27/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Δεκαήμερο», Εθνικό – Νέα Σκηνή

Η αθωότητα και καθαρότητα του γυμνού σώματος

Ο Νίκος Καραθάνος μετά την επιτυχία της «Γκόλφως» καταπιάνεται με το τολμηρό κείμενο του Βοκάκιου. Κι όμως, οι δύο συνεχόμενες παραστάσεις του έχουν πολλά κοινά και ομοούσια. Μιλούν και οι δύο για τη φύση μέσα στον άνθρωπο.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Κι αν φαίνονται σε πολλούς απόμακρα μεταξύ τους τα δύο συνεχόμενα ανεβάσματα του Νίκου Καραθάνου, είναι γιατί έχουμε συνηθίσει να εξετάζουμε έργα κι όχι παραστάσεις. Η «Γκόλφω» του Περεσιάδη δεν έχει πράγματι τίποτα να μοιραστεί με το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, εκτός ίσως από μια μακρινή πνευματική συγγένεια, μια καταγωγή εκλεκτική και λησμονημένη. Οι δύο συνεχόμενες προτάσεις του σκηνοθέτη, όμως, μοιράζονται πολλά, κοινά και ομοούσια.

 

Είναι πρώτα ζήτημα στόχου: πάλι ο ίδιος καταγωγικός χαρακτήρας ενός θεάτρου που δεν θέλει να μιμηθεί αλλά να αφηγηθεί, να φέρει στη σκηνή, πέρα από τον «μύθο», τη χρήση και τη λειτουργία του. Και είναι μετά παρόμοια υφολογικά στοιχεία: Εδώ τα περίφημα πουφ της «Γκόλφως» σμικρύνονται για τις ανάγκες της Νέας Σκηνής σε στρώματα. Κάποιο τραπέζι χρησιμεύει για αναβατήρας, σανίδα ή κρεβάτι: γίνεται με άλλα λόγια μηχανισμός θεάτρου. Και όλα τα άλλα βυθίζονται στη ίδια μινιμαλιστική απλότητα, γυμνώνονται από τα εξωτερικά στοιχεία, αποκτούν παρόμοια με την «Γκόλφω» σκοτεινή, εργαστηριακή ύλη. Αναρωτιέμαι αν πρόκειται και εδώ για το ίδιο αρνητικό, ένα είδος μαύρου θεάτρου, που με το κοντράστ φωτίζει τα πράγματα και τα εξαγνίζει.

 

Και βέβαια είναι πάντα η ίδια μουσική εργασία του Αγγελου Τριανταφύλλου: συνοδευτικό της παράστασης και βάση, πάνω στην οποία χτίζονται αισθητικά οι σκηνές. Δεν μιλούμε για μουσική εδώ, αλλά για μια ανομολόγητη όπερα που εναλλάσσεται με την παντομίμα, τη φάρσα, το κίνημα. Η παρουσία της ζωντανής μουσικής επί σκηνής κάνει ό,τι και το γυμνό σώμα επ’ αυτής: χαράζει τα όρια ενός θεάτρου που θέλει –και σε πείθει– πως δεν έχει σκοπό σήμερα να πει άλλα ψέματα.

 

Αυτό για το οποίο κατά βάθος θέλει σήμερα να μιλήσει είναι για το σώμα. Για το σώμα του ανθρώπου. Γυμνό, αφοπλισμένο και αφοπλιστικό, στην πλήρη του αθωότητα, στην πρωταρχική του σημασία. Οργανο ερωτικό, βέβαια, αλλά και μέλος μιας πλατιάς οντότητας, πλατύτερης από την κοινωνία και την πολιτική, κοντά και μέσα στη φύση. Ενα σώμα που γεννιέται πλάι στο αναγεννησιακό πνεύμα και στον βαθύ ουμανισμό του Βοκάκιου.

 

Σε αυτά, πιστεύω, βρίσκεται η ρίζα της κοινής αίσθησης που άφησαν «Γκόλφω» και «Δεκαήμερο»: μιλούν και οι δύο για τη φύση μέσα στον άνθρωπο. Αλλά και για τον άνθρωπο έξω από τη φύση. Εχω την εντύπωση ότι το «Δεκαήμερο», με όλες του τις ιδιοτροπίες, είναι το απόκρυφο παράρτημα της «Γκόλφως», γιατί με αυτό συμπληρώνεται, ολοκληρώνεται μια ιδεολογική άποψη που ενυπάρχει στις σκηνοθεσίες του Καραθάνου. Εχει να κάνει με τη διάσταση μιας βαθιάς πηγής, απ’ όπου ξεκινάει η ζωή και βρίσκει το αληθινό της νόημα. Είναι ο έρωτας, η επιθυμία, η σεξουαλικότητα, η ελευθερία. Είναι το χιούμορ, το παιχνίδι, η τσαχπινιά κι η αποκάλυψη. Και είναι, από την άλλη, η αίσθηση της αμαρτίας, η κοινωνική σύμβαση, η φορεμένη στενή «ηθική».

 

Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Αν τελικά η «Γκόλφω» μίλησε σε πολλούς, ήταν γιατί στην ποίησή της υπήρχε και μια θρηνητική απώλεια του κέντρου της ζωής, του έρωτα και της αγάπης, υπήρχε ο λυρισμός γύρω από μια χαμένη πατρίδα παιδικής μνήμης και καταγωγής. Το «Δεκαήμερο» μιλά με τον ίδιο τρόπο, με περισσότερο έστω χιούμορ, παραπάνω γυμνό, διάθεση παιχνιδιού κι ελαφράδα. Σε αυτό θέλω λοιπόν να φτάσω. Ο Καραθάνος έχει συνθέσει έναν θεατρικό κώδικα που φαίνεται πως μπορεί να παράγει θερμότητα κι από τα πιο ψυχρά δραματουργικά σώματα: μας ξάφνιασε πέρυσι γεννώντας συγκίνηση (και μάλιστα αληθινή) από το ψυγείο του «βουκολικού ειδυλλίου». Τώρα κάνει το ίδιο με τις ιστορίες του Βοκάκιου. Μαζί με τη Λένα Κιτσοπούλου (έχει την ευθύνη της δραματουργικής επιμέλειας) μεταφέρουν στη σκηνή όχι τόσο το κείμενο όσο την αύρα του «Δεκαήμερου». Υπάρχουν ζητήματα στην παράσταση που αφορούν τον ρυθμό (εμφανίζει προβλήματα προς το τέλος) και την επιλογή των σκηνών (δεν είναι όλες το ίδιο επιτυχημένες), η λογική όμως του θεατρικού σκετς φαίνεται πως λειτουργεί δομικά και είναι σκηνικά απόλυτα πειστική.

 

Θέλω να σταθώ όμως στο πιο σημαντικό μέρος του «Δεκαήμερου» του Εθνικού. Στον σκανδαλιστικό χαρακτήρα, στο στοιχείο πρόκλησης, που αποτελεί για πολλούς θεατές την κύρια θετική ή αρνητική μόχλευση του ενδιαφέροντος. Ομολογώ ότι παραξενεύτηκα όταν άκουσα ότι το κρατικό μας θέατρο διάλεξε να περικλείσει το «Δεκαήμερο» στη μικρή σκηνή του. Οφείλω, ομοίως, να ομολογήσω τώρα πως καλά έκανε. Πρόκειται για παράσταση που ζητά ακριβώς αυτή την εκ του σύνεγγυς προσέγγιση, το αίσθημα της κοντινής επαφής. Και από την άλλη, μόνον εκεί μπορεί να μιλήσει στο κοινό της για τον ανατρεπτικό χαρακτήρα μιας τέχνης που κλείνει μέσα της τη μυστική επιθυμία, τα πονηρά όνειρα, τον ερωτισμό, καθώς τρέχει να συναντήσει άλλοτε την ουτοπία κι άλλοτε την πορνογραφία.

 

Θέλω να αναφέρω τιμητικά όλους τους ηθοποιούς για έναν και μόνο λόγο: κάνουν κάτι αληθινά δύσκολο. Πρέπει να μας πείσουν να μην κοιτάμε, αλλά να βλέπουμε καλλιτέχνες και επαγγελματίες. Ολοι μας έχουμε την υποχρέωση με αυτούς να διαβούμε τον ίδιο δρόμο απόφασης, ωριμότητας και ιδεαλισμού, για να κατακτήσουμε στο τέλος ένα ανεπιτήδευτο, γυμνό και κοινό σώμα.

 

Το ότι φεύγουμε όλοι από το θέατρο με τη γεύση της αθωότητας, μια αίσθηση καθαρότητας και ελευθερίας στη μνήμη είναι, νομίζω, ο καλύτερος έπαινος που τους ταιριάζει: Αλίκη Αλεξανδράκη, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Αναστασία Διαμαντοπούλου, Νίκος Καραθάνος, Γιάννης Κότσιφας, Χρήστος Λούλης, Γιώργος Μπινιάρης, Αγγελος Παπαδημητρίου, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Αγγελος Τριανταφύλλου, Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, Λυδία Φωτοπούλου και Γαλήνη Χατζηπασχάλη.

 

Scroll to top