«Η σύμβαση για την Αττική οδό ελέγχεται κανονικότατα από τα υπουργεία Υποδομών και Οικονομικών. Προχωρά κανονικότατα». Με αυτή τη λακωνική απάντηση ο αναπληρωτής υπουργός Στ. Καλογιάννης απέφυγε χθες να πάρει θέση στα δημοσιογραφικά ερωτήματα για την Αττική οδό. Με βάση τον νόμο 2445/1996 και τις μετέπετα τροποποιήσεις του η παραχώρηση του αυτοκινητόδρομου της Αττικής λήγει το 2024, αλλά προβλέπεται ότι το έργο θα επιστραφεί νωρίτερα στο Δημόσιο εφόσον οι εργολάβοι εξασφαλίσουν απόδοση 11,6% στα ίδια κεφάλια που έχουν επενδύσει.
Είναι εξακριβωμένο ότι τα υπουργεία ελέγχουν τα έσοδα, αλλά δεν είναι γνωστό τι γίνεται με τα έξοδα. Η κοινοπραξία διαβεβαιώνει ότι η εταιρεία «Αττική οδός Α.Ε.» δεν έχει δώσει ώς τώρα μέρισμα στους μετόχους, γιατί διαθέτει τα έσοδα για την αποπληρωμή των δανείων που έχει πάρει. Υπάρχουν όμως δύο θυγατρικές της, οι «Αττικές διαδρομές» και «Αττικά διόδια», που συγκεντρώνουν τον κύριο όγκο των εσόδων, τα οποία κατά την πρώτη επταετία πλήρους λειτουργίας του αυτοκινητόδρομου ξεπέρασαν τα 520 εκατ. ευρώ και διένειμαν στους μετόχους πάνω από 140 εκατ. ευρώ.
Τίθεται όμως θέμα «φουσκώματος» των εξόδων, που με βάση πρόσφατη ανακοίνωση του τμήματος Υποδομών του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, από το 2005 ώς σήμερα διαμορφώνονται στα 50-60 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Αναφέρεται επίσης στους ισχυρισμούς των εργολάβων για «χαμηλά» διόδια και υπολογίζει ότι η χρέωση ανά διανυόμενο χιλιόμετρο στην Αττική οδό κυμαίνεται από 0,074 έως 0,111 ευρώ, όταν στους υπόλοιπους αυτοκινητόδρομους είναι 0,04 ευρώ.
Από τα στοιχεία που δίνει η «Αττική οδός» προκύπτει ότι, παρά την οικονομική κρίση, η μέση ημερήσια κυκλοφορία ανέρχεται στις 271.000 διελεύσεις, έναντι 227.000 που προέβλεπε η σύμβαση. Δεν αναφέρει όμως ότι το 2009 είχαν ξεπεράσει τις 300.000 και ομολογεί ότι, παρά την επιλογή της να διατηρήσει τις τιμές των διοδίων στα επίπεδα του 2009, τα μέσα ετήσια έσοδα ανέρχονται σε 219 εκατ. ευρώ τον χρόνο, έναντι 217 που προβλέπει η σύμβαση.
Χ.ΤΖ.