Pin It

Της Ιωάννας Σωτήρχου  Φωτογραφίες Μάριος Βαλασόπουλος

 

Δύσκολη η συμβίωση μεταξύ γηγενών και αλλοδαπών, μεταναστών και προσφύγων, στην ευρύτερη περιοχή γύρω από τον Σταθμό Λαρίσης. Αν εξαιρέσει κανείς τη διαφορετική καταγωγή, κατά τ' άλλα όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, Ελλήνων και μεταναστών, παλαιών και νέων, φαίνεται να τις ενώνουν περισσότερα: δεν είναι μόνο τα προβλήματα κοινά και οξυμένα, όπως η ανεργία και η φτώχεια. Αλλά και τα όνειρα. Με κυρίαρχο αυτό για ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά τους, που θέλουν όλοι, ανεξάρτητα από προέλευση, φυλή ή θρησκεία και καθεστώς παραμονής, να είναι «χαρούμενα και ευτυχισμένα».

 

Αυτό φαίνεται να είναι το πιο σημαντικό συμπέρασμα από την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή δίνοντας τον λόγο στους ίδιους τους κατοίκους, για να καταγράψει όχι μόνο τις συνθήκες διαβίωσης, εκπαίδευσης και πολιτιστικής συμμετοχής, αλλά κυρίως τις ανάγκες παιδιών και οικογενειών που κατοικούν εκεί προκειμένου να δημιουργηθεί πριν από λίγους μήνες το «Εργαστήριο Πολιτισμού» από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

 

Ενα μωσαϊκό αναδεικνύεται από τη σύνθεση των κατοίκων: οι Ελληνες είναι είτε παλιοί κάτοικοι που μεγάλωσαν στη γειτονιά, είτε εσωτερικοί μετανάστες, είτε παλιννοστούντες-μετανάστες που επέστρεψαν. Πολλοί διαμένουν στην περιοχή πάνω από 20 χρόνια: ανάλογα με την εθνοτική προέλευση οι αλλοδαποί από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες των Βαλκανίων και της Αν.Ευρώπης ζουν περισσότερα χρόνια από τους ασιατικής και αφρικανικής καταγωγής με μερικές εξαιρέσεις. Αντιστοίχως διαφοροποιείται και το καθεστώς παραμονής: οι παλαιότεροι είχαν την ευκαιρία συμμετοχής σε ένα πρόγραμμα νομιμοποίησης, έχουν φέρει την οικογένειά τους, ενώ Πολωνοί και Βούλγαροι συγκροτούν από τις πιο οργανωμένες κοινότητες σε επιχειρηματικό επίπεδο. Στον αντίποδα οι προερχόμενοι από Ασία και Αφρική που βρίσκονται σε μεταβατική κατάσταση (τράνζιτ), επιδιώκοντας να φύγουν σε κάποια άλλη χώρα και είτε αιτούνται άσυλο είτε είναι χωρίς χαρτιά. Η κρίση έχει γενικεύσει την επιθυμία φυγής ακόμα και από νόμιμους αλλοδαπούς.

 

Πέρα από την κεντρικότητά της, η περιοχή επελέγη επειδή υπάρχουν εκεί συγγενείς και ομοεθνείς προεξοφλώντας αφενός ένα δίκτυο επικοινωνίας με τη χώρα καταγωγής και αφετέρου την κάλυψη βασικών αναγκών επιβίωσης: προσωρινή στέγη, φύλαξη παιδιών.

 

Ολοι θεωρούν ότι ζουν σε μια υποβαθμισμένη περιοχή. Κοινό χαρακτηριστικό επίσης όλων των κατοίκων είναι ο φόβος που στοιχειώνει εξίσου Ελληνες και αλλοδαπούς κι ας μη στηρίζεται απαραίτητα σε συγκεκριμένα περιστατικά. «Προσωπικά κανένα κρούσμα, αυξημένο όμως στην καθημερινότητα το αίσθημα ανασφάλειας» είναι η χαρακτηριστική μαρτυρία 38χρονης Ελληνίδας που ζει στην Κοδριγκτώνος. Οπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι κυρίαρχες αναπαραστάσεις των ΜΜΕ παίζουν κομβικό ρόλο στην εδραίωσή του ως ενός τόπου εγκληματικότητας σε βαθμό που ακόμη και οι εθελοντές που πήραν τις συνεντεύξεις να νιώθουν ανασφάλεια μέχρι να εξοικειωθούν και να μιλήσουν με τους ανθρώπους.

 

Ετσι αναπόφευκτα η κοινωνικότητα περιγράφεται ως περίκλειστη κι ας αναφέρεται απ' όλους η έλλειψη ελεύθερων χώρων πρασίνου: οι Ελληνες δεν αναφέρουν σχέσεις με τους μετανάστες, μερικοί Ευρωπαίοι λευκοί μετανάστες αναφέρουν καλές σχέσεις με Ελληνες και οι υπόλοιποι δεν έχουν παρά να πουν για τη ρατσιστική συμπεριφορά που υφίστανται. Οι μετανάστες μόνο κατ' εξαίρεση συμμετέχουν στις δραστηριότητες της γειτονιάς αποφεύγοντας τη χρήση των δημόσιων χώρων της περιοχής από τον φόβο της ρατσιστικής βίας που έχει καταστήσει απρόσιτες τις πλατείες Βικτωρίας και Αγίου Παντελεήμονα, η παιδική χαρά του οποίου έχει σφραγιστεί από τις πατριωτικές ομάδες. Είναι η ανάγκη των παιδιών για παιχνίδι αυτή που οδηγεί στην υπέρβαση του φόβου. Κι ας χρειαστεί να πηδήξουν τα κάγκελα για να παίξουν στις κλειδωμένες παιδικές χαρές, αφήνοντας τους γονείς έξω από τις περίκλειστες κούνιες. Τα παιδιά και το παιχνίδι στους κοινούς χώρους είναι ο διαμεσολαβητής για τη γνωριμία των γονιών μεταξύ τους σε πολλές περιπτώσεις. Ομως, πέρα από τον ρατσισμό, είναι η κρίση και η έντονη αστυνόμευση που έχουν περιχαρακώσει τα δημόσια σημεία συνάντησης και επαφής μετατρέποντάς τα σε έρημα αστικά τοπία. Κατά τ' άλλα Ελληνες και Ευρωπαίοι μετανάστες περιορίζουν τα παιδιά τους στο σπίτι από τον φόβο των ναρκωτικών και των εγκληματικών δικτύων που δρουν στην περιοχή, με αποτέλεσμα μερικά να παρουσιάζουν συμπτώματα εθισμού στους υπολογιστές και στην τηλεόραση. Αλλοι -κυρίως αλλοδαποί γονείς- τα ενθαρρύνουν να καλούν φίλους στο σπίτι ή να πηγαίνουν στα σπίτια άλλων.

 

Δραματικά τα λόγια ενός Πακιστανού πατέρα: «Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τα παιδιά είναι που εμείς είμαστε ξένοι». Η ανασφάλεια και η καχυποψία οδηγεί ακόμη και προσωπικές διαφωνίες να ανάγονται σε διαπολιτισμικές διαφορές. Δεν λείπουν και αντίθετα παραδείγματα, όπως η Ινδονήσια συμμαθήτρια του δημοτικού που διδάσκει αγγλικά στην αλβανικής καταγωγής συμμαθήτριά της, ακόμη και πλατείες που παίζουν «όλοι μαζί πάντα τα απογεύματα».

 

Κορυφαίο πρόβλημα επίσης η πρόσβαση σε δημοτικούς βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς για τα παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ωστόσο ορισμένες μεταναστευτικές οργανώσεις έχουν στήσει παιδικούς σταθμούς, νηπιαγωγεία και μονάδες φροντίδας παιδιών απαντώντας σε αυτές τις ανάγκες με χαμηλό κόστος φιλοξενώντας ακόμη και ελληνόπουλα.

 

Μπορεί να υπάρχουν άπορες οικογένειες αλλά στο δείγμα κυριαρχεί η οικονομική ανασφάλεια, ενώ η αγωνία της «φτωχοποίησης» είναι εμφανής σε όλες τις συνεντεύξεις. Οι ελλείψεις κρατικών δομών φροντίδας και υποστήριξης της εκπαίδευσης, η δυσκολία κάλυψης βασικών αναγκών των παιδιών (εξωσχολικές δραστηριότητες, φροντιστήριο, έλλειψη διεξόδων εκτόνωσης), η αντίληψη πως η παραπαιδεία αποτελεί συστατικό στοιχείο της εκπαίδευσης που αμφισβητεί τη δημόσια και δωρεάν παιδεία αποτελούν ακόμη μερικά από τα ευρήματα της έρευνας.

 

Οι ανάγκες που μένουν ανεκπλήρωτες αποκαλύπτουν και το κράτος πρόνοιας που ποτέ δεν λειτούργησε αποτελεσματικά: ειδικά αυτές που αφορούν τα παιδιά, όπως ενισχυτική διδασκαλία, διδασκαλία σε παιδιά με ειδικές ανάγκες, μαθήματα ξένων γλωσσών, αθλητικές, καλλιτεχνικές δραστηριότητες κ.ά

 

Διάχυτη είναι και η δυσπιστία προς το ελληνικό κράτος. Η γραφειοκρατία αναφέρεται ως πρόβλημα από τους παλαιότερους που η προοπτική να αποκτήσουν τα παιδιά τους την ελληνική ιθαγένεια τους φαίνεται λογική εφόσον τα γέννησαν και μεγάλωσαν εδώ, αλλά είναι δύσπιστοι καθώς το ελληνικό κράτος τούς επιφυλάσσει γενικότερα μια αρνητική αντιμετώπιση. Οσο για τους μη Ευρωπαίους, η εικόνα από τη διοίκηση είναι αρνητική: «Μας φέρονται σαν ζώα» λένε. Αρκετοί μεταβατικοί μετανάστες όπως και οι οικογένειές τους, που θέλουν να φύγουν και αδυνατούν ή διστάζουν λόγω προβλημάτων στη διαδικασία να ζητήσουν άσυλο, αντιμετωπίζουν πρόσθετες δυσκολίες: στερούνται πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, ακόμη και σε εκπαιδευτικές δομές υγείας ή φροντίδας, αδυνατούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες, ενώ οι άντρες φοβούνται ιδιαίτερα γιατί αποτελούν τον κατεξοχήν στόχο της ρατσιστικής βίας ή των αστυνομικών επιχειρήσεων.

 

Σύμφωνα με τους ερευνητές (Νέλλη Καμπούρη, Δημήτρης Παρσάνογλου, Παύλος Χατζόπουλος), ο φόβος είναι από τα πιο σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν ως συνέπεια του κυρίαρχου λόγου που αναπαράγεται από τα ΜΜΕ και θεωρεί τη μετανάστευση συνιστώσα της παραβατικότητας, με αποτέλεσμα να απουσιάζουν οι προοπτικές συνύπαρξης από τον λόγο των Ελλήνων γονιών, ενώ οι προκαταλήψεις και τα στερεότυπα καταδικάζουν πολλά παιδιά στην κοινωνική απομόνωση. Αντίθετα, οι δημιουργικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να γίνουν όχημα αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

 

Ο πρώτος απολογισμός

 

Το «εργαστήρι πολιτισμού» μόλις συμπλήρωσε τέσσερις μήνες καθημερινής λειτουργίας από το πρωί ώς το απόγευμα, ακόμη και τα Σαββατοκύριακα. Κάρτα μέλους έχουν 300 παιδιά από το νηπιαγωγείο και όλες τις τάξεις του δημοτικού. Τουλάχιστον τα μισά είναι ενεργά μέλη και συμμετέχουν στις ποικίλες δημιουργικές ομάδες, ενώ από τα υπόλοιπα 42 είναι στη χορωδία Πολυφώνικα, 30 στη θεατρική ομάδα της δημοτικής βιβλιοθήκης και περίπου 60 δανείζονται λιγότερο τακτικά βιβλία. Εχουν πραγματοποιηθεί πολλές εκδηλώσεις, επισκέψεις σε μουσεία, αλλά και παρακολουθήσεις παραστάσεων.

 

Στον απολογισμό τους συμπεριλαμβάνεται ακόμη η ικανοποίηση περισσότερων από 30 αιτημάτων για νομική, ψυχολογική και κοινωνική υποστήριξη, καθώς και διατροφή.

 

Για όλες τις δραστηριότητες ευχαριστούν θερμά όχι μόνο τους εθελοντές αλλά και ΜΚΟ τής περιοχής, ενώ αρωγό είχαν, πέρα από το Ιδρυμα Νιάρχου που συνέβαλε στην απόκτηση της στέγης τους, και τον Δήμο Αθηναίων.

…………………………………………………………………………………………………………………………….

 

Η έρευνα έγινε από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 2012 με 169 συνεντεύξεις κατοίκων, εκ των οποίων 82 Ελληνες και οι υπόλοιποι αλλοδαποί είτε από την Ευρώπη (Αλβανία, Πολωνία, Ρουμανία, Βουλγαρία κ.α.) είτε άτομα που κατάγονται από Αφγανιστάν, Συρία, Αίγυπτο, Μπανγκλαντές, Ιράν, Κίνα κ.α.

 

Ακόμη έγιναν συνεντεύξεις με εκπροσώπους φορέων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή: αστυνομία, δημοτικές αρχές, εκπαιδευτικούς, ΜΚΟ, μεταναστευτικές οργανώσεις.

 

Τα 2/3 όσων μίλησαν ήταν γυναίκες, με πολυπληθέστερη ηλικιακή ομάδα αυτή των 40-50 ετών στην περίπτωση των Ελλήνων, ενώ στην περίπτωση των μεταναστών η πλειοψηφία ήταν 30-40 ετών.

 

Υπεύθυνοι ήταν οι ερευνητές Νέλλη Καμπούρη, Δημήτρης Παρσάνογλου, Παύλος Χατζόπουλος, ενώ στην εκπόνηση της έρευνας βοήθησαν δεκάδες εθελοντές.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………

 

 Όλοι ψάχνουν το κάτι παραπάνω για τα παιδιά τους

  

Πολλές διαφορετικές καταγωγές μαζί, πυκνότητα πληθυσμού και οικογένειες με παιδιά που πηγαίνουν σχολείο, γεγονός που διευκολύνει την επικοινωνία και την ανάπτυξη σχέσεων, ήταν οι αποφασιστικοί λόγοι για τη δημιουργία εκεί του Εργαστηρίου Δημιουργικής Απασχόλησης από το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, σύμφωνα με την πρόεδρό του Μυρσίνη Ζορμπά.

 

Κι ακόμη και οι ίδιες οι ανάγκες των κατοίκων, όπως καταγράφηκαν στην έρευνα που προηγήθηκε με τη συμμετοχή πολλών εθελοντών: «Θέλαμε να δούμε ποια είναι η κατάσταση, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες και διαπιστώσαμε πως πέρα από τον φόβο, που είναι μεγάλος αφού δεν αφήνουν τα παιδιά να κυκλοφορήσουν μόνα τους ούτε καν για να πάνε στην απέναντι πολυκατοικία, είναι κοινή η επιθυμία για ελεύθερους χώρους, αλλά αυτό που ποθούν περισσότερο απ' όλα και παρά τις οικονομικές δυσκολίες θεωρούν ότι είναι το κάτι παραπάνω για τα παιδιά τους, θεωρούν σημαντικές τις συμπληρωματικές εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες και όλοι ανεξαιρέτως προσδοκούν να είναι χαρούμενα και ευτυχισμένα. Ετσι προσπαθήσαμε να στήσουμε το εργαστήρι με βάση αυτές τις διαπιστώσεις, τις ανάγκες των γονιών αλλά και τη γνώμη των ίδιων των παιδιών» συνεχίζει η «ψυχή» του Δικτύου.

 

«Πιστεύουμε ότι οι δημιουργικές δραστηριότητες θα μπορούσαν να γίνουν όχημα αμοιβαίας εμπιστοσύνης ως απάντηση στον φόβο και την καχυποψία» μας λέει εξηγώντας μας πως ξεκίνησαν τη δημιουργία μαζί με τα παιδιά μιας βιβλιοθήκης, επιλέγοντας τα βιβλία, συζητώντας για τις «οικογένειές» τους, ταξινομώντας τα, δίνοντας έτσι ζωή σε μια αφηρημένη έννοια. Η πρωτοβουλία αγκαλιάστηκε από την πρώτη στιγμή με ενθουσιασμό και έγινε κοινωνός των ελλείψεων σε δομές της περιοχής: «Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για απασχόληση των παιδιών προσχολικής ηλικίας κι αυτό το βλέπουμε από τα μικρότερα παιδιά που έρχονται για παιχνίδια και συμμετοχή στις διάφορες δραστηριότητες».

 

Η γνωριμία με τη γειτονιά μάλιστα ενθουσίασε μικρούς και μεγάλους δείχνοντας ότι τα συστατικά της επιτυχίας είναι απλά: «Υπάρχει ένα πολιτιστικό κεφάλαιο στο κέντρο της πόλης, το οποίο επιχειρήσαμε να ανακαλύψουμε και να αξιοποιήσουμε. Κάναμε συναντήσεις ξενάγησης στη γειτονιά που αποδείχτηκαν από τις πιο επιτυχημένες δραστηριότητες. Στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας, στην Πιπίνου, μας ξενάγησε ο ίδιος ο πρόεδρος, ενώ εδώ κοντά είναι η Φιλαρμονική, ο Κύκλος Παιδικού Βιβλίου στην Μπουμπουλίνας, η Εταιρεία Συγγραφέων στη Κοδριγκτώνος, πολιτιστικοί σύλλογοι, η Σχολή Σταυράκου και τόσοι ακόμη χώροι με τους οποίους είμαστε σε επαφή. Ανακαλύπτοντας τη γειτονιά, βγαίνοντας έξω, φωτογραφίζοντας τα κτίρια και τοποθετώντας τα στη συνέχεια στον χάρτη έγινε μια εξοικείωση με τα μέσα αλλά και τον έξω κόσμο, που δείχνει ότι ο τρόπος για να κάνεις πράγματα είναι μέσα από συνεργασίες, πληροφόρηση, στοιχειώδη οργάνωση». Μας μιλά συνέχεια για τους εθελοντές, στις ιδέες και τη δουλειά των οποίων βασίζει τη λειτουργία του εργαστηρίου. Οπως όταν αποφάσισαν να κάνουν οντισιόν στον χώρο του εργαστηρίου για τη χορωδία της φιλαρμονικής και η ανταπόκριση ήταν αναπάντεχη: «Είδαμε ξαφνικά Ρωσίδες μητέρες να συρρέουν γιατί το τραγούδι και η μουσική είναι σημαντικά στην κλίμακα αξιών τους και δεν είχαν τρόπο να το εκφράσουν».

 

Scroll to top