γιγαντώνονται». Σε έναν τέτοιο κόσμο, μια κατάληψη ισοδυναμεί λιγότερο με παρανομία και περισσότερο με δικαίωμα, γι’ αυτό και ο Οστερ συντάσσεται με τους πρωταγωνιστές του. Το ερειπωμένο σπίτι όπου δεν πληρώνουν νοίκι δεν είναι η λύση αλλά μια βάση που τους δίνει χρόνο για να επαναξιολογήσουν τις δεξιότητές τους και να αναπροσαρμόσουν την πορεία τους.

 

Τα παιδιά αυτά λοιπόν, τα οποία στα μάτια του Νόμου είναι παραβατικά, στα μάτια του συγγραφέα είναι τα θύματα ενός τοξικού συστήματος. Εκπροσωπούν τους άσωτους υιούς της εποχής μας, τους οποίους πρέπει να (επανα)προσεγγίσουμε και να προσπαθήσουμε να συγχωρήσουμε.

 

Ούτε σχέδια ούτε επιθυμίες

 

Το μυθιστόρημα ανοίγει το 2008 στις αχανείς εκτάσεις της Νότιας Φλόριντα που είναι γεμάτες από ορφανεμένα κτίρια. Η μυρωδιά της ήττας τυλίγει τα ίχνη των απόντων, που έφυγαν «μέσα σε φοβερή βιασύνη, ντροπή και σύγχυση». Κάθε σπίτι κουβαλά και «μια ιστορία χρεοκοπίας, πτώχευσης και ανεκπλήρωτων οφειλών, χρέους και κατάσχεσης». Οι ΗΠΑ είναι πλέον «η χώρα με τις ολοένα και λιγότερες θέσεις εργασίας», γράφει ο Οστερ, η χώρα των εγκαταλελειμμένων σπιτιών και των εγκαταλελειμμένων ανθρώπων. Τέτοιοι είναι και οι 25-28άρηδες πρωταγωνιστές του Σάνσετ Παρκ. Ο προικισμένος Μάιλς που παράτησε τις σπουδές του και έχει επτά χρόνια να μιλήσει με τους γονείς του, νιώθει υπεύθυνος για τον θάνατο του θετού αδελφού του. Ο αντισυμβατικός Μπινγκ που σνομπάρει τις νέες τεχνολογίες, παίζει ντραμς σε ένα συγκρότημα τζαζ και επιδιορθώνει ρετρό αντικείμενα. Η μοναχική και καταθλιπτική Ελεν που δουλεύει σε μεσιτικό γραφείο, αναζητά τη διέξοδό της ζωγραφίζοντας. Η συγκροτημένη Αλις που προσπαθεί να τελειώσει το διδακτορικό της αναλαμβάνει παράλληλες δουλειές-χαμαλίκια. Δύο αγόρια και δύο κορίτσια τα οποία έχουν περιορίσει τον εαυτό τους στο εδώ και τώρα. Εχουν δουλειές που τους αποφέρουν τα ελάχιστα, και τίποτα δεν τους επιτρέπει να κάνουν σχέδια. Αυτή η γενιά δεν τρέφει ούτε φιλοδοξίες ούτε ελπίδες, σημειώνει ο Οστερ. Οι περισσότεροι νέοι και νέες μαθαίνουν να είναι ικανοποιημένοι με τη μοίρα τους, να αποδέχονται ό,τι τους παρέχει ο κόσμος ώστε να ζουν επιθυμώντας τα ανθρωπίνως ελάχιστα.

 

Αυτό μπορεί να αλλάξει. Ο 67χρονος σήμερα Πολ Οστερ, που κατοικεί στο εναλλακτικό Μπρούκλιν και έχει μια κόρη τραγουδοποιό, το πιστεύει, όμως δεν περιμένει την αλλαγή απ’ έξω, από την πολιτική. Την αναζητά στην αυτοσυνειδησία των ανθρώπων και στη μαχητικότητα που κινητοποιείται σε χαλεπούς καιρούς. Οι πρωταγωνιστές του που, χωρίς να γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, εγκαθίστανται σ’ αυτό το ξεχασμένο από τον δήμο οίκημα, δεν έχουν την ψευδαίσθηση ότι σώζονται. Ωστόσο το ίδιο το αντισυστημικό τους εγχείρημα, το ρίσκο που παίρνουν να βρεθούν μπαγλαρωμένοι, τους σπρώχνει να σκεφτούν τους ανοιχτούς λογαριασμούς τους και να επιθυμήσουν μια νέα αρχή. Ετσι, με αντισυστημικές πρωτοβουλίες, θα αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα και οι υπόλοιποι χαρακτήρες, οι οποίοι έχουν γεννηθεί στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια και έκτισαν μια καριέρα με θυσίες.

 

Το Σάνσετ Παρκ προχωρά σπειροειδώς, συγκρίνοντας τις δύο γενιές μέσα από μια εμπνευσμένη αναφορά στην ταινία «Τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας» (1946) του Γουίλιαμ Γουάιλερ, και συζητώντας επίκαιρα ζητήματα: κρίση της έννοιας της προόδου, πολιτισμική κρίση, κρίση της οικογένειας, κοινωνική παραίτηση, περιορισμός των βασικών ελευθεριών κ.ά. Ο Οστερ ξεφλουδίζει έναν-έναν τους ήρωές του μέχρι να φανερωθούν οι πιο ενδόμυχες αγωνίες τους, οι πιο κρυφές πληγές τους, τα πιο σημαντικά χαρίσματά τους. Η πικρή διαπίστωσή του είναι ότι στη σημερινή ερημιά οι θεσμοί και οι μηχανισμοί της εξουσίας παραμένουν ασυγκίνητοι μπροστά στις προσπάθειες και στις ικανότητες των ανθρώπων που προσπαθούν να ορθοποδήσουν.

 

………………………………………………………………………

 

Συγγραφείς και εκδότες, Αντισταθείτε!

 

Ο ωραίος Πολ Οστερ έχει μια γοητευτική φωνή βαρύτονου, και δεν το παίζει ωραίος. Τον είχαμε συναντήσει με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη την εποχή που ξεκινούσε το εγχείρημα του Σάνσετ Παρκ. Παρότι στεκόταν πολύ κριτικά απέναντι στο αμερικανικό σύστημα, προσπαθούσε να μας εξηγήσει ότι στις ΗΠΑ είναι ελάχιστοι οι συγγραφείς που μπορούν να παίξουν έναν κοινωνικό ρόλο ελέγχου της εξουσίας και να κινητοποιήσουν τις ευαισθησίες των Αμερικανών. Στο μυθιστόρημα Σάνσετ Παρκ ωστόσο, ο Οστερ δοκιμάζει να γίνει παρεμβατικός και μάλιστα απευθύνεται ευθέως στον κόσμο του Βιβλίου.

 

Η φωνή του περνά μέσα από μια 25άρα ακτιβίστρια της Αμερικανικής Ενωσης Pen που υπερασπίζεται την ελευθερία του λόγου των συγγραφέων. Επίσης, μέσα από έναν 65άρη ανεξάρτητο εκδότη που ξεχώρισε κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα όμως πλήττεται από την κρίση και, εφόσον δεν βρίσκει χρηματοδότη, ετοιμάζεται να αντεπιτεθεί με ένα βιβλίο-καταγγελία: Σαράντα χρόνια στην έρημο. Εκδίδοντας λογοτεχνία σε μια χώρα όπου οι άνθρωποι μισούν τα βιβλία! Τέλος, μιλά μέσα από έναν συνομήλικό του αναγνωρισμένο συγγραφέα που «έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τον εαυτό του ως δημόσιο πρόσωπο» και αποφασίζει να ρισκάρει έναν διαφορετικό λόγο. Θα γράψει ένα δοκίμιο «για τα πράγματα που δεν συμβαίνουν, για τις ζωές που δεν ζούμε, για τους πολέμους που δεν κάνουμε, για τους σκιώδεις κόσμους που τρέχουν παράλληλα με τον κόσμο που εκλαμβάνουμε ως πραγματικό. Για όσα δεν λέμε, δεν πράττουμε, δεν θυμόμαστε». Αν αυτά δεν είναι ένα κάλεσμα αντίστασης, τότε τι είναι;

 

[email protected]

 

Scroll to top