Του Μπάμπη Μιχάλη
Τη δέσμευσή τους να απόσχουν από τις ανταγωνιστικές υποτιμήσεις των νομισμάτων τους και την προσήλωσή τους στις καθοριζόμενες από την αγορά συναλλαγματικές ισοτιμίες διεμήνυσαν για ακόμη μια φορά προχθές από τη Μόσχα οι χώρες του G20.
Οπως αναμενόταν, στο κοινό ανακοινωθέν που εξέδωσε μετά τη σύνοδο στη ρωσική πρωτεύουσα, ο σύνδεσμος των 20 πλουσιότερων αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών του κόσμου «αφόρισε» τον κίνδυνο ενός νομισματικού πολέμου, ενώ απέφυγε να κάνει οποιαδήποτε κριτική στην Ιαπωνία, οι πολιτικές της οποίας τροφοδότησαν το τελευταίο τρίμηνο πτώση του γεν κατά 20% και ανησυχίες για ανταγωνιστικές υποτιμήσεις.
Επί της ουσίας το G20 εξέφρασε τη θέση ότι η χαλαρή νομισματική πολιτική είναι αποδεκτή όταν αυτή χρησιμοποιείται με στόχο τη σταθερότητα των τιμών και την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης, απορρίπτεται όμως διά ροπάλου όταν χρησιμοποιείται προκειμένου να φέρει οφέλη από το διεθνές εμπόριο. Θέση τελείως αντιφατική, αφού η χαλαρή νομισματική πολιτική όταν ασκείται μπορεί να οδηγήσει σε τόνωση της οικονομίας, από την άλλη πλευρά όμως τονώνει ταυτόχρονα και τις εξαγωγές δημιουργώντας οφέλη από το διεθνές εμπόριο.
Ετσι η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Ιαπωνία και οι ΗΠΑ, ενίσχυσε την οικονομική τους ανάπτυξη. Από την άλλη πλευρά όμως οδήγησε και σε υποτίμηση των νομισμάτων τους και βελτίωση του εμπορικού τους ισοζυγίου. Παράλληλα τροφοδότησε και τη δημιουργία τεράστιων κερδοσκοπικών κεφαλαίων, τα οποία αναζήτησαν καλύτερες αποδόσεις στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπου οι τοποθετήσεις των ξένων σε κρατικό χρέος είναι σε επίπεδα-ρεκόρ.
Οι εισροές αυτών των κεφαλαίων στις αναπτυσσόμενες οικονομίες ώθησαν τα νομίσματά τους υψηλότερα, καθιστώντας τις εξαγωγές τους λιγότερο ανταγωνιστικές. Ετσι μια σειρά εξ αυτών, όπως η Βραζιλία και η Κίνα, ζήτησαν από τις ανεπτυγμένες οικονομίες που ακολουθούν σήμερα χαλαρή νομισματική πολιτική να αναλάβουν τις ευθύνες και τις επιπτώσεις των πολιτικών τους.
Στο κοινό ανακοινωθέν που εξέδωσαν οι «20» περιλήφθηκε και η «ρηχή» δέσμευσή τους για μια αξιόπιστη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική στρατηγική. Δεν ετέθησαν όμως συγκεκριμένοι δημοσιονομικοί στόχοι όπως η γερμανική πλευρά απαιτούσε, αφού οι ΗΠΑ, με τον τεράστιο κρατικό δανεισμό και εκτεταμένες παρεμβάσεις του Δημοσίου για την τόνωση της ανάπτυξης, απέκρουσαν τις σχετικές πιέσεις για πιο απτές δεσμεύσεις. Συμφωνία για την εφαρμογή πολιτικών μείωσης του δημοσίου χρέους είχε επιτευχθεί στη σύνοδο του Τορόντο το 2010. Αν οι ηγέτες του G20 δεν συμφωνήσουν σε παράτασή της στη σύνοδο του Σεπτεμβρίου στην Αγία Πετρούπολη, τότε αυτή θα καταπέσει.
Ακόμη οι 20 χώρες υποσχέθηκαν να αναλάβουν τις αναγκαίες συλλογικές δράσεις προκειμένου να αποθαρρυνθεί η φοροαποφυγή των επιχειρήσεων, ειδικά μέσω της μεταφοράς κερδών σε χώρες με ευνοϊκότερα φορολογικά καθεστώτα. Η Γερμανία, η Γαλλία και η Βρετανία κάλεσαν το G20 να αντιμετωπίσει δραστικά τα κενά του διεθνούς φορολογικού συστήματος, ώστε να φορολογούνται καλύτερα οι πολυεθνικές.
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν, μαζί με τον γενικό γραμματέα του ΟΟΣΑ Ανχελ Γκουρία, οι υπουργοί Οικονομικών Βρετανίας, Γαλλίας και Γερμανίας τάχθηκαν υπέρ της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας. «Οι πολυεθνικές, όπως οι τοπικές επιχειρήσεις, οφείλουν να πληρώνουν το μερίδιο του φόρου που τους αναλογεί», υπογράμμισε χαρακτηριστικά ο Γερμανός Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ενώ ο Γάλλος ομόλογός του Πιερ Μοσκοβισί είπε ότι «είναι αναγκαία η διεθνής συνεργασία για τη δραστική αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος».