Pin It

Ενκί Μπιλάλ, ένας σταρ των κόμικς στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

 

Ερχεται χωρίς πρόγραμμα να μιλήσει για την πολιτική και οικολογική διάσταση του έργου του, το σινεμά, τους ανθρώπους που τον επηρέασαν, την Ευρώπη και τα Βαλκάνια

 

Της Μαρίνας Κουβέλη

 

getFile (9)Είναι ένα κοφτερό μυαλό. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Ευρωπαίους εκπροσώπους της επιστημονικής φαντασίας. Είναι κινηματογραφιστής, συγγραφέας και ένας μεγάλος σταρ των πολιτικών κόμικς. Ο Ενκί Μπιλάλ, αυτή η φοβερή προσωπικότητα έρχεται την Τετάρτη στην Αθήνα για να συνομιλήσει στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών με όσους θέλουν να μοιραστούν τις πολιτικές, κοινωνικές και προσωπικές του ανησυχίες (19.00 Κεντρική Σκηνή, τη συζήτηση θα συντονίσει ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Γιώργος Αρχιμανδρίτης).

 

«Δεν έχω διαλέξει συγκεκριμένο θέμα, διότι δεν ήθελα να περιορίσω αυτήν μας τη συνάντηση σε ένα μόνο τομέα. Θα μιλήσουμε για όλα: για τα κόμικς, το σινεμά, την πολιτική και οικολογική διάσταση του έργου μου, για τους ανθρώπους που με επηρέασαν, για την κατάσταση στην Ευρώπη και τα Βαλκάνια. Πρέπει να σας ομολογήσω ότι δεν έχω προετοιμάσει απολύτως τίποτα, θέλω να αφεθώ στη ροή της κουβέντας», μας λέει από το διαμέρισμά του στο Παρίσι.

 

Εχοντας βρει στον Κάφκα το κλειστοφοβικό κλίμα που χρειαζόταν και στον Λάβκραφτ τις αρρωστημένες όψεις της πραγματικότητας που ήθελε να περιγράψει, ο Μπιλάλ δημιούργησε με τη μορφή του κόμικ μια πολιτική λογοτεχνία του φανταστικού. Οι σκέψεις του είναι τοποθετημένες στο μέλλον, ενσαρκωμένες σε ζοφερούς παρακμιακούς κόσμους, εκκεντρικούς ήρωες και κοφτές φράσεις. Οι καλοδουλεμένες αιχμηρές εικόνες του έγιναν το σήμα κατατεθέν του και του απέφεραν, σε ηλικία μόλις είκοσι ετών, το βραβείο του γαλλικού περιοδικού «Pilote» και μια γνωριμία με τον πρωτεργάτη του εντύπου, Ρενέ Γκοσινί.

 

Χαρακτηριστικό της ευρύτερης αναγνώρισης του είναι ότι το βιβλίο του «Ισημερινό ψύχος» αναδείχθηκε από το γαλλικό λογοτεχνικό περιοδικό «Lire» ως το καλύτερο βιβλίο του 1993, ανεξαρτήτως λογοτεχνικής κατηγορίας.

 

Εχει πάρει πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κόμικς της Ανγκουλέμ, έχει συνεργαστεί στα γραφικά της ταινίας «Το όνομα του ρόδου» του Ζαν-Ζακ Ανό, έχει εκθέσει έργα του στο Τόκιο μαζί με τον φωτογράφο Γιόζεφ Κουντέλκα, επίσης έχει κάνει σκηνικά και κοστούμια στο μπαλέτο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα». Τη σφραγίδα του έχει αφήσει και στον κινηματογράφο. Στις μεγάλες του επιτυχίες –σχεδόν με μόνιμο πρωταγωνιστή τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν- συγκαταλέγονται τα: «Bunker Palace Hotel» , «Tykho Moon», «Immortel».

 

Γεννημένος το 1951 στο Βελιγράδι από Βόσνιο πατέρα και Τσέχα μητέρα, εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στο Παρίσι πριν ακόμα κλείσει τα δέκα του χρόνια. Οπως συνηθίζει να λέει: «Η ιστορία με πήρε από τα μούτρα από παιδί». Μετακομίζοντας στη Γαλλία άνθησε δημιουργικά. Επανειλημμένα έχει δηλώσει ότι τα γαλλικά κείμενα, που διάβασε στην εφηβεία του, και η ίδια η γαλλική γλώσσα επηρέασαν το σχεδιαστικό του ύφος.

 

- Φαντάζομαι είστε αρκετά ενημερωμένος για την ελληνική πραγματικότητα.

 

«Φυσικά. Ξέρω για παράδειγμα ότι σήμερα υποδέχεστε τον Φρανσουά Ολάντ. Θαύματα, όμως, δεν γίνονται μέσα σε μια μέρα. Είμαι πολίτης του κόσμου, ανησυχώ για την Ευρώπη, γι’ αυτό και φροντίζω να μαθαίνω τι συμβαίνει στη χώρα σας. Η Ευρώπη χρειάζεται σοβαρή δουλειά, δεν μπορείς πια να την προστατεύεις μόνο με λόγια».

 

- Οι δημιουργίες σας σχετίζονται με την επιστημονική φαντασία. Γιατί αισθάνεστε τόσο καλά σε αυτό το είδος;

 

«Η επιστημονική φαντασία είναι μια ετικέτα για να συνεννοούμαστε. Ομως, κοιτάξτε γύρω σας και θα δείτε ότι η φαντασία πια δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Για να μην πω ότι την ξεπέρασε. Αυτά που πριν από 20 χρόνια τα περιέγραφαν μόνο οι πλέον τολμηροί, όσα κάποτε επικαλούμασταν ως απίθανα, σήμερα έχουν γίνει μέρος της ζωής μας. Αυτό το κομμάτι της “πρόβλεψης”, το οποίο εμπεριέχεται κατά κάποιο τρόπο στην επιστημονική φαντασία, μου είναι ιδιαίτερα ελκυστικό. Το να μιλώ για το άμεσο μέλλον με κάνει να αισθάνομαι ότι καταγράφω το σήμερα. Το προτιμώ από το να γράφω για το παρελθόν. Πολλοί πιστεύουν ότι η επιστημονική φαντασία είναι μόνο παραμύθια. Εγώ θα ήθελα οι σημερινοί ηγέτες να έδιναν μεγαλύτερη βαρύτητα στην προοπτική του μέλλοντος. Να είχαν για παράδειγμα πολιτική επιστημονική φαντασία και να προέβλεπαν τα αποτελέσματα των πράξεών τους. Θα αισθανόμασταν όλοι καλύτερα».

 

- Εσείς, λοιπόν, που έχετε αυτήν την ικανότητα, πώς βλέπετε το μέλλον σε 20 χρόνια;

 

«Είμαι συγγραφέας και ο τρόπος που φαντάζομαι το μέλλον δεν συνάδει με τις πραγματικές εικόνες. Είναι πιο αφηρημένες οι έννοιες και η ατμόσφαιρα που καταγράφω. Ωστόσο, στο βιβλίο μου “Le Sommeil du monstre” (“Ο ύπνος του τέρατος”) που κυκλοφόρησε το 1998 μιλώ για τη ζοφερή ουτοπία του πρωταγωνιστή, μια ζωή βουτηγμένη στον φανατισμό και τον εξτρεμισμό. Με αυτές τις σκοτεινές σελίδες εξέφραζα κι εγώ την αγωνία μου, τον φόβο που αισθανόμουν για το αύριο. Αυτόν τον τρόπο έχω να φωνάζω για όσα πιστεύω ότι θα μας βρουν».

 

- Ελπίδα πού βλέπετε;

 

«Στους νέους. Πιστεύω πως ο τρόπος που οι σημερινοί 30άρηδες θα κυβερνήσουν τον κόσμο στο μέλλον θα είναι πολύ πιο συνετός και ανθρωπιστικός. Ως πολίτης οφείλω να αισιοδοξώ, αλλά ως δημιουργός είμαι εδώ για να επισημαίνω τον κίνδυνο».

 

- Στη Γαλλία μεταναστεύσατε το 1961, σε ηλικία 10 ετών. Τι θυμάστε από τη Γιουγκοσλαβία;

 

«Πολλά πράγματα. Δυστυχώς, πολύ αργότερα στην πορεία μας καταλαβαίνουμε πως οι πρώτες εικόνες και μνήμες της ζωής είναι εξαιρετικά καθοριστικές. Και δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ. Από τη Γιουγκοσλαβία οι αναμνήσεις μου είναι ανάμεικτες: από τη μια ο Τίτο, ως νικητής και θριαμβευτής στο μπαλκόνι, από την άλλη η εκρηκτική συνύπαρξη Σέρβων, Βόσνιων, Κροατών και οι συμμαχίες με τα κράτη της Ευρώπης, οι οποίες είχαν αρχίσει να μαγειρεύονται».

 

- Σήμερα την επισκέπτεστε;

 

«Συνεχώς, όταν μπορώ. Πήγα πριν και μετά τους πολέμους. Η χώρα αυτή μού ασκεί τεράστια γοητεία. Προτιμώ να μην παίρνω θέση στις πολλές τους διαφωνίες, αλλά η νοσταλγία μου δεν θεραπεύεται με τα χρόνια. Ανατρέχοντας στην ιστορία και την πολυπλοκότητα αυτού του κράτους, θα εντοπίσει κανείς τα πρώτα σημάδια της σημερινής κρίσης. Επίσης θα δει πως κάποιες χώρες –όπως για παράδειγμα η Γερμανία- κρατούν στην πορεία του χρόνου την ίδια στάση ανεξάρτητα από τη φύση του προβλήματος».

 

- Ωστόσο, και ο τρόπος που σας υποδέχτηκε η γαλλική κοινωνία ήταν καθοριστικός για την εξέλιξή σας.

 

«Η κατάσταση όταν έφτασα στο Παρίσι ήταν ολίγον εύθραυστη –κυρίως λόγω του πολέμου στην Αλγερία- ωστόσο η ένταξή μου ήταν άμεση. Το γαλλικό κράτος είχε τον τρόπο να σε εντάξει γρήγορα. Θυμάμαι την αγωνία του πατέρα μου να μάθω γρήγορα τη γλώσσα, να πάω αμέσως σε γαλλικό σχολείο, να μην μείνω ξένο σώμα ούτε μια μέρα».

 

- Στην Ελλάδα αυτόν τον τρόπο δεν τον βρήκαμε ακόμα.

 

«Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό. Δεν έχει νόημα να αφήνεις χιλιάδες ανθρώπους να έρχονται στη χώρα σου και να βιώνουν μια κόλαση. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζει και η Ιταλία και η Γαλλία. Η παγιωμένη αντίληψη της Αριστεράς είναι πως πρέπει να δέχεσαι τους πάντες. Δεν είναι έτσι. Προσωπικά διαφωνώ. Η μετανάστευση χρειάζεται μέτρο και φύλαξη των συνόρων. Οι ορδές δυστυχισμένων ανθρώπων και αναξιοπαθούντων, που καταφθάνουν σε ένα κράτος, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμες. Εγώ έγινα αυτό που είμαι σήμερα γιατί το γαλλικό κράτος είχε τη δυνατότητα να με αγκαλιάσει, να μου μάθει τη γλώσσα, να με αξιοποιήσει».

 

- Ο Φρανσουά Ολάντ σάς ικανοποιεί;

 

«Δεν με ικανοποιεί καμία πολιτική παράταξη, γι’ αυτό και δεν ψηφίζω. Παραμένω συνειδητά αριστερός, αλλά η Αριστερά στη Γαλλία μοιάζει να μην έχει βρει ακόμα θέση στις εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης. Νομίζω δεν την ψάχνει καν. Είναι προσκολλημένη στο παρελθόν, δεν είναι μοντέρνα, δεν προβάλλει λύσεις παρά μόνο θεωρία. Κρίμα».

 

- Ετσι εξηγείτε το γεγονός ότι η κατεύθυνση της Ευρώπης είναι όλο και πιο δεξιά;

 

«Προφανώς. Κάθε χώρα στις περιόδους μεγάλων κρίσεων πασχίζει να διαφυλάξει τα κεκτημένα της. Σοβαρή δεξιά δεν έχουμε, αλλά καθώς το έλλειμμα της αριστεράς γίνεται όλο και σοβαρότερο, η πορεία προς τα άκρα προβάλλεται ως λύση».

 

- Οι φίλοι στους οποίους είπα ότι θα συνομιλήσουμε μου έλεγαν «Πόσο τυχερή είσαι!». Οι περισσότεροι, δε, ήταν εξαιρετικά νέοι. Νιώθετε λίγο σαν ροκ σταρ;

 

«Ωραία θα ήταν», λέει γελώντας. «Το σίγουρο είναι ότι δεν θα έρθω στην Αθήνα με την κιθάρα μου. Ερχομαι για να συνεχίσω την κουβέντα που ξεκινήσαμε».

 

 

Scroll to top