Του Γιάννη Ψυχοπαίδη
Μια ευτυχισμένη συγκυρία θέλησε να συναντηθούν φέτος τον χειμώνα ο Βάλιας Σεμερτζίδης (1911-1983) και ο Ρενάτο Γκουτούζο (1912-1987), ο Ελληνας και ο Ιταλός ζωγράφος, που με το έργο τους άφησαν βαθιά σημάδια στην πορεία του μαχόμενου μεταπολεμικού ρεαλισμού.
Οι μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις τους, που συμπτωματικά κύλησαν παράλληλα, του Σεμερτζίδη στην Αθήνα (Σεπτ.-Νοέμ. 2012) και του Γκουτούζο στη Ρώμη (Οκτ. 201 -Φεβρ. 2013), μας έδωσαν τη μεγάλη ευκαιρία να θυμηθούμε, να διδαχτούμε, να αναστοχαστούμε πάνω στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, αλλά και στην ιστορία του τόπου, ευρύτερα πάνω στην ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης, στους δημιουργούς της, στις μορφές που χάραξαν την πορεία της.
Οι δύο παράλληλες εκθέσεις ορίζουν άθελά τους το μέτρο, το βάθος και την ποιότητα του ανθρωπισμού που χαρακτήρισε τη ρεαλιστική τέχνη στον ευρωπαϊκό Νότο.
Οι δύο ζωγράφοι, με δύο παράλληλες, συγκλίνουσες βιογραφίες ζουν την ίδια ψυχική, σωματική και πνευματική/ιδεολογική συμμετοχή στην ταραγμένη, οδυνηρή αλλά και ηρωική εποχή του μικρού εικοστού αιώνα, λίγο πριν και λίγο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Γεννημένοι σχεδόν την ίδια χρονιά στις αρχές του 20ού αιώνα, μαχητές και οι δύο, αντιφασίστες, μαχόμενοι καλλιτέχνες, βγαίνουν μέσα από τα πολιτικά κινήματα εμποτισμένοι από το πνεύμα του καλλιτεχνικού ευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού.
Ο ένας, ο Βάλιας, Πόντιος πρόσφυγας, διδάσκεται από τον Παρθένη και υπερβαίνει με τον γήινο ρεαλισμό του τη νεωτερική, ιδεοληπτική διδασκαλία του δασκάλου του, ο άλλος, ο Ρενάτο, μεγαλωμένος στη Σικελία, ανδρώνεται στη Ρώμη μέσα στην άμεση, αδρή παραστατικότητα της τέχνης του Μεσοπολέμου και οδηγείται σ' έναν μετακυβιστικό ρεαλισμό των ταπεινών και των οικείων πραγμάτων. Και οι δύο, ιδεολογικά και πλαστικά χρεωμένοι στην ανθρωποκεντρική τέχνη, στις θυσίες και τους αγώνες του μαχόμενου ανθρώπου, στις πολύτιμες αξίες της ανθρώπινης ζωής.
Λίγα τούς χωρίζουν, πολλά τούς ενώνουν. Βρέχονται στα νερά της ίδιας θάλασσας.
Η οδυνηρή εμπειρία του Β' Πολέμου, η κατοχή, οι φασιστικές θηριωδίες, τα στυγερά εγκλήματα του ναζισμού, αντί να τους οδηγήσον στην υπαρξιακά βίαιη, άναρθρη κραυγή της εξπρεσιονιστικής αφαίρεσης, τους δένουν βαθύτερα με τη στυφή, λιτή αλλά χυμώδη απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής και μοίρας. Με τους κατατρεγμένους και τους επιμένοντες, με τους πάσχοντες και τους παθιασμένους, με τους απροσκύνητους και τους ταπεινούς στον αγώνα της ζωής.
Στη ζωή και στην τέχνη τους, σε μια αδιάσπαστη ενότητα, καταγράφουν με συγκινητικό και συγκινημένο, τολμηρό ρεαλισμό τα αδρά χαρακτηριστικά των αγροτών, των ανθρώπων του μόχθου στην ελληνική ύπαιθρο, των ανταρτών και των ξωμάχων ο ένας. Και ο άλλος τη μαχητική και μαχόμενη, κριτική και αυτοκριτική, πολιτικοποιημένη εργατική τάξη των ιταλικών μεγαλουπόλεων.
Και οι δυο σηκώνουν το βάρος μιας τέχνης καθαρής στην ψυχή και στο βλέμμα, μιας τέχνης της συμμετοχής και της πάλης που με απλότητα, πυκνότητα και δυναμική ειλικρίνεια αποτυπώνει την καθημερινότητα του ορατού κόσμου, μιας τέχνης δεσμευμένης στις ιδέες της και δέσμιας στις ηθικές της επιταγές.
Και οι δύο, σημαδεμένοι από τις ατομικές και τις συλλογικές οδύνες μιας βάρβαρης αλλά μεγαλειώδους εποχής, δεν ξεχώρισαν ποτέ το ατομικό από το συλλογικό, δεν ξεχώρισαν ποτέ την τέχνη τους από την κοινωνική της ευθύνη και τον καλλιτέχνη από την κοινωνία με τις αγωνίες και τους αγώνες της.
Ο Σεμερτζίδης στάθηκε ένας μαχόμενος δημιουργός σπάνιου ανθρώπινου και εικαστικού ήθους, αυθεντικός μαχητής, συνειδητός και ακέραιος. Προσχώρησε στην Αντίσταση και ανέβηκε το 1944 στα βουνά της ελεύθερης Ελλάδας για να μας αφήσει μέσα από τις σπουδαίες εικόνες του μοναδικές ιστορικές και εικαστικές μαρτυρίες από μια τέχνη βαθιάς δωρικής έκφρασης.
Στέκομαι μπροστά στο «Λαϊκό δικαστήριο» του Σεμερτζίδη, έργο του 1946, μια μεγάλη σύνθεση με τέμπερα, μια από τις πολλές που τον απασχόλησαν θεματικά τα χρόνια της αντίστασης στο βουνό. Πρόκειται για τη συγκέντρωση μιας μικροκοινωνίας ανθρώπων σε μια απόδοση δικαιοσύνης στο ύπαιθρο με φόντο τις οξείες κορυφογραμμές και τους καφέ-γκρίζους τόνους των ορεινών όγκων.
Αντρας και γυναίκα κατηγορούμενοι, ο παπάς, η συγκεντρωμένη κοινότητα που τους περιβάλλουν πραγματοποιούν εδώ στην απελευθερωμένη Ευρυτανία την αρχέγονη πράξη της απόδοσης δικαίου. Αρχή της συγκρότησης της νέας κοινωνίας ανθρώπων είναι η κοινωνική δικαιοσύνη. Το πανάρχαιο δράμα συντελείται μέσα σ' ένα κλίμα σκοτεινής ιεροτελεστίας.
Στην ατμόσφαιρα κυριαρχεί μια σοβαρή αποφασιστικότητα, είναι στιγμή δραματικών αποφάσεων, σ' αυτή τη συνέλευση λαϊκής αυτοδιοίκησης.
Σ' αυτό το μοναδικό έργο σπάνιας δύναμης, χώρος και άνθρωποι γίνονται ένα σε μια σκηνή υπαίθριου θεάτρου, η εικαστική αφήγηση αναπτύσσεται με όρους αρχαίας τραγωδίας. Ο ουρανός είναι βαρύς και χαμηλωμένος. Τα πρόσωπα του δράματος, ο ιερέας, ο κατήγορος, ο χορός -οι τσοπάνηδες-, περιβάλουν σε κλειστό κύκλο τους τραγικούς ήρωες, πλαισιωμένα από τις οξείες γωνίες των βουνίσιων όγκων. Σαν από βυζαντινή αγιογραφία – βαρείς όγκοι από φυσικά φαινόμενα που καθορίζουν με την παρουσία τους τις ανθρώπινες πράξεις.
Τα πρόσωπα των χωρικών, σκεπτικά και συλλογισμένα, είναι συναρπαστικές εικαστικές καταγραφές με θαυμαστή σχεδιαστική οξύτητα και πλαστική ενάργεια έντονης ψυχικής έκφρασης. Το κάθε πρόσωπο λιτό, αδρό, έντονα χαρακτηρισμένο μέσα στην αισθηματική του διαφοροποίηση, κι όμως όλοι μαζί σαν αδιάσπαστο κομμάτι του φυσικού χώρου, σαν κορμοί ενός δάσους που υπόκειται στην αέναη, νομοτελειακή, φυσική ροή του κόσμου.
Η φιγούρα του κατηγορουμένου με το λευκό ρούχο στο κέντρο της σύνθεσης, αντί να σηματοδοτεί μονόπλευρα και απλουστευτικά την ενοχή του προσώπου, αποκτά μια διάφανη φωτεινότητα, σχεδόν ιερότητα. Ο ένοχος θύτης είναι μαζί και θύμα και η εικόνα εδώ, αντί να καταγγείλει διδακτικά, αναδεικνύει πλαστικά το αμφιλεγόμενο της κρίσης δικαίου, το αβάσταχτο βάρος των μεγάλων ηθικών διλημμάτων και αποφάσεων.
Η ζωγραφική του Σεμερτζίδη, έχοντας οικειοποιηθεί την περιπέτεια του μοντερνισμού, βρίσκει τη μέγιστη έκφρασή της σ' αυτή τη μεστή, καθόλου λαϊκότροπη αλλά λαϊκή φόρμα, διατυπώνοντας πλαστικά όχι την ηθικολογία ενός δόγματος, αλλά την ηθική μιας δύσκολης όμως αναγκαίας ιστορικά επιβίωσης.
Στη σύγχρονη ελληνική τέχνη, το ξεχωριστό αυτό έργο κουβαλάει όλη τη βαριά ιστορία μιας εικαστικής παράδοσης από τις βυζαντινές αγιογραφίες, τον Παναγιώτη Ζωγράφο και τον Χαλεπά μέχρι τον Θεόφιλο, τον Κόντογλου, τον Στέρη και τον Μπουζιάνη. Διεισδύει στους μύχιους ψυχισμούς των προσώπων και με στέρεο εικαστικό λόγο αποτυπώνει τις «σοβαρές κατακτήσεις από τον λαό», όπως έλεγε ο Σεμερτζίδης, έναν λαό που εδώ αυτοπροσδιορίζεται και δύσκολα και υπεύθυνα παίρνει τις τύχες στα χέρια του.
Λιτό, αφοπλιστικά απλό, ανεπιτήδευτο το «Λαϊκό δικαστήριο» αναδεικνύει μαζί με την αποφασιστικότητα και το πένθος, μαζί με την ανάγκη και την οδύνη, μαζί με την καταδίκη και τη συγχώρεση, το ακριβοδίκαιο μαζί με τη συμπόνια. Το εμβληματικό αυτό έργο, με τη μεστή, νεωτερική γραφή του, αλλού διάφανο, αλλού πυκνό, αλλού αυθόρμητο, αλλού συμπαγές, αλλού ανεπεξέργαστο, χωρίς ίχνος ζωγραφικής αυταρέσκειας, συνομιλεί με πολύ λίγα έργα στη σύγχρονη ελληνική τέχνη. Και είναι προς τιμήν του, που η συντηρητική υποκρισία της αστικής κριτικής -και όχι μόνο- το αποσιώπησε, το αγνόησε ή το φοβήθηκε, οπωσδήποτε δεν το αξιολόγησε στον υπερθετικό βαθμό που του αξίζει.
Εσπευσαν να του καταλογίσουν όλα τα αρνητικά του λεγόμενου σοσιαλιστικού ρεαλισμού, να το κατατάξουν στη δογματική εκδοχή μιας τέχνης υποταγμένης στη θλιβερή ομοιομορφία και αγιοποίηση των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Το έργο αυτό όμως βρίσκεται πολύ πέραν των δογμάτων.
Με αμείλικτη τρυφερότητα, με έντονη την αίσθηση ενότητας ανθρώπου και φύσης, με παρηγορητική συντροφικότητα και βαρύ φορτίο ευθύνης, απεικονίζονται εδώ μεγάλες ανθρώπινες στιγμές όχι μόνο σαν εικαστικές-ιστορικές μαρτυρίες, αλλά και σαν μια πραγματοποιημένη ουτοπία ενός μελλοντικού καλύτερου κόσμου.
Δεκατρία χρόνια αργότερα ο Ρενάτο Γκουτούζο ζωγραφίζει στη Ρώμη τη «Συνομιλία» (1959), μια σημαντική εικαστική αντίστιξη στα «έργα του βουνού» του Βάλια Σεμερτζίδη. Από τις υποβλητικές βουνοκορφές της Ευρυτανίας περνάμε στους κλειστούς, ατμοσφαιρικούς χώρους της ιδεολογικής αντιπαράθεσης στη Ρώμη. Οι κοινωνικοί αγώνες μετατοπίζονται σε διαφορετικό πεδίο, με διαφορετικά συμφραζόμενα.
Το πνευματικό στοιχείο του υψηλού και του μεγάλου στον Σεμερτζίδη βρίσκει την αντιστοιχία και την έκφρασή του σ' ένα οριζόντιο «Δικαστήριο» μ' έναν ορίζοντα που κάνει τα πράγματα να αποκτούν ένα καθολικό εύρος και να αγκαλιάζουν μια μεγάλη οριζόντια ανθρώπινη αλήθεια.
Αντίθετα το έργο του Γκουτούζο έχει τον χαρακτήρα και τη διάσταση ενός τετραγώνου, το ουδέτερο σχήμα του απόλυτου ορθού λόγου. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο.
Πέρα από τη διαφορά στους ψυχισμούς των δύο δημιουργών, τα χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στα δύο έργα, σημαδεύονται ευρύτερα από την πνευματική περιπέτεια και την πορεία της προοδευτικής ευρωπαϊκής σκέψης και έκφρασης. Οι αγώνες στα βουνά μετατρέπονται σε μαχητικές διεκδικήσεις στις πόλεις. Από τη Βίνιανη της ελεύθερης Ελλάδας, στη Ρώμη των μεγάλων προλεταριακών αγώνων και ιδεολογικών συγκρούσεων.
Ο Γκουτούζο μέσα στο τετράγωνο τελάρο, το απόλυτο, καθαρό πεδίο των ίσων αναλογιών, τοποθετεί μια δυναμική, ανήσυχη διαγώνια φόρμα που χωρίζει τη σύνθεση στα δύο. Δύο ομάδες ανθρώπων στοχάζονται -μαζί και χώρια-, συνομιλούν, προβληματίζονται, επιχειρηματολογούν, χάνονται μέσα στην ανάγνωση. Τα πρόσωπα, διασπασμένα και διάσπαρτα στον κλειστό χώρο, σε μια νευρική χορογραφία, με την έκφραση μιας έντονης ψυχικής εμπλοκής, το καθένα εστιάζοντας σε άλλη κατεύθυνση. Εφημερίδες και σκόρπια έντυπα συνοδεύουν και υποστηρίζουν τη συνομιλία, μια συνομιλία αρχών με συναισθηματικά πυρετώδη ένταση σε αποδομημένο περιβάλλον.
Κριτική, αυτοκριτική, θεωρία, πράξη, περισυλλογή και παραινετικός λόγος. Μέσα στον ιδιωτικό χώρο η συγκίνηση και η εκφραστικότητα, η απελπισμένη και πεισματική αναζήτηση ενός κοινού βηματισμού, οι αντιφάσεις, οι διαιρέσεις, οι εσωτερικές συγκρούσεις και τα αδιέξοδα μιας συλλογικότητας στον νέο κόσμο που γεννιέται στην Ευρώπη, διαποτίζουν την ατμόσφαιρα αυτού του σημαντικού έργου. Με μια εκρηκτική μετακυβιστική ελευθερία, ο γήινος, απτός ρεαλισμός του Γκουτούζο μεταφέρει συναρπαστικά τις ανάσες, τις σιωπές, την ενδοστρέφεια, την αμφιβολία, την πίστη και τις ελπίδες μιας κοινωνίας σε έκρηξη, μιας κοινωνίας που αναρωτιέται, αναστοχάζεται και παλεύει. Το μέλλον που έρχεται είναι μέλλον που πρέπει να διεκδικηθεί και εκ νέου να κερδηθεί μέσα από νέες συλλογικότητες και νέους αγώνες.
Η «Συνομιλία» είναι ένα έργο που καταγράφει πλαστικά έναν αποσπασματικό κόσμο που συνειδητοποιεί τις ρωγμές του. Χωρίς κανένα χρωματικό πλούτο, σχεδόν μονοχρωματικό, το έργο αυτό έχει την πικρή γεύση της γήινης ώχρας και του βαθέος μαύρου, που σε σχέση με το λευκό ορίζουν λιτά και καίρια τη δραματική ένταση σε στιγμές κρίσιμων ανθρώπινων επιλογών.
Το «Λαϊκό δικαστήριο» του Σεμερτζίδη και η «Συνομιλία» του Γκουτούζο ορίζουν με διαφορετικό τρόπο ένα κοινό πεδίο κατανόησης και αισθητικής μετάπλασης του ιστορικού χώρου και χρόνου στην Ευρώπη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Από τη στέρεη πίστη στην ανθρώπινη ακεραιότητα και τη στυφή γεύση του πένθους και της ανάγκης, περνάμε 13 χρόνια μετά σε μια δυναμική ρευστότητα, στην ανάδυση μιας νέας αγωνιστικής υποκειμενικότητας, στο πολυδιάστατο και πολυδιάσπαστο του ανθρώπινου αγώνα και της αγωνίας. Τους δύο δημιουργούς συνδέει η υπόκλιση μπροστά στη μαχόμενη αξιοπρέπεια του μόχθου. Και οι δυο τους, τέκνα της οργής και της ανάγκης, σηματοδοτούν με τις ηθικές τους αξιώσεις και με την αντικομφορμιστική, ριζοσπαστική, άμεση γλώσσα της τέχνης τους το μέτρο ευθύνης για τους πολίτες, τους διανοουμένους, τους δημιουργούς στον αιώνα που πέρασε.
Σήμερα, που «εδώ διαβαίνουν και θερίζουν χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα», όπως προφητικά έλεγε ο Σεφέρης την άνοιξη του ’38, δημιουργούς σαν και αυτούς τους έχουμε ανάγκη όσο ποτέ. Ο μαχόμενος ανθρωπισμός της τέχνης τους είναι ένα βασικό όπλο αντίστασης απέναντι στην αυταρχική, μεταδημοκρατική χειραγώγηση των κοινωνιών, που βίαια και εγκληματικά συντελείται στις μέρες μας.
Η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, τα μεγάλα ηθικά προτάγματα είναι το μεγάλο δίδαγμα απ' αυτή την τέχνη, δίδαγμα πολύτιμο και αναγκαίο, αισθητικής και ηθικής τάξης, αλλά και στάσης αντίστασης μπροστά στη νέα -και πολύ παλιά- βαρβαρότητα που μας απειλεί.