«Θεατές» του Μάριου Ποντίκα, Εθνικό – Πλάγια Σκηνή
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου δεν τονίζει την ιθαγένεια του έργου, δεν στέκεται, ούτε εμβαθύνει στον νατουραλισμό του. Στήνει μια σημερινή πολιτική παράσταση. Κάνει μια πρόταση πλατιά, ένα βλέμμα δικό μας και όμως διόλου καθηλωμένο στα καθ’ ημάς. Σέβομαι όσοι λίγοι την παράσταση του 1978, αναρωτιέμαι όμως πόσοι θα μιλούσαν τότε για κάποιο έργο που θα ενδιέφερε ποτέ τους ξένους θεατές
Του Γρηγόρη Ιωαννίδη
Για τους σπουδαίους «Θεατές» του Μάριου Ποντίκα, για το ίδιο το «διπλό έργο» του, (όπως το «Διπλό Βιβλίο» του Χατζή) υπάρχουν λίγα να πει κανείς, πέραν των από παλιά λεχθέντων: το 1978, τη χρονιά που η «Στοά» ανέβασε το έργο, υπήρξε το κέντρο μιας σύντομης αλλά εξαιρετικής σε συγκομιδή περιόδου, όταν το ελληνικό έργο, μετά την πίεση της Επταετίας, μπορούσε πλέον να αποσυμπιεστεί ελεύθερα, περισσότερο βίαια από παλιά, με νέους στόχους και ευοίωνες προοπτικές.
Μια ολόκληρη λεγεώνα ταλαντούχων συγγραφέων μπόρεσε τότε να μεταφέρει στη σκηνή καθαρά, δυνατά και σύνθετα τη βαθιά ψυχολογία μιας γενιάς που έδενε τις ανοιχτές πληγές της με ρυπαρά επιθέματα. Ηταν ένα έργο εθνικό, σε αποστολή εθνική, που γνώριζε υποστήριξη από νέους καλλιτέχνες της σκηνής (με τον Θανάση Παπαγεωργίου στο κέντρο) και κριτικούς εξαιρετικής οξύνοιας.
Ολων αυτών όμως ο στόχος υπήρξε κάτι συγκεκριμένο: ήταν το δέρας της ιθαγένειας, σε λόγο, σκηνή και ερμηνεία, της ιθαγένειας που έρχεται σαν αίσθηση συλλογικής συνείδησης, καταγωγής και πεπρωμένου. Καμιά σχέση με τα παλιά ιδεολογήματα της εθνικής συσπείρωσης. Η ιθαγένεια ήταν το ελληνικό ίχνος που αναγνωρίζουμε με αρετή και τόλμη, αλλά και με πόνο και θλίψη, με μια μελαγχολία που έχει σταθεί στην ιστορία μας σαν κόμπος στον λαιμό.
Τι θεατές είμαστε σήμερα;
Αυτό που θέλω να καταστήσω σαφές είναι πως εκτός από τι σήμαιναν οι «Θεατές» (και η σύγχρονη «Νίκη» της Αναγνωστάκη) στην εποχή τους, είναι και το τι σήμαινε η εποχή εκείνη για τους «Θεατές». Ποιος θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους στο γήπεδο της «ιθαγένειας»; Παπαγεωργίου, Πρωτοψάλτη και Αντωνίου στην τότε διανομή, θέατρο «Στοά», 1978, πρόσληψη από Γεωργουσόπουλο, Λιγνάδη και Δρομάζο μεταξύ άλλων. Η σύγκριση δεν αφορά μόνο την Κατερίνα Ευαγγελάτου και τους ηθοποιούς του Εθνικού. Αφορά όλους μας. Η Μεταπολίτευση στα ντουζένια της έρχεται να δει τι σόι θεατές είμαστε εμείς σήμερα.
Ισως είμαστε οι ίδιοι, οι απαράλλακτοι, απαθείς και τετριμμένοι ηδονοβλεψίες τού τότε. Αλλά από την άποψη της τέχνης, να που έχουμε και εμείς το μετερίζι μας. Από το θέμα της ανάλυσης πρώτα πρώτα. Οι πρώτοι θεατές του Ποντίκα έβρισκαν χωρίς αμφιβολία κάποιο νόημα στην ιστορία αυτού του ανάπηρου ταγματασφαλίτη που καταντά φερέφωνο της εξουσίας. Κι όμως για εμάς σήμερα το συγκλονιστικό στην ιστορία του βρίσκεται ακριβώς στην αδυναμία μας να συγκροτήσουμε κάποιο νόημα από αυτήν. Σκόρπιες φωνές, πληροφορίες, ράκη μιας βιογραφίας που δεν ξέρουμε πού ακριβώς πατάει και πού ψεύδεται. Είναι η σημερινή παράσταση –όχι η παλιά- που λέει πως ο ξαφνικός φόνος του παρία (και η αυτοκτονία της συντρόφου του) δεν ερμηνεύονται από την αφήγηση, αλλά σαν κάτι παραπάνω, σαν υπέρβαση συνταρακτική, όσο και α-νόητη.
Επειτα έρχεται η ίδια η παράσταση. Σε κυκλικό θέατρο, ασφαλώς. Κι αναρωτιέμαι αληθινά ποια άλλη θα μπορούσε να φιλοξενήσει το έργο πέραν της δομής και φαινομενολογίας του. Στην αρχή υπάρχει πάνω στη σκηνή ένα «κουτί» από σημαίες, που με τη δική μας παρέμβαση αποκαλύπτει το εσωτερικό του. Οχι μόνο. Φανερώνει μαζί και τους άλλους, τους απέναντι θεατές, που κοιτούν και αυτοί το ίδιο κουτί και κοιτούν εμάς, τους απέναντι. Εντός του κυκλικού θεάτρου υπάρχουν πρόσωπα που δρουν χωρίς τοίχους, που παρακολουθούνται εν αγνοία τους. Και που γι’ αυτό άλλοτε ακούγονται και άλλοτε όχι, άλλοτε διατηρούν μυστικά και άλλοτε τα αποκαλύπτουν.
Εξοδος από την πορνογραφία του βλέμματος
Και έρχομαι στο τελευταίο και πιο σημαντικό. Είναι το σημείο όπου καταλήγει η σύγκριση του τότε με το τώρα βλέμμα μας στο έργο του Ποντίκα. Παρατηρήστε τι κάνει σε αυτό η Ευαγγελάτου. Δεν τονίζει την ιθαγένεια του έργου, δεν στέκεται, ούτε εμβαθύνει στο νατουραλισμό του. Με έναν τρόπο κινείται αντίθετα, ώστε μια κλειστή ελληνική υπόθεση να γίνει υπόθεση του κόσμου όλου. Σέβομαι όσοι λίγοι την παράσταση του 1978, αναρωτιέμαι όμως πόσοι θα μιλούσαν τότε για κάποιο έργο που θα ενδιέφερε ποτέ τους ξένους θεατές.
Αυτή η παράσταση του Εθνικού, του 2013, είναι μια πρόταση πλατιά, ένα βλέμμα δικό μας, και όμως διόλου καθηλωμένο στα καθ’ ημάς. Η Ευαγγελάτου κατάλαβε πως δεν είναι μόνο ζήτημα θέασης και δράσης, αλλά και ζήτημα αλήθειας. Πόσοι από τους νεότερους καταλαβαίνουν αληθινά τον Εμφύλιο; Τα εγκιβωτισμένα κουτιά του Ποντίκα συνεχώς πολλαπλασιάζονται. Είναι ο Εμφύλιος, που μεταφέρεται στο ’50, που μεταφέρεται στη Μεταπολίτευση, που μεταφέρεται στο τώρα. Το τέλος της αναφοράς δεν βρίσκεται, όπως άλλοτε, στη μνήμη, αλλά σε μακρινά ακούσματα, σε αντίλαλους της Ιστορίας. Τι υπάρχει στη θέση τους; Υπάρχει η οδός Ιωάννη Καποδίστρια, που διέσχισα, θεατής πίσω από το παρμπρίζ του αυτοκινήτου μου, ασφάλειες κατεβασμένες, για να φτάσω απόγευμα Σαββάτου στο Εθνικό.
Αυτό που θέλει η Ευαγγελάτου είναι να στήσει μια σημερινή πολιτική παράσταση. Κανείς δεν μπορεί να της προσάψει μια πλάγια προσέγγιση του ρεαλισμού, γιατί ο ρεαλισμός εδώ δεν είναι ο σκοπός. Δείτε λόγου χάρη τις γυναίκες της παράστασης. Είναι ποτέ δυνατόν να μεταφέρει τη φθορά η φυσική αρχοντιά της Στεφανίας Γουλιώτη; Και είναι ποτέ δυνατόν να μοιάζει στερημένη η ζουμερή νοσοκόμα της Αλκηστης Πουλοπούλου; Οπως και οι Τάσος Ψαρράς και Νικόλας Παπαγιάννης, οι πρωταγωνίστριες περιγράφουν τα πρόσωπά τους σαν δείκτες πορείας, σαν πρόταση εξόδου από την πορνογραφία του βλέμματος. Κι αν είμαστε θεατές των ανθρώπων, ας μην συμμεριστούμε το ψέμα τους.