Της Ελενας Βαρίνου
Αυστηρή οδηγία -με διπλό αποδέκτη- απέστειλαν οι οικονομικοί εισαγγελείς σχετικά με τη διερεύνηση από το ΣΔΟΕ της περιουσιακής κατάστασης των συγγενών του Γ. Παπακωνσταντίνου, επισημαίνοντας πως η ταχύτητα του ελέγχου δεν θα πρέπει να αποβεί εις βάρος της πληρότητας και της ποιότητάς του.
Η υπόδειξη, που προφανώς απευθύνεται και προς τα μέλη της προανακριτικής επιτροπής της Βουλής που διενεργούν την έρευνα για τη λίστα Λαγκάρντ στο κομμάτι της αξιοποίησης των δεδομένων, αναφέρεται στα πρώτα τραπεζικά στοιχεία που κοινοποίησε στις εισαγγελικές αρχές η Περιφερειακή Διεύθυνση Αττικής, από τα οποία και προκύπτει πως οι εξαδέλφες του πρώην υπουργού Οικονομικών, Ελένη και Μαρία Παπακωνσταντίνου, καθώς και οι σύζυγοί τους Συμεών Συκιαρίδης και Ανδρέας Ρωσσώνης σχετίζονται με λογαριασμούς σε 11 ελληνικές τράπεζες, από τις οποίες ωστόσο αναμένονται περαιτέρω διευκρινίσεις. Τα στοιχεία ζητήθηκαν από τη Δίωξη Οικονομικού Εγκλήματος –που διερευνά κατά προτεραιότητα τα οικονομικά των τεσσάρων προσώπων– προκειμένου να συγκριθούν οι εγχώριες καταθέσεις τους με το ύψος των λογαριασμών που φέρονται να διατηρούν (οι τρεις εξ αυτών) στην ελβετική τράπεζα HSBC ώστε να εξαχθούν ακριβή συμπεράσματα.
Λαμβάνοντας τον σχετικό πίνακα –ο οποίος κοινοποιήθηκε ταυτόχρονα και στην προανακριτική επιτροπή– οι κ. Πεπόνης και Μουζακίτης απέστειλαν χθες απαντητικό έγγραφο με το οποίο:
• Μέμφονται εμμέσως τα τραπεζικά Ιδρύματα, λόγω του «ελλειμματικού χαρακτήρα» των στοιχείων που διαβίβασαν στο ΣΔΟΕ, η μορφή κυρίως των οποίων (σ.σ. έντυπη και όχι ηλεκτρονική) καθιστά δυσχερή τον βαθμό της αξιοποίησής τους.
• Επισημαίνουν την προσοχή των στελεχών της Δίωξης στο ότι το πόρισμα που θα εκδώσουν (ύστερα από τη σχετική εισαγγελική παραγγελία) θα πρέπει να συγκροτηθεί αφού ολοκληρωθεί στο ακέραιο ο απαραίτητος έλεγχος επί του συνόλου των στοιχείων. Στο σημείο αυτό οι εισαγγελείς διαθέτουν την άμεση συνδρομή τους.
• Επαναλαμβάνουν την ανάγκη της ταχείας διεξαγωγής του ελέγχου, υπογραμμίζοντας ωστόσο πως «η ταχύτητα αυτή δεν θα πρέπει να αποβεί εις βάρος της πληρότητος και της ποιότητος τούτου».
Την ίδια στιγμή, ερωτήματα προκαλεί η επιστολή που έστειλε προ τριών ημερών ο πρόεδρος της προανακριτικής επιτροπής και με την οποία ζητεί από τον διευθυντή της Περιφερειακής Διεύθυνσης Αττικής του ΣΔΟΕ, Ν. Παναγιωτόπουλο, να διαβιβάσει «εντός δύο ημερών» τα συγκεκριμένα στοιχεία. Ο κ. Μαρκογιαννάκης επικαλείται μάλιστα προς επίρρωσιν πληροφορίες προερχόμενες από τον πρόεδρο του Δ.Σ. της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών, Γ. Ζανιά, καθώς και από τον γεν. γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων, Χ. Θεοχάρη, πως από τις τράπεζες «έχουν αποσταλεί στην υπηρεσία σας τα αιτηθέντα από εσάς στοιχεία που αφορούν τα μέλη της οικογενείας Παπακωνσταντίνου».
Στο χρονοδιάγραμμα που προσδιόρισε ο Χρ. Μαρκογιαννάκης -το οποίο πάντως τοποθετεί στον «αέρα» η θέση των εισαγγελικών αρχών- ανταποκρίθηκε το ΣΔΟΕ, προσκομίζοντας στην προανακριτική επιτροπή διά του προϊσταμένου της αρμόδιας υπηρεσίας, Π. Μαντούβαλου, τον πίνακα με τα στοιχεία των τραπεζών.
Την ενέργεια του προέδρου της προανακριτικής που δρομολόγησε τη συγκεκριμένη εξέλιξη κατήγγειλαν στη συνέχεια οι βουλευτές που εκπροσωπούν τον ΣΥΡΙΖΑ στην επιτροπή. Στην ανακοίνωση που εξέδωσαν οι Θεόδ. Δρίτσας, Στ. Κοντονής και Ζωή Κωνσταντοπούλου, διατυπώνουν σειρά ερωτημάτων, που αφορούν αφενός τη διαθεσιμότητα των τραπεζών αλλά και τη συνολική λειτουργία του ΣΔΟΕ, αφετέρου την επιστολή και το επιχείρημα του κ. Μαρκογιαννάκη προς το Σώμα.
«Πώς είναι δυνατόν οι κ.κ. Γ. Ζανιάς (πρώην υπουργός Οικονομικών, πρώην επικεφαλής του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων του ΥΠΟΙΚ) και Χ. Θεοχάρης (γεν. γραμματέας Πληροφοριακών Συστημάτων επί υπουργίας Ευάγγ. Βενιζέλου) να φέρονται να «πληροφορούν» τον πρόεδρο της επιτροπής «ότι έχουν αποσταλεί στο ΣΔΟΕ όλα τα στοιχεία», ενώ αυτό αποδεικνύεται ότι δεν συμβαίνει και πώς είναι δυνατόν «ο κ. Μαρκογιαννάκης να ζητεί πόρισμα εντός δύο ημερών επί ελλιπών στοιχείων;» απορούν στο κείμενό τους οι βουλευτές.
Υποστηρίζοντας δε πως «κάποιοι βιάζονται να κλείσει η υπόθεση χωρίς να έχουν αναζητηθεί ή συλλεγεί τα κρίσιμα στοιχεία», καταλήγουν σημειώνοντας ότι «ο λαός δεν είναι κουτός – και η ταυτότητα ή η ταύτιση προσώπων, καταστάσεων και κομμάτων μιλάει από μόνη της».