Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

 

Πέτρος Μάρκαρης «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Μυθιστόρημα. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 323.

 

Οποιος πλήττει με το σκάκι, θα βρει ανιαρά τα έργα του Πέτρου Μάρκαρη, αφού η δομή σχεδόν όλων περιλαμβάνει την ίδια σκακιέρα: την Αθήνα δηλαδή και τα ίδια βασικά, επαναλαμβανόμενα, μοτίβα που διαπλέκονται κάθε φορά σε διαφορετική πλοκή (ο αστυνόμος Χαρίτος, η τετραπέρατη γυναίκα του, ο κομμουνιστής φίλος του, τρεις-τέσσερις φόνοι, τα λεξικά και οι δι’ αυτών ερμηνείες της πραγματικότητας κ.ά.). Αυτά ο αναγνώστης πρέπει να περιμένει, όπως τα πιόνια πάνω στη σκακιέρα, και να μετακυλίσει το ενδιαφέρον του στο πώς αυτά θα συνδυαστούν, αφ' ενός για να προωθήσουν την υπόθεση κι αφ' ετέρου για να διερευνήσουν το υπέδαφος του σαθρού κοινωνικοπολιτικού συστήματος.

 

Ο συγγραφέας ξεκινά το βιβλίο του ακόμα πιο δυναμικά σε σχέση με τα προηγούμενα έργα του, καθώς πετάει με σφοδρότητα τον αναγνώστη στο εφιαλτικό σενάριο μιας Ελλάδας με δραχμή, με στάση πληρωμών, με συλλογικό ανασκούμπωμα αλλά και με ακροδεξιές επιθέσεις. Η μελλοντολογική αυτή κατάσταση αποδεικνύεται επαρκής συνθήκη, για να διερευνηθεί η αντίδραση του ελληνικού λαού, από τον απλό πολίτη μέχρι την καιροσκοπική ως συνήθως εξουσία κι από τις ακραίες πολιτικές δυνάμεις μέχρι τους επιχειρηματίες του τόπου. Ενας από αυτούς, παλιός αγωνιστής του Πολυτεχνείου και νυν μεγαλοεργολάβος των ολυμπιακών έργων, σκοτώνεται, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου προς διάφορες κατευθύνσεις. Ακολουθούν δύο άλλοι φόνοι, στιγματισμένοι με το σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», για τους οποίους ο μεσήλικας αστυνόμος προσπαθεί να ανακαλύψει, ανάμεσα σε θεωρίες τρομοκρατίας και ακροδεξιές απειλές, ποιος είναι ο ένοχος.

 

Ο Π. Μάρκαρης, ακόμα εντονότερα από τα προηγούμενα βιβλία του, ακόμα εντονότερα κι από τα άλλα δύο έργα της τριλογίας («Ληξιπρόθεσμα δάνεια», 2010 και «Περαίωση», 2011), χαρτογραφεί την οικονομική κρίση και προσπαθεί ―έστω κι αν δεν είναι πάντα πειστικός― να δείξει πώς θα είναι η Ελλάδα εκτός ευρώ. Πάντοτε πίστευε και εφάρμοζε την αρχή ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι πρώτιστα κοινωνικό και γι’ αυτό στο προκείμενο έργο η πολιτική ματιά, πολιτική με την ευρύτερη έννοια, υπερισχύει της διαλεύκανσης των φόνων. Εξ αρχής η κάμερα εστιάζει στη μέση ελληνική οικογένεια που ξυπνάει ανήμερα Πρωτοχρονιάς του 2014 με δραχμή και την παρακολουθεί καθώς προσπαθεί να επιβιώσει χωρίς μισθό, για τρεις μήνες. Πλάνα ανάλογα μεταφέρουν στον αναγνώστη τη ζοφερή εικόνα των αστέγων, των ξενοίκιαστων μαγαζιών, της έλλειψης βενζίνης κ.λπ., πλάνα που αποτυπώνουν ―εν μέρει με δημοσιογραφικό λόγο (και γι’ αυτό κάπως άχρωμα) και εν μέρει με μυθιστορηματικό― το νέο τοπίο που διανοίγεται στη χρεοκοπημένη πλέον Ελλάδα.

 

Εν τέλει βέβαια όλη αυτή η κοινωνική παθογένεια θα αποτελέσει και τη μήτρα, μέσα στην οποία θα βρουν ευκαιρία οι δολοφόνοι να τιμωρήσουν τη γενιά του Πολυτεχνείου. Πολλοί εκπρόσωποί της καπηλεύτηκαν τις δάφνες της συνεισφοράς τους στην αντιχουντική αντίσταση και αναρριχήθηκαν είτε στις επιχειρήσεις, σε διαπλοκή με την πολιτική ηγεσία, είτε στα πανεπιστήμια, με δημοσιοσχετίστικο τρόπο, είτε στον συνδικαλισμό, όπου έδεναν κι έραβαν. Το έργο του Π. Μάρκαρη αξίζει ακριβώς επειδή οδηγεί τη σκέψη σε μια γενικότερη κοινωνική αυτογνωσία: η εύκολη εγκαθίδρυση της γενιάς αυτής οδήγησε στη γενικότερη νοοτροπία της άκοπης προόδου και της πολιτικής ασυλίας, η οποία μακροπρόθεσμα οδήγησε στη σημερινή κρίση.

 

Ο συγγραφέας, παρ' όλο που τηρεί τις συμβάσεις του είδους, αφού στο τέλος οι δολοφόνοι συλλαμβάνονται, δικαιολογεί απόλυτα τις πράξεις τους και βρίσκει κοινωνικά και ηθικά νομιμοποιημένη την προσπάθειά τους να αποδώσουν ευθύνες σε μέλη μιας φουρνιάς ανθρώπων που εκμεταλλεύθηκαν τις συγκυρίες για να κερδοσκοπήσουν. Και σε άλλα έργα του ο συγγραφέας αποδέχεται ένα είδος τιμωρίας, άτυπης και εκτός νόμου, τιμωρίας που θα έλθει να καθαρίσει ―σε συμβολικό επίπεδο― όσους πλούτισαν σε βάρος της ελληνικής κοινωνίας, εκμεταλλεύτηκαν τη θέση τους για να αναρριχηθούν σε κομβικές θέσεις. Ο Πέτρος Μάρκαρης ακολουθεί χρόνια τώρα με μεγάλη αποδοχή τη διεθνή πορεία του αστυνομικού μυθιστορήματος, το οποίο χρησιμοποιεί την πλοκή σαν άλλοθι, σαν δέλεαρ, για να μιλήσει για κάτι πιο ουσιαστικό: το πώς ο άνθρωπος φθείρεται από την πολιτική και κοινωνική σήψη και πώς το έγκλημα είναι απότοκος μιας τέτοιας διασαλευμένης κοινωνικής ομαλότητας.

 

 

 

 

Scroll to top