laverti

27/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Πολ Λάβερτι

«Οι ταινίες του Κεν Λόουτς δεν είναι μπροσούρες»

Ο πολυβραβευμένος σεναριογράφος, μόνιμος συνεργάτης του μεγάλου σκηνοθέτη, ήρθε στην Αθήνα να παρουσιάσει στο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου τη νέα τους δουλειά, «Jimmy’s Hall». Με την ευκαιρία έδωσε κι ένα συναρπαστικό masterclass, αλλά και επισκέφτηκε τις απολυμένες καθαρίστριες για να συμπαρασταθεί στον αγώνα τους.
      Pin It

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

Σπάνια οι σεναριογράφοι γίνονται τόσο διάσημοι. Τον Πολ Λάβερτι, βραβευμένο σε Κάνες και Βενετία, δεν τον καπέλωσε καν το όνομα του μόνιμου παρτενέρ του, του μεγάλου σκηνοθέτη Κεν Λόουτς. Ισως γιατί, όπως μάθαμε το Σάββατο στο ουσιαστικό και διασκεδαστικό masterclass που έδωσε στο Γκέτε ο φιλοξενούμενος του 27ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (και του Νίνου Φενέκ Μικελίδη, φυσικά), οι δύο άντρες έχουν ξεκαθαρίσει απόλυτα τις αρμοδιότητές τους.

 

«Εγώ γράφω, ο Κεν σκηνοθετεί», εξήγησε χωρίς καθόλου τουπέ ο συμπαθέστατος Σκοτσέζος, που έχει γράψει τα περισσότερα σενάρια του επαναστάτη σκηνοθέτη. Ούτε ο ίδιος θυμάται πόσα είναι, «9 ή 11;», αναρωτήθηκε. Στην Αθήνα ήρθε, πάντως, για να παρουσιάσει δύο από τις ταινίες τους, την τελευταία, «Jimmy’s Hall», που βγαίνει στις αίθουσες στις 4 Δεκεμβρίου, και το παλιό και υπέροχο «Το όνομά μου είναι Τζο» (1998).

 

«Πόσοι γράφουν αυτή την εποχή σενάριο;», ρώτησε ο Λάβερτι, και πολλά χέρια σηκώθηκαν στην αίθουσα. Είχε πολλά tips να τους δώσει: συμβουλές, επισημάνσεις, ιστορίες. Και φυσικά δεν απέφυγε τις πολιτικές δηλώσεις. Αλλωστε, πριν δώσει το «μάθημά» του, είχε περάσει από το υπουργείο Οικονομικών για να συμπαρασταθεί στις απολυμένες καθαρίστριες. Τις ενέπλεξε και αυτές στο κινηματογραφικό του σύμπαν, ειδικά όταν τον ρώτησαν πώς εξηγείται το χιούμορ που διακρίνει τις ιστορίες του, ακόμα και όταν έχουν να κάνουν με ανεργία, εκμετάλλευση, μετανάστες κ.λπ.

 

«Μα η εργατική τάξη δεν είναι μίζερη», απάντησε. «Το είδα και στις δικές σας καθαρίστριες. Ελεγαν αστεία, έβριζαν, είχαν ζωή στα μάτια τους. Τις πιο αστείες ιστορίες τις έχω ακούσει κάνοντας την έρευνά μου για το “Μερίδιο των Αγγέλων”, από νέους της Γλασκώβης, μικροπαραβάτες, που καθάριζαν για τιμωρία τους τοίχους από τα γκράφιτι».

 

"Jimmys-Hall"

«Jimmys-Hall»

Ο Λάβερτι είναι περίπτωση. «Εγινα σεναριογράφος κατά τύχη», είπε. Πρώτα πέρασε αρκετά χρόνια στη Νικαράγουα, κάνοντας, αυτός, ένας φιλόσοφος και νομικός, ακτιβισμό στο πλευρό οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μετά σκέφτηκε τα φρικτά, που έζησε και έμαθε, να τα κάνει σενάριο. Εχοντας δει το «Riff-Raff» του Λόουτς, του έστειλε μια σύνοψη, αυτός ενδιαφέρθηκε και τότε μόνο κάθισε και έγραψε, για πρώτη φορά στη ζωή του, σκηνές και διάλογο. Η ταινία ήταν, φυσικά, το «Τραγούδι της Κάρλας» (1996) με έναν Σκοτσέζο οδηγό λεωφορείου που ερωτεύεται Νικαραγουανή μετανάστρια και ταξιδεύει μαζί της στη Νικαράγουα του 1987, την περίοδο που μαίνεται ο εμφύλιος ανάμεσα σε Σαντινίστας και Κόντρας. Και, μετά αυτό το δύσκολο ταξίδι, ο πρακτικός Λόουτς τού είπε: «Γράψε μου τώρα κάτι… μικρό και βρετανικό». Και γεννήθηκε ο Τζο και όλες οι ταινίες τους.

 

Η πρώτη ερώτηση που βάζει στον εαυτό του πριν γράψει είναι: «Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να πω αυτή την ιστορία;». Για παράδειγμα, το «Route Irish» (2010) το έγραψε γιατί το Ιράκ είναι «η μεγάλη, σύγχρονη ανθρώπινη τραγωδία». Επειτα, παίρνουν σειρά οι χαρακτήρες, που πρέπει «να είναι γερά ριζωμένοι στην πραγματικότητα και στις κοινότητές τους», κι ας μην είναι ποτέ αληθινά πρόσωπα. Αντίθετα με όσα εύκολα υποθέτει κανείς παρασυρμένος από τον ρεαλισμό των ταινιών του, οι ήρωες των Λάβερτι-Λόουτς είναι όλοι φανταστικοί. «Μόνον ένας, ο Τζίμι Γκράλτον του “Jimmy’s Hall”, υπήρξε στην πραγματικότητα», είπε ο Λάβερτι. Κάνει, όμως, έρευνα σε βάθος. Τρεις μήνες γύριζε όλη την Αγγλία για να συναντήσει μετανάστες πριν γράψει το «Ενας ελεύθερος κόσμος». Εκανε παρέα με Ανώνυμους Αλκοολικούς για το «Το όνομά μου είναι Τζο». Ακόμα και στο «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι», που, όπως είπε, «ήξερα ότι θα μας σταύρωναν ακόμα και για μια λεπτομέρεια», μια και αναφέρεται στον εμφύλιο στην Ιρλανδία του 1920, οι δύο κεντρικοί ήρωες, τα αδέλφια που βρίσκονται αντιμέτωπα το ένα με το άλλο, είναι προϊόντα μυθοπλασίας.

 

Μία ακόμα παρεξήγηση που τους ακολουθεί, και φάνηκε και στην αίθουσα του Γκέτε, είναι ότι αυτοί οι δύο σούπερ αριστεροί και πολιτικοποιημένοι δημιουργοί ενδιαφέρονται πάντα για τους φτωχούς και αδικημένους. Οτι εργοδότες και λοιποί αντιδραστικοί δεν τυγχάνουν της σεναριακής φροντίδας τους. «Μα, οι «κακοί» χαρακτήρες είναι οι πιο συναρπαστικοί», είπε ο Λάβερτι. «Στην ταινία «Ψωμί και τριαντάφυλλα», για τον αγώνα των καθαριστριών στο Λος Αντζελες να αποκτήσουν δικαιώματα και καλές αμοιβές, αγάπησα περισσότερο την αδελφή της ηρωίδας, αυτή που πολεμά τη δημιουργία του συνδικάτου. Η κεντρική ηρωίδα, πάλι, στο «Ενας ελεύθερος κόσμος», η Αντζι, είναι μια πραγματική μπάσταρδη. Εκμεταλλεύεται τους λαθρομετανάστες. «Αν δεν τους γαμήσω εγώ, θα με γαμήσουν αυτοί», λέει. Μέσα από τα δικά της μάτια η ιστορία απέκτησε μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Μας κατηγορούν ότι κάνουμε ταινίες-μπροσούρες, αλλά έχουν άδικο, τα πράγματα είναι πάντα σύνθετα και πολύπλοκα».

 

Γι’ αυτό και παρότρυνε τους νέους σεναριογράφους να ξεχάσουν «τις συνταγές και τις μαθηματικές φόρμουλες για το σενάριο», που διδάσκονται και προωθεί και το αμερικανικό σινεμά. Να «αφήσουν ελεύθερους τους ήρωές τους να τους εκπλήξουν και να τους… παγιδεύσουν». Οχι, βέβαια, ότι ο ίδιος και ο Λόουτς δεν έχουν και μια αυστηρή πλευρά στη δουλειά τους. Γυρίζουν το σενάριο κατά σεκάνς, με χρονολογική σειρά, έτσι ώστε και οι ηθοποιοί να ζουν όλη την εξέλιξη του ρόλου τους, χωρίς πίσω-μπρος. «Οταν γυρίζαμε στο Λος Αντζελες το «Ψωμί και τριαντάφυλλα», οι Αμερικανοί τα ‘χασαν. «Κανείς σκηνοθέτης δεν το κάνει αυτό», μας είπαν. «Ο τελευταίος που το έκανε ήταν ο Κασσαβέτης και πριν από αυτόν ο Τσάπλιν».

 

………………………………………………………………………………

 

«Οχι» στη Μ. Βρετανία, «ναι» στην Ευρώπη

 

«Ψωμί και τριαντάφυλλα» (2000) για τον αγώνα των καθαριστριών στο Λος Αντζελες

Τι ψήφισε ο Πολ Λάβερτι στο πρόσφατο δημοψήφισμα για τη Σκοτία; Μάλλον την περιμέναμε την απάντησή του. «Ψήφισα “ναι” στην ανεξαρτησία», είπε. Δεν φάνηκε, όμως, απογοητευμένος από το αποτέλεσμα. «Δεν ήταν το τέλος, αλλά η αρχή. Θα συνεχίσουμε. Βγήκαν φανταστικά πράγματα σε όλη αυτή τη διαδικασία, από τις γυναίκες, τους Πράσινους. Η συμμετοχή του κόσμου ήταν εντυπωσιακή. Φρόντισαν, όμως, όλοι (τα μίντια, τα μεγάλα κόμματα, ακόμα και ο Μπαρόζο και το Βατικανό) να υποσκάψουν την εμπιστοσύνη των Σκοτσέζων σε ένα ανεξάρτητο μέλλον. Εσπειραν τον φόβο και επικράτησε το “όχι” στην ανεξαρτησία».

 

Αντίθετα, μάλλον δεν περιμέναμε τη στάση του απέναντι στο δημοψήφισμα του Κάμερον για παραμονή ή όχι της Μ. Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Την είπε, πάντως, σιγά σιγά, με το μαλακό, διστακτικά. Ξεκίνησε με μια κριτική στην Ευρώπη, που έχει παραδοθεί στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων, είπε ότι «πρέπει να την ανακτήσουμε την Ε.Ε., να την κάνουμε Ευρώπη των λαών». Και κατέληξε: «Θα ψηφίσω να μείνουμε. Η έξοδός μας θα ήταν αρνητική εξέλιξη. Τη θέλει, άλλωστε, η πιο συντηρητική πλευρά της Μ. Βρετανίας, με πρώτο και καλύτερο το UKIP».

 

[email protected]

 

Scroll to top