Pin It

Ηταν μόλις ένα χρόνο μεγαλύτερός μου. Αλλά τη διαφορά ανάμεσά μας δεν την ένιωθα σαν ηλικιακή.

 

Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά

 

Ηδη από την ημέρα που τον γνώρισα -πρέπει να 'μουν δεκατριών ή δεκατεσσάρων ετών- ένιωσα πως τον άνθρωπο αυτόν δεν θα μπορούσα ποτέ όχι μόνο να τον φτάσω, αλλά ούτε καν να τον μιμηθώ. Και γι' αυτόν ίσως τον λόγο γίναμε αχώριστοι. Μαζί του άρχισα να ανιχνεύω τα μυστήρια του έρωτα, της ζωής και του θανάτου. Και μαζί του άρχισα να προβληματίζομαι για την πολιτική και για τη στάση μου απέναντι στα πράγματα και την ιστορία. Την εφηβική ιστορία της μύησής μου στον κόσμο -το Bildungsroman μου- τη βίωσα μαζί του αντλώντας από την αστείρευτη ζωογόνο του δύναμη. Μιλώντας γι' αυτόν, μιλάω λοιπόν κατ' ανάγκην και για τον εαυτό μου. Γι' αυτό που ήμουν, γι' αυτό που δεν ήμουν, γι' αυτό που ήθελα να είμαι, γι' αυτό που ήλπιζα πως κάποτε ίσως θα γίνω. Γνωρίζω βέβαια καλά πόσο επιλεκτική, ανεπαρκής και παραπλανητική είναι η μνήμη, κυρίως όταν αναπλάθεται κατά παραγγελίαν. Τις λίγες αυτές γραμμές, όμως, τις χρωστώ όχι τόσο σε αυτόν όσο στον εαυτό μου. Και αν χρειάστηκε να περάσουν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του για να μπορέσω να μιλήσω για τη συμβολή του στη σκέψη και την «επιστήμη» και άλλα είκοσι για να μιλήσω, τώρα από τη σελίδα αυτή, για το πρόσωπό του, αυτό ήταν επειδή φοβόμουν τις λέξεις. Ηλθε πια η ώρα να μην τις φοβάμαι. Το αντίθετο. Αιχμαλωτίζοντας το άρρητο σε κλειστές νοηματικές κατασκευές, οι λέξεις διευκολύνουν μια μνήμη που, από τη στιγμή που καταλάγιασαν τα όρια της οδύνης, είναι πια ευπρόσδεκτη.

 

Δεν θα μιλήσω λοιπόν για το έργο του φίλου μου αλλά για το πρόσωπό του. Και θα απομονώσω ένα και μόνο χαρακτηριστικό του, εκείνο που διατηρείται πάντα αναλλοίωτο. Το γέλιο του. Ισως γιατί το γέλιο του καθένα είναι χαρακτηριστικό και αμίμητο. Υπάρχουν γέλια ευγενώς συμβατικά, γέλια πνιχτά ή αθόρυβα, γέλια κακαριστικά και υστερικά, γέλια υποκριτικά και «στρατηγικά», γέλια συγκρατημένα, επιφυλακτικά και αμήχανα μιας ενδοστρέφειας, που δεν αποτείνονται παρά σε έναν έμφοβο εαυτό, ή ακόμα και γέλια αποκρουστικά στην τσιγκούνικη ετερονομία τους. Και στον αντίποδα, υπάρχουν τα αυτοφυή και θαρραλέα γέλια, που πηγάζουν αναπάντεχα και σε κάθε στιγμή από τη δοτική και μεταδοτική απόλαυση. Τέτοιο ήταν το γέλιο του Πουλαντζά, εκρηκτικό, γάργαρο, πηγαίο και ανεπιτήδευτο. Οπως το χαμόγελο του γάτου του Τσέσαϊρ, που εξακολουθούσε να αχνοφαίνεται ακόμα και όταν ο γάτος είχε εξαφανιστεί, έτσι και το ανεπανάληπτο αυτό γέλιο γοήτευε ακόμα και όταν είχε ξεθυμάνει.

 

Γενναιόδωρος

 

Στα αυτιά μου ακόμα αντηχεί ο ασυγκράτητα θορυβώδης σκωπτικός ποταμός που κατέκλυε ό,τι έβρισκε στο διάβα του. Μετουσίωνε την αδυσώπητη ειρωνεία του σε αστείρευτη πηγή χαράς, δικής του αλλά και όλων των άλλων. Τα αντικείμενα του πόθου του δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να τα εξερευνά και να τα απολαμβάνει μόνος του. Ο καθρέφτης του δεν του έφτανε. Μοιραζόταν πάντα την ικανοποίησή του και τον ναρκισσισμό του με τους άλλους, τους φίλους, αλλά και τους λιγότερο φίλους. Και γι' αυτόν ίσως τον λόγο δεν είχε συνείδηση του φθόνου που συχνά ενεργοποιούσε.

 

Εχοντας πάντα ανάγκη να παρασύρει ακόμα και τα κατά καιρούς «θύματα» του σκώμματός του στη δίνη των δικών του υπαρξιακών αγωνιών και απολαύσεων, δεν είχε ούτε τον καιρό ούτε την ανάγκη να ασχολείται με τις αδόκητες παρενέργειες της εκρηκτικής του προσωπικότητας. Ηταν γενναιόδωρος και γενναιόψυχος, όχι από ηθική επιλογή αλλά από την ίδια του την ακαταμάχητη φύση. Αν και δεν φαινόταν να σέβεται τίποτα και κανέναν, ήταν απέραντα ευσεβής μπροστά στην υπόθεση της ζωής.

 

Και γι' αυτό ίσως ο θάνατός του εξέπληξε και συντάραξε τόσο πολλούς. Οπως συμβαίνει μόνο με τους μεγάλους καλλιτέχνες, στην κηδεία του όλοι, ακόμα και εκείνοι που τον φθονούσαν ανομολόγητα, έκλαιγαν γοερά. Θρηνούσαν την ήττα της ζωής από τον θάνατο, την ήττα της ακατάσχετης ζωογόνου ορμής από την ανακουφιστική ακινησία. Πόσο μάλλον που κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει «γιατί» έγινε αυτό που έγινε. Οταν, μετά από πολλά χρόνια, ρωτήθηκε η Αννυ Λεκλέρ, η γυναίκα του, απάντησε: «Μόνο ο Θεός ξέρει». Και ήταν άθεη. Απάντηση λοιπόν δεν υπάρχει. Μαζί με το επώδυνα ανεπούλωτο τραύμα όσων τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, το ερώτημα όμως παραμένει. Δεν πιστεύω βέβαια στη μοίρα. Καμιά φορά όμως, οι Θεοί φαίνεται να την προδιαγράφουν συνωμοτώντας ύπουλα και μυστικά ενάντια στους θνητούς. Προικίζοντας τον Πουλαντζά με την απόλυτη εύνοιά τους, δωρίζοντάς του το μυαλό του, τη δύναμή του, τη φιλοδοξία του, τη γοητεία του και το γέλιο του, τον άφηναν έκθετο σε μιαν Υβρη που πάντα επιζητεί τη Νέμεση. Και γι' αυτό ίσως φρόντισαν να εκφέρουν αμφίσημους χρησμούς, που μόνον οι ίδιοι ήσαν σε θέση να αναγνώσουν.

 

Πράγματι, κατά κάποιον τρόπο η τραγωδία είχε προαναγγελθεί, ίσως από παλιά. Θυμάμαι τον Νίκο στις τελευταίες τάξεις του σχολείου. Ηταν λαμπρός μαθητής, του 18 όμως, όχι του 20. Πράγμα που επέσυρε τη συνεχή μήνιν της Μανιάτισσας μάνας του, που δεν σταματούσε να του προβάλλει υπόδειγμα τον ελάχιστα μεγαλύτερο φίλο του, Αντώνη Μ. «Δες τον Αντώνη», του 'λεγε όταν ερχόταν ένας έλεγχος όπου είχε βαθμό 10 στα Θρησκευτικά ή 11 στα Τεχνικά. «Πάρε επιτέλους παράδειγμα από τον φίλο σου που δεν έχει πέσει ποτέ κάτω από το 20. Ντροπή σου, Νίκο, αυτό είναι το μόνο που έχω να σου πω. Συνετίσου». Τότε, βέβαια, ο Νίκος αντιδρούσε δυσανασχετώντας, κοροϊδεύοντας ή υψώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. Φαίνεται όμως πως τελικά οι μητρικές νουθεσίες έπιασαν τόπο. Αν ο Νίκος δεν ξεπέρασε ποτέ τον Αντώνη στο σχολείο, τον ξεπέρασε στη ζωή. Οχι όμως και στον θάνατο.

 

Το τίμημα ήταν και για τους δύο το ίδιο. Αρκετά χρόνια μετά την αποφοίτησή του, ο Αντώνης πήδηξε από το μπαλκόνι του σπιτιού του. Με καθυστέρηση, τον ακολούθησε ο Νίκος. Για την ειρωνεία της ιστορίας φταίνε οι άνθρωποι. Για τη βασκανία της μοίρας μόνον οι Θεοί.

Scroll to top