Tης Παρής Σπίνου
Σημαντική προσωπικότητα της Αριστεράς, γνήσιος αγωνιστής, ελεύθερο και ασυμβίβαστο πνεύμα, ο Χρόνης Μίσσιος, που από νεαρός ήρθε αντιμέτωπος με τον θάνατο για την αντιστασιακή του δράση, άφησε την τελευταία του πνοή χθες το πρωί σε ηλικία 82 ετών χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο. Η κηδεία του θα γίνει σήμερα στις 2 μ.μ. στο Καπανδρίτι, όπου ζούσε αποτραβηγμένος τα τελευταία χρόνια μαζί με τη σύντροφό του.
Γεννημένος το 1933 στην Καβάλα, από γονείς καπνεργάτες, ο Χρόνης Μίσσιος πέρασε στερημένα παιδικά χρόνια δουλεύοντας ως μικροπωλητής στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Ούτε το δημοτικό σχολείο δεν κατάφερε να τελειώσει.
Στην Κατοχή ο Ερυθρός Σταυρός τον σώζει από την πείνα και τον στέλνει στα Γιαννιτσά, απ' όπου περνάει στη συνέχεια στους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Με την απελευθέρωση οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων στη Θεσσαλονίκη.
Για χρόνια ήταν κυνηγημένος. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Γλιτώνει την τελευταία στιγμή και μεταφέρεται στις φυλακές της Κέρκυρας. Το 1957 εξορίστηκε στη Μακρόνησο και στη συνέχεια στον Αϊ-Στράτη, ενώ την περίοδο της χούντας παραμένει έγκλειστος σε διάφορες φυλακές, χωρίς να εγκαταλείψει την πολιτική δράση. Μεταξύ 1962 και 1967 ήταν στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Νεολαίας Λαμπράκη και, μετά, ιδρυτικό μέλος τού ΠΑΜ.
Η οδύσσεια ενός αγωνιστή
Ο Χρόνης Μίσσιος έμαθε γραφή και ανάγνωση στις φυλακές, ενώ άργησε να κάνει την εμφάνισή του στη λογοτεχνία. Μετά τη Μεταπολίτευση, οπότε μπορούσε επιτέλους να αναπνέει και να εκφράζεται ελεύθερα.
Μόλις το 1985 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (Γράμματα), που αμέσως γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Ενα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε λαϊκή, άμεση, κοφτερή γλώσσα, όπου αποτυπώνεται η συγκλονιστική οδύσσειά του και ταυτόχρονα ένα κομμάτι της ταραγμένης ιστορίας μας.
Εξομολογητικό, ποτισμένο με τα βιώματά του και τα πάθη των συναγωνιστών του είναι και το δεύτερο βιβλίο του, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα με τίτλο «Χαμογέλα, ρε…τι σου ζητάνε;», όπου διαφαίνεται η σιδερένια πυγμή του κρατούμενου αγωνιστή, αλλά και η απογοήτευσή του για την πορεία του κινήματος.
Στις σελίδες του ο Μίσσιος ξεδιπλώνει, με την ιδιαίτερη γραφή του, τις αναμνήσεις του από τις φυλακές της Κέρκυρας:
«Μόλις έκλεινε η φυλακή κι ετοιμαζόμασταν να φάμε, γκράγκα γκρουγκα οι σιδεριές, πλακώνανε τα καρακόλια. Ξέραμε ότι έρχονται να πάρουν για εκτέλεση. Ανοιγαν, που λες, το κελί απ' το οποίο ήθελαν να πάρουν κάποιον, μας είχαν παστωμένους πεντ' εξι σε κάθε κελί, που 'ταν φτιαγμένο για έναν άνθρωπο, άσ' τα, άνοιγαν που λες το κελί, στέκονταν στην πόρτα, και μας κοιτάζανε.(…) Αλλες φορές πάλι, γραφανε σ' ένα χαρτάκι τα ονόματα αυτών που θα 'παιρναν το βράδυ για εκτέλεση, το έδεναν σ' ένα σπαγκάκι και το 'σερναν μέσα στο προαύλιο. Ολοι ήμασταν θανατηφόροι. Ε, αντε να μη συρθείς από πίσω να δεις αν είναι τ' όνομά σου γραμμένο στο χαρτάκι…»
«Τα κεραμίδα στάζουν» (1991), «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996), «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001) είναι τα επόμενα βιβλία του που εκδίδονται από το «Γεράνι», ενώ το 2009 κυκλοφορεί από τη Bond-us music ένας περιεκτικός τόμος με CD όπου «Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο», με μουσικές γέφυρες του Βαγγέλη Μπόντα.
«Εκθετος πάντα, ποτέ ένθετος»
Εδώ, με καθαρή φωνή, ο αιρετικός συγγραφέας διαβάζει αποσπάσματα από τα πρώτα έργα του, που επιβεβαιώνουν την πίστη του στους αγώνες για μια δίκαιη κοινωνία και την αντίδραση απέναντι στην τυραννία. «Σκεφτείτε, κύριε, αν μπορούσαμε να ξέρουμε την ατομική ιστορία, τα ονόματα, το χαμόγελο, τα όνειρα, τις αγάπες, τις επιθυμίες και τις δημιουργικές ικανότητες των εκατομμυρίων νεκρών των πολέμων, αν τους γνωρίζαμε σαν τ' αδέρφια μας, σαν τους ανθρώπους, που μεγαλώσαμε μαζί και ονειρευτήκαμε μαζί, τι διάσταση θα είχε για μας η ανθρώπινη ιστορία και πόσο άγρυπνοι και προσεχτικοί θα ήμασταν σε κάθε επιλογή της εξουσίας, σε κάθε ιδεολογική πρόταση (….)» γράφει χαρακτηριστικά.
Μετά από άπειρες μάχες και βάσανα, ελπίδες και απογοητεύσεις, κάνει τον απολογισμό του συμπεραίνοντας ότι η ζωή μετριέται μονάχα με τις συγκινήσεις «που επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη ουσία μας». Υπογραμμίζει δε ότι η θέση του είναι πάντα με τις μειοψηφίες «έκθετος πάντα, ποτέ ένθετος». Μάλιστα με το κείμενό του «Το αλάθητο μιας μαργαρίτας» δείχνει τις νέες κατευθύνσεις της σκέψης του και τις αγωνίες του, με επίκεντρο τον άνθρωπο και το περιβάλλον του.
«Η οικολογία είναι ο μόνος σίγουρος δρόμος προς την ελευθερία» γράφει. «Δεν είναι πρόσκληση για ένταξη σε μια ιδεολογία ή σε μια πολιτική άποψη, είναι ενα προσωπικό μονοπάτι καθημερινής απελευθέρωσης από τη βαρβαρότητα του κοινωνικού μας συστήματος και της αντιανθρωπιστικής και αντιεπιστημονικής κουλτούρας του. Ενας καθημερινός δύσκολος αγώνας να ξαναβρούμε τη χαρά της ζωής, τη φυσική μας αρμονία με τον κόσμο… τα προσωπικά μας μονοπάτια του έρωτα, της αγάπης και της τρυφερότητας, το άρωμα του κόσμου και της ύπαρξής μας».
Στον δρόμο της επανάστασης
Ο Χρόνης Μίσσιος ήταν ένας ιδεολόγος που δεν δίστασε να ασκήσει κριτική στην Αριστερά. Μπορεί να μην μπόρεσε να αλλάξει το σύστημα, αλλά δεν επέτρεψε στο σύστημα να αλλάξει τον ίδιο, όπως είχε πει. Από νωρίς διάλεξε τον δρόμο του επαναστάτη. Επρεπε να περάσει πολλά και να διαβάσει πολύ, για να καταλάβει πόσο μοναδικός αλλά και πόσο μοναχικός είναι αυτός ο δρόμος:
«Διάβασα κάπου πως σ' ολόκληρο τον κόσμο, μέσα από τόσα εκατομμύρια, δεν υπάρχουν δυο αγόρια ή δυο κορίτσια όμοια σαν δυο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες. Ο καθένας κουβαλάει στη συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, τον δικό του εαυτό, το δικό του «μπορώ».
Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια ή αμοιβάδες. Και την ιστορία την πουτάνα έτσι τη γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: οριζόντια, ισόπεδη. Μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ' αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, το πάθος, την κορύφωση, και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ' ένα μονάχα εικοσιτετράωρο από τη ζωή του επαναστάτη».