ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙO
Τζούλιαν Μπαρνς «Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια», μυθιστόρημα. Μετάφραση Θωμάς Σκάσσης. Εκδόσεις Μεταίχμιο, σ. 425
Του Ακη Παπαντώνη
«Ονειρεύτηκα ότι ξύπνησα. Αυτό είναι το πιο παλιό όνειρο
που είδε ποτέ άνθρωπος, κι εγώ το είδα μόλις τώρα».
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ: «Τι είναι λογοτεχνία για εσάς;»
ΤΖ. ΜΠΑΡΝΣ: «[...] ο καλύτερος τρόπος να αφηγηθείς την αλήθεια• μια διαδικασία παραγωγής μεγαλειωδών, όμορφων, αλληλένδετων ψεμάτων, η οποία παράγει περισσότερη αλήθεια από οποιαδήποτε συστοιχία πραγματικών γεγονότων».
Σε μια πρόταση ο Τζούλιαν Μπάρνς (σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Paris Review»[1]) συνοψίζει την «Ιστορία του κόσμου σε 10 ½ κεφάλαια» και γενικότερα την άσκηση της γραφής. Η «Ιστορία του κόσμου», εν προκειμένω, κατατάσσεται στο σώμα των πρώιμων έργων του Μπαρνς (πρώτη έκδοση στη Μεγ. Βρετανία το 1989) και, όπως και ο «Παπαγάλος του Φλωμπέρ» (1984), διαπερνάται από μια μάλλον σκωπτική διάθεση ως προς την Ιστορία ως αφηγηματικό είδος. Αλλωστε ο ίδιος ο συγγραφέας έχει επισημάνει αυτή τη συγγένεια, κάνοντας επιπλέον λόγο για το πώς και τα δύο βιβλία αναμετρώνται με το ίδιο ερώτημα: «[...] πώς μπορούμε να κατακτήσουμε το παρελθόν;»[2]
Πρόκειται για την κατά Μπαρνς εκδοχή της Ιστορίας του κόσμου, με δάνεια από τη Βίβλο (όπου, πρωτοτυπικά, εγκιβωτίζεται το επινοημένο στο ιστορικά ακριβές) και την ιστοριογραφία (όπου, συχνά, συμβαίνει το αντίστροφο). Το βιβλίο είναι παιγνιώδες, εμποτισμένο με ειρωνεία (στα ελληνικά μοιάζει, κατά τόπους, απλοϊκή, κυρίως επειδή είναι ιδιοτυπικά βρετανική) η οποία ελλοχεύει και στον τίτλο ακόμα, αναφορά στην «Ιστορία του Κόσμου» του Sir Walter Raleigh. O Μπαρνς μεταλλάσσει τον τίτλο με την προσθήκη του δεύτερου μισού—«σε 10 ½ κεφάλαια», με τον ίδιο τρόπο που δοκιμάζει να επαναδιαπραγματευτεί την ακαδημαϊκή ερμηνεία της Ιστορίας, συνθέτοντας «μια» ερμηνεία της τελεσθείσης Ιστορίας του Κόσμου (σ.σ. στον πρωτότυπο τίτλο ένα αόριστο άρθρο προηγείται της λέξης «Ιστορία» να υπενθυμίζει πως η ιστορική αλήθεια παραμένει διαπραγματεύσιμη). Παρά το ότι και οι δύο —Μπαρνς και Raleigh— ως Ιστορία βλέπουν τη θρυμματισμένη αφήγησή της, ο Μπαρνς διατείνεται (αφηγηματικά) πως Ιστορία είναι οι ιστορίες πίσω από την Ιστορία. Με άλλα λόγια, αυτές για τις οποίες δεν υπάρχει απολογισμός. Συγκλίνει δηλαδή με την άποψη του Ρολάν Μπαρτ πως «ο ιστορικός δεν είναι τόσο κάποιος που συλλέγει στοιχεία, όσο κάποιος που συσχετίζει ερμηνείες»[3]. O Μπαρνς ενισχύει το παραπάνω με την αποδόμηση της συντεταγμένης χρονολογικής αφήγησης (η οποία χαρακτηρίζει την ιστοριογραφία), χτίζοντας αντ’ αυτής παραλληλισμούς, αντιστίξεις και συγκυριακές συγκλίσεις. Επιπλέον αντικαθιστά τον «αξιολογικά ουδέτερο αφηγητή» με μια σειρά διαφορετικών αφηγηματικών φωνών, a priori υποκειμενικών.
Η αφήγηση ξεκινά από την Κιβωτό του Νώε (Κεφ. 1), περνά στην πειρατεία ενός κρουαζιερόπλοιου (Κεφ. 2), στη Γαλλία του 16ου αιώνα (Κεφ. 3), από εκεί σε μια φουτουριστική αφήγηση (Κεφ. 4), στο ναυάγιο της φρεγάτας «Μέδουσα» το 1816 (Κεφ. 5), στο κύκνειο άσμα μια Ιρλανδής προσκυνήτριας στο όρος Αραράτ (Κεφ. 6), στις «Τρεις ιστορίες» (ενός επιζώντα του Τιτανικού, δύο ανθρώπων στο στομάχι μιας φάλαινας και μια ομάδας Εβραίων φυγάδων στη Γερμανία του 1939 — Κεφ. 7), στην περιπέτεια ενός ηθοποιού στη ζούγκλα της Βενεζουέλας (Κεφ. 8), στην προσπάθεια ενός αστροναύτη να εντοπίσει την Κιβωτό του Νώε (ξανά — Κεφ. 9), πριν αναζητήσει τον «Παράδεισο» (Κεφ. 10). Μεταξύ των κεφαλαίων 8 και 9 παρεμβάλλεται το «μισό κεφάλαιο» του τίτλου — ένα πρωτοπρόσωπο, δοκιμιακό σημείωμα του Μπαρνς περί αγάπης. Σχεδόν αναπόφευκτα ο αναγνώστης θα αναρωτηθεί αν πρόκειται για συλλογή διηγημάτων, παρά για μυθιστόρημα. Το ερώτημα που μάλλον πρέπει να θέσει είναι: πώς συνομιλεί η πολυφωνική, πολυδιάστατη δομή του βιβλίου με το χτίσιμο ενός συνόλου ισχυρότερου των μερών του; Η αφήγηση είναι σπαρμένη με αναφορές και μοτίβα επαναλαμβανόμενα και αναγνωρίσιμα. Ισχυρότερο όλων η δυαδικότητα, όπως σηματοδοτείται από τους επιβάτες της Κιβωτού του Νώε• όλοι σε ζεύγη —αντιτακτά ή συμπληρωματικά— καταλήγουν να χάνονται ή επιβιώνουν. Ζεύγη εαυτού-μη εαυτού, καλού-κακού, ευγενούς-μιαρού, ανώτερου-κατώτερου, θηλυκού-αρσενικού, γειωμένου-αιθέριου, υλικού-άυλου.
Εν τέλει το βιβλίο είναι φτιαγμένο από τα ίδια υλικά που δομείται η Ιστορία: φωνές που αντηχούν σε κλειστά δωμάτια, αναμνήσεις που λησμονιούνται, ομόριζες ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων από διαφορετικές εποχές. Από στόμα σε στόμα (δηλαδή από σελίδα σε σελίδα), η βουβή ηχώ της Ιστορίας καταγράφεται, εξιστορείται, βιώνεται, παραχαράσσεται, ενσταλάζει, ξεχνιέται, αποσιωπείται. Αυτό μας υπενθυμίζει ο Μπαρνς.
……………………………………………………………
[1] Συνέντευξη στον Shusha Guppy, «The Art of Fiction No.165», The Paris Review (2000).
[2] Κριτικό σημείωμα του Bruce Cook, Los Angeles Daily News (1989).
[3] Ρολάντ Μπαρτ, «The Discourse of History», μτφ. Stephen Bann, Comparative Critisism (1981).