Pin It

Ο Τζούλιαν Μπαρνς στο «Levels of Life» γράφει για τον θάνατο της συζύγου του

 

Τον Οκτώβριο του 2008 η σύζυγος του Τζούλιαν Μπαρνς, Πατ Κάβανα, αναγνωρισμένη λογοτεχνική ατζέντισα,πέθανε από καρκίνο στον εγκέφαλο μέσα σε 38 μέρες. Πέντε χρόνια αργότερα ο σύντροφός της δημοσιεύει το «Levels of Life» (Επίπεδα ζωής), το οποίο αποτελεί τον δικό του, ιδιόρρυθμο τρόπο να αναφερθεί στον θάνατό της, να δημοσιοποιήσει το πένθος του, να εκφράσει την αγάπη του γι' αυτήν. «Ηταν η καρδιά της ζωής μου, η ζωή της καρδιάς μου», γράφει.

 

«Μην κάνετε λάθος, το βιβλίο είναι μια ερωτική ιστορία», προειδοποιεί, πάντως, η «Guardian» τους αναγνώστες που ίσως μπερδευτούν από τον δύσκολο, υβριδικό χαρακτήρα του βιβλίου. Μόνο στο τρίτο μέρος του ο Μπαρνς αναφέρεται στη σύζυγό του. Το πρώτο και το δεύτερο μέρος (ένα δοκίμιο και ένα διήγημα αντίστοιχα) αφορούν τη μανία με τα αερόστατα που είχε καταλάβει στο τέλος του 19ου αιώνα τον φωτογράφο Ναντάρ, την ηθοποιό Σάρα Μπερνάρ και τον Βρετανό στρατιώτη του ιππικού Φρεντ Μπάρναμπι. «Κάποιοι θα πουν ότι όλα αυτά δεν κολλάνε μεταξύ τους», παραδέχεται ο Μπαρνς. «Κάποιοι άλλοι αναγνώστες, οι καλύτεροι, θα πουν ότι κολλάνε. Αυτοί έχουν για μένα σημασία. Μόνο όταν γράφεις ένα απόλυτα συμβατικό βιβλίο γλιτώνεις την ερώτηση: μα, δεν θα μπορούσε να είναι πιο κατανοητό;»

 

Δεν είναι το πρώτο βιβλίο που γράφει για τον θάνατο. Στο «Χωρίς να φοβάμαι τίποτα πια» ( Μεταίχμιο) μιλούσε για τον χαμό του πατέρα του αλλά και τη δική του σχέση του με τον θεό. Ακόμα και το βραβευμένο με Μπούκερ «Ενα κάποιο τέλος», που έγραψε μετά τον θάνατο της συζύγου του, είχε επίκεντρο την αυτοκτονία. Μια πράξη που, όπως δηλώνει στο «Levels of life», άρχισε να σκέφτεται αμέσως. «Πολύ γρήγορα ήξερα και τη μέθοδο. Ενα ζεστό μπάνιο, ένα ποτήρι κρασί και ένα εξαιρετικά κοφτερό γιαπωνέζικο μαχαίρι», γράφει στο βιβλίο. Ακόμα το σκέφτεται. Αλλά κατέληξε πως θα ήταν σαν να πέθαινε η Πατ για δεύτερη φορά. «Εγώ είμαι αυτός που κυρίως τη θυμάται. Πρέπει να ζήσω με τον τρόπο που θα ήθελε να ζήσω».

 

Περιγράφει τις αντιδράσεις του μετά τον θάνατό της. Οτι έχασε κάθε ενδιαφέρον για οτιδήποτε. Οτι έβλεπε συνέχεια ασήμαντα ποδοσφαιρικά ματς (για παράδειγμα Μίντλεσμπρο – Σλόβαν Μπρατισλάβα) ακριβώς επειδή δεν είχαν κανένα ενδιαφέρον («δεν μου είχαν μείνει αισθήματα να νιώσω»). Οτι αυτός που έβρισκε πάντα την όπερα γεμάτη «απίστευτες, απίθανες καταστάσεις» άρχισε να την καταλαβαίνει, να θεωρεί ότι ο πρωταρχικός τρόπος επικοινωνίας είναι να τραγουδά ο ένας άνθρωπος στον άλλο σε υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία.

 

Επιτίθεται και στους φίλους του, που από δειλία έπαψαν να αναφέρουν το όνομα της Πατ. «Σιωπηλούς» τους χαρακτηρίζει και τους θεωρεί χειρότερους από όσους τον πίεζαν να τους λέει πώς νιώθει.«Σκέφτομαι, όμως, πώς αντιδρούσα κι εγώ 10 ή 20 χρόνια πριν, όταν πέθαιναν γνωστοί μου. Ούτε εγώ φερόμουν καλά. Ετσι τους έχω κατά πολύ συγχωρήσει», λέει στην «Γκάρντιαν».

 

Επιμ.: Β. Γεωργ.