Pin It

Ιδέες, παλιές και νέες

 

Από τον Θανάση Γιαλκέτση

 

Ο Καρλ Μαρξ ήταν εκείνος ο οποίος έδωσε στη λέξη «ριζοσπάστης» ένα βαθύ νόημα, που στις μέρες μας φανερώνεται από πολλές απόψεις εξαιρετικά επίκαιρο. Το 1843, στην «Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου», ο 25χρονος Μαρξ σημείωνε ότι η θεωρία, για να μπορέσει να γίνει υλική δύναμη, πρέπει να κατακτήσει τις μάζες. Και προκειμένου να κατακτήσει τις μάζες πρέπει να γίνει ριζοσπαστική. Ο Μαρξ διευκρίνιζε: «Ριζοσπαστική σημαίνει να πιάνει τα πράγματα από τη ρίζα. Η ρίζα όμως για τον άνθρωπο είναι ο ίδιος ο άνθρωπος». Ο ριζοσπαστισμός του νεαρού Μαρξ οδηγούσε στη διδαχή «ότι ο άνθρωπος είναι το υπέρτατο ον για τον άνθρωπο, δηλαδή στην κατηγορική επιταγή της ανατροπής όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλειμμένο, περιφρονημένο». Ο ώριμος Μαρξ έστρεψε το ερευνητικό του βλέμμα στις βαθύτερες ρίζες της κοινωνικής πραγματικότητας και ανέλυσε τους μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Ενα παρόμοιο κριτικό βλέμμα στη σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία χρειαζόμαστε και σήμερα. Αυτό υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ο Πιέτρο Μπεβιλάκουα στο βιβλίο του «Elogio della radicalità» (Laterza, 2012). Ο Μπεβιλάκουα είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης La Sapienza. Το άρθρο του που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Manifesto».

 

Habent sua fata verba. Ακόμα και οι λέξεις έχουν τη δική τους μοίρα στο θορυβώδες σύμπαν της δημόσιας συζήτησης. Ο όρος μετριοπαθής, για παράδειγμα, είναι από εκείνους που φαίνεται να χαρίζουν μιαν άφθαρτη εύνοια, η οποία διαρκώς ανανεώνεται. Γιατί όμως ο όρος μετριοπαθής απολαμβάνει τόση δημόσια εύνοια; Αυτός ο όρος εισπράττει καταχρηστικά τα αναμφίβολα προτερήματα της ηθικής αρετής που όριζε αρχικά. Η μετριοπάθεια είναι μια αξιέπαινη ιδιότητα του σοφού και πράου ανθρώπου, ο οποίος αποφεύγει τις υπερβολές.

 

Πρόκειται για ένα ιδεώδες ανθρωπιάς που ο ρωμαϊκός πολιτισμός προέτασσε στην ιεραρχία των αξιών του. Αλλά η μετάβαση από την ηθική του ανθρώπου στην πολιτική πάλη και στη στρατηγική των κομμάτων δεν φαίνεται να αφήνει αναλλοίωτη αυτή τη θαυμαστή αρετή. Γιατί η πολιτική μετριοπάθεια σήμερα δεν είναι αρετή, αλλά είναι αντίθετα η προφανής διαστρέβλωση μιας μεταρρυθμιστικής πολιτικής; Αυτά που της δίνουν αυτόν τον στρεβλό χαρακτήρα είναι πολλά και πολύπλοκα φαινόμενα, που μπορεί να συνοψιστούν στον μετασχηματισμό που έχουν υποστεί τα πολιτικά κόμματα. Ολα πράγματι τα κόμματα –με εξαίρεση εκείνα που ορίζονται ριζοσπαστικά- αναζητούν σήμερα το «κέντρο», έτσι όπως κάποτε οι μεσαιωνικοί ιππότες αναζητούσαν το ιερό δισκοπότηρο. Αποβλέπουν, δηλαδή, στο να τοποθετηθούν σε μιαν ενδιάμεση θέση, μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, με σκοπό να αντιπροσωπεύουν τα «μεσαία» συμφέροντα, που φαντάζονται ότι είναι κυρίαρχα στην κοινωνία. Είναι μια επιλογή που στοχεύει στην εκλογική επιτυχία και που δεν διαθέτει κανένα σχέδιο μετασχηματισμού της κοινωνίας.

 

Οι «μετριοπαθείς» υιοθετούν τις υπάρχουσες ιεραρχίες, τους δεδομένους συσχετισμούς δύναμης, όχι ως το πεδίο ενός σχεδίου μετασχηματισμού αλλά ως μιαν αμετάβλητη πραγματικότητα. Εκκινούν από το status quo και από τη θέση της εξουσίας, για να τα εκπροσωπήσουν με πολιτικά μηνύματα και για να παίξουν ένα ρόλο μεσολάβησης και σύνδεσης με τις πιο διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, που τις βλέπουν ως εκλογείς και όχι ως αρθρώσεις μιας ταξικής ιεραρχίας. Από πολιτιστική άποψη, ο μετριοπαθής χώρος αντιπροσωπεύει τη διαιώνιση ενός ιδεολογικού κομφορμισμού, από τους πιο μεγάλους και πιο ολοκληρωτικούς που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα. Αυτός βασίζεται εξ ολοκλήρου στον νεοφιλελεύθερο «κοινό νου», σε ένα σύνολο δογματικών πεποιθήσεων από τις πιο ακραίες της εποχής μας. Προωθεί, πράγματι, την άνευ όρων υποστήριξη στην οικονομική ανάπτυξη, την οποία θεωρεί την κινητήρια δύναμη από την οποία προέρχονται έπειτα, χάρη στις αρετές της αγοράς, όλα τα ωφελήματα που μπορούν να κατανεμηθούν στα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Ισχύει όμως ακόμα αυτό; Ή μήπως δεν έχει γίνει στο μεταξύ η ανάπτυξη μια πηγή καταστροφής, τόσο κοινωνικής όσο και περιβαλλοντικής; Αρκεί μια γρήγορη ιστορική ματιά για να το αντιληφθούμε. Δεν αναπτύχθηκε μήπως η οικονομία των ΗΠΑ τα τελευταία τριάντα χρόνια; Ωστόσο, οι Αμερικανοί είδαν να αυξάνεται η ένταση και η διάρκεια του εργάσιμου χρόνου τους. Σε αυτό το πεδίο επέστρεψαν σχεδόν έναν αιώνα πίσω. Ενώ το σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων, για να χρησιμοποιήσουμε τη διατύπωση του Μπάουμαν, τείνουν να ρευστοποιηθούν.

 

Δεν αναπτύχθηκε η ευρωπαϊκή οικονομία την ίδια περίοδο; Κι όμως, η ανεργία, ήδη πριν από την κρίση, αυξήθηκε και συγκρατείται μόνον εν μέρει από τη διάδοση της μερικής και επισφαλούς απασχόλησης. Μια ολόκληρη γενιά νέων ρίχτηκε στην άβυσσο της αβεβαιότητας και της ανασφάλειας. Γεννήθηκαν νέοι φτωχοί, η ανισότητα έφτασε στα ύψη και διαδόθηκε η κοινωνική δυστυχία. Και τι το μετριοπαθές έχει μια οικονομική ανάπτυξη, η οποία καθιστά όλο και λιγότερο βιώσιμες τις πόλεις μας, καταστρέφει τους φυσικούς πόρους, τροποποιεί το κλίμα και απειλεί τις δυνατότητες ζωής ολόκληρων περιοχών και λαών της Γης στις προσεχείς δεκαετίες; Ο όρος «ριζοσπάστης» δεν έχει τύχη, επειδή αυτός είναι –στην τρέχουσα γλώσσα- συνώνυμο του ακραίου. Και σήμερα το να χαρακτηριστεί κάποιος εξτρεμιστής στην πολιτική είναι κάτι χειρότερο από βρισιά. Ο Μαρξ όμως ήταν εκείνος που μας δίδαξε ότι ριζοσπάστης σημαίνει να προχωράς ώς τη ρίζα των πραγμάτων, να βυθίζεις το βλέμμα ώς το βάθος, ώς τους μηχανισμούς που συγκροτούν τις υλικές διαδικασίες. Και επομένως να αποκαλύπτεις τα κοινωνικά γεγονότα που αποκρύπτονται από τις κυρίαρχες ιδέες, από τον κομφορμισμό, από τα ιδεολογικά προϊόντα της πολιτιστικής βιομηχανίας. Να αντιλαμβάνεσαι την εγγενή καταστροφική φύση του καπιταλισμού. Γιατί ποτέ άλλοτε όσο σήμερα δεν υπήρξε τόσο αληθινός ο ισχυρισμός του Μαρξ σύμφωνα με τον οποίο «οι κυρίαρχες ιδέες είναι οι ιδέες των κυρίαρχων τάξεων». Επομένως, η πολιτική που δεν θέλει να είναι μετριοπαθής, αλλά έχει τη φιλοδοξία να επηρεάσει τις κοινωνικές ισορροπίες με μεταρρυθμιστικό τρόπο, έχει το χρέος μιας ριζοσπαστικής ερμηνείας του καπιταλισμού του καιρού μας και οφείλει να έχει επίγνωση της πρόκλησης που θέτει σε αυτήν η γιγάντια «αποτυχία της αγοράς» που της κληροδοτούν τα τριάντα χρόνια κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού.

 

Σήμερα γίνεται φανερό ότι η ριζοσπαστική πολιτική μπορεί να έχει επιτυχία μόνον αν κατορθώσει να ανακάμψει μετά από μιαν ιστορική ήττα. Διαφορετικά θα υποκύψει στη μετριοπαθή λογική της απλής διαχείρισης της υπάρχουσας κατάστασης. Πώς θα μπορέσει να το κατορθώσει; Πώς θα μπορέσει, για παράδειγμα, στην Ιταλία –όπου το 10% των οικογενειών κατέχει σχεδόν το μισό του πλούτου- να πετύχει τη δίκαιη κατανομή των εισοδημάτων; Είναι προφανές ότι χρειάζεται να νικήσει ισχυρά και εδραιωμένα συμφέροντα. Και η προσπάθεια μπορεί να επιτύχει μόνον αν υποστηριχθεί από τη δύναμη μιας συγκρουσιακής κινητοποίησης μεγάλου εύρους.(…)

 

 

Scroll to top