Περισσότερα από 150 δισ. δολ. ξοδεύουν κάθε χρόνο οι Αμερικανοί για να θεραπεύσουν τις ασθένεις που σχετίζονται με το βάρος. Στην Ευρώπη το κόστος ανέρχεται στα 32,8 δισ. ευρώ
Του Χρίστου Τσιαγκλή
Ειδικοί και κυβερνήσεις κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την παχυσαρκία, η οποία έχει πλέον λάβει διαστάσεις επιδημίας. Το… όψιμο ενδιαφέρον τους προκύπτει από το όλο και αυξανόμενο κόστος της στους κρατικούς προϋπολογισμούς για την υγεία, τις ασφαλιστικές δαπάνες και την παραγωγικότητα.
Αναλύοντας το ζήτημα με αυστηρά οικονομικούς όρους, ακαδημαϊκοί, οργανισμοί υγείας και ινστιτούτα ανά τον κόσμο έχουν επιδοθεί σε ένα μπαράζ ανησυχητικών προβλέψεων για τις επιπτώσεις της παχυσαρκίας στην οικονομία.
Σύμφωνα με τον Economist, σήμερα, τα 2/3 των ενήλικων Αμερικανών είναι υπέρβαροι. Πιο ανησυχητικά, το 36% είναι παχύσαρκοι, ενώ στις παιδικές ηλικίες το αντίστοιχο ποσοστό αγγίζει το 17%. Οι Αμερικανοί ξοδεύουν 150 με 190 δισ. δολάρια τον χρόνο σε ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όπως είναι ο διαβήτης, η στεφανιαία νόσος και η υπέρταση. Δηλαδή, περίπου το ένα πέμπτο των συνολικών δαπανών της χώρας για την υγεία. Η ιατρική δαπάνη για άτομα που πάσχουν από παχυσαρκία υπολογίζεται ότι είναι 40% υψηλότερη έναντι όσων ξοδεύονται για την υγεία των ατόμων με «κανονικό» βάρος.
Ο υπόλοιπος πλανήτης ακολουθεί κατά πόδας, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι υιοθετούν τον δυτικό τρόπο ζωής. Τα ποσοστά παχυσαρκίας παγκοσμίως διπλασιάστηκαν τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στη θεωρητικά πιο… εκλεπτυσμένη γαστρονομικά Ευρώπη, 1 στους 2 Ευρωπαίους είναι πλέον υπέρβαρος ή και παχύσαρκος. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι το συνολικό άμεσο ετήσιο κόστος για την Ευρωπαϊκή Ενωση το 2004 ανήλθε στα 32,8 δισ. ευρώ.
Πέρα από τις άμεσες δαπάνες όμως, υπάρχει και το έμμεσο κόστος. Οι «ειδικοί» προειδοποιούν ότι η παχυσαρκία μειώνει την παραγωγικότητα των εργαζομένων και ότι ευθύνεται για χαμένες εργατικές ώρες, πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και θανάτους ατόμων σε παραγωγική ηλικία. Το συνολικό κόστος για την Ισπανία, υπολογίζοντας και την απώλεια παραγωγικότητας, εκτιμάται ότι αγγίζει τα 2,5 δισ. ευρώ τον χρόνο.
Κυβερνήσεις και εταιρείες προβληματίζονται για το πώς θα πρέπει να κινηθούν. Υπάρχει ως προηγούμενο το μοντέλο που ακολουθήθηκε για τον περιορισμό του καπνίσματος. Ωστόσο, η περίπτωση της παχυσαρκίας διαφέρει ριζικά. Οι διατροφικές συνήθειες αφορούν τους πάντες, είναι πολύ πιο δύσκολο να αλλάξουν, ενώ τίθενται και πιο έντονα θέματα προσωπικής ελευθερίας και επιλογής. Η κρατική παρέμβαση σε τόσο προσωπικά ζητήματα δεν είναι θεμιτή.
Η προσέγγιση του προβλήματος με όρους κέρδους-ζημίας οδηγεί σε προφανή αδιέξοδα. Αν η παχυσαρκία είναι οικονομικά επιζήμια σήμερα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν εξαιρετικά… επικερδής μέχρι χθες. Οι επιχειρηματικοί κολοσσοί τροφίμων προωθούν επί χρόνια ανθυγιεινά προϊόντα ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο.
Εξάλλου, η παχυσαρκία η ίδια αποτελεί μια χρυσοφόρα «αγορά». Η «αγορά απώλειας βάρους» (γυμναστήρια κ.τ.λ.) στην Αμερική φτάνει τα 4 δισ. δολ. Η συνολική «αγορά δίαιτας» γύρω στα 65 δισ. Σύμφωνα με τη Standard and Poor’s, «η αγορά του διαβήτη», αξίας 35 δισ. δολ. σήμερα, θα φτάσει τα 58 δισ. μέχρι το 2018, αύξηση 66%.
Η οικονομίστικη αντίληψη του ζητήματος αγγίζει τα όρια του κωμικοτραγικού. Οπως σημειώνει χωρίς περιστροφές ή διάθεση χιούμορ ο Economist, «όσο ατυχής και να είναι η παχυσαρκία για τους ασθενείς που υποφέρουν από αυτήν, αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για τις φαρμακευτικές εταιρείες και τους κατασκευαστές ιατρικού εξοπλισμού».
Μήπως να επενδύσουμε στην παχυσαρκία λοιπόν;
………………………………………………………………………………………………………………………………..
O αμφιλεγόμενος ρόλος των εταιρειών τροφίμων
Ο ρόλος των μεγάλων εταιρειών συσκευασμένων τροφίμων είναι τουλάχιστον αμφιλεγόμενος. Την ίδια στιγμή που προωθούν όλο και πιο επιθετικά junk food προϊόντα (τρόφιμα-σκουπίδια), πολυεθνικοί κολοσσοί όπως η Coca Cola και η Mondelez διαμηνύουν την πρόθεσή τους να συμβάλουν στην προώθηση της «διατροφικής ευθύνης» και της σωματικής άσκησης. Στην Αγγλία, 21 εταιρείες υπέγραψαν με το υπουργείο Υγείας «σύμφωνο ευθύνης», με το οποίο δεσμεύονται να βοηθήσουν το κοινό να καταναλώνει λιγότερες θερμίδες. Στην Αμερική, 16 εταιρείες υποσχέθηκαν να κόψουν 1,5 τρισ. θερμίδες από τα προϊόντα τους μέχρι το 2015.
Παράλληλα, επιχειρώντας να εξωραΐσουν το προφίλ τους, χρηματοδοτούν συνέδρια, έρευνες και καμπάνιες για την καταπολέμηση της παχυσαρκίας. Πρώην υψηλά ιστάμενα στελέχη τους εναλλάσσονται σε θέσεις παγκόσμιων οργανισμών υγείας και ινστιτούτων και αντίστροφα. Σύμφωνα με τον Εconomist, η Nestle θέλει να εμφανίζεται ως μια εταιρεία που φτιάχνει υγιεινά προϊόντα. «Είναι ο πυρήνας της επιχειρηματικής μας στρατηγικής», εξηγεί η Τζάνετ Βούτε, επικεφαλής δημόσιων υποθέσεων της εταιρείας, πρώην στέλεχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
…………………………………………………………………………………………………………………………………
Χαμπουργκερο-αναθρεμμένα Ελληνάκια
Ανησυχητικά είναι τα νούμερα που αφορούν την Ελλάδα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 18,1% των ανδρών και το 17,7% των γυναικών άνω των 18 ετών στην Ελλάδα είναι παχύσαρκοι. Στις παιδικές ηλικίες, 5-17 ετών, τα Ελληνόπουλα είναι τα πιο υπέρβαρα στον κόσμο ξεπερνώντας και αυτά της Αμερικής!
Ασφαλείς εκτιμήσεις για το συνολικό κόστος της παχυσαρκίας στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα. Το τμήμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Ευρώπη ωστόσο υπολογίζει ότι γενικά για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι άμεσες ετήσιες δαπάνες αντιπροσωπεύουν το 2-4% των εθνικών προϋπολογισμών για την υγεία.
Η εντύπωση που ίσως να έχει κανείς, ότι η λιτότητα θα μπορούσε να επιδράσει θετικά στο πρόβλημα της παχυσαρκίας λόγω του περιορισμού της υπερκατανάλωσης και των καταχρήσεων, είναι αφελής. Σε περιόδους οικονομικής κρίσης τα ποσοστά της παχυσαρκίας συνήθως αυξάνονται, και όχι το αντίθετο. Η παχυσαρκία είναι ασθένεια του φτωχού. Η μείωση του διαθέσιμου ποσού για τη διατροφή έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των τροφίμων που αγοράζονται. Οι καταναλωτές επιλέγουν προϊόντα ετικέτας αντί για πιο ποιοτικά επώνυμα, αγοράζουν κατεψυγμένα αντί για φρέσκα, ενώ απομακρύνονται και από ακριβές υγιεινές τροφές όπως το ψάρι ή τα βιολογικά. Οι έξοδοι για φαγητό σε εστιατόρια ή ταβέρνες μειώνονται και προτιμούνται τα φθηνότερα ταχυφαγεία junk food.