02/04/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Από τη Ρωσία με αγάπη

      Pin It

Ραχμάνινοφ από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών

 

Μαγνήτης ακατανίκητης έλξης στάθηκε η συμμετοχή του κορυφαίου Ρώσου -νυν Βρετανού υπηκόου- πιανίστα Νικολάι Ντεμιντένκο, που ερμήνευσε το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4». Τόσο αυτός όσο και η ορχήστρα πρόσφεραν μια πραγματικά μεθυστική εκτέλεση

 

Του Γιάννη Σβώλου

 

Αφιερωμένη στον Σεργκέι Ραχμάνινοφ ήταν η θριαμβευτικής επιτυχίας συναυλία που έδωσε η ΚΟΑ υπό τον Βασίλη Χριστόπουλο στην κατάμεστη αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» (29/3/2013). Καταφανώς διαφορετικό από αυτό το Μεγάρου, το κοινό περιλάμβανε ουκ ολίγους επωνύμους εν οις και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών, Γιώργος Λούκος.

 

Μαγνήτης ακατανίκητης έλξης στάθηκε η συμμετοχή του κορυφαίου Ρώσου -νυν Βρετανού υπηκόου- πιανίστα Νικολάι Ντεμιντένκο, που ερμήνευσε το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4» (1926). Ισάξιοι αντίπαλοι, παραδομένοι απ’ αρχής μέχρι τέλους σε ανήμερη, αθλητικά συγκρουσιακή αναμέτρηση, σολίστας και ορχήστρα πρόσφεραν σε πλήρη ετοιμότητα μια συναρπαστικά δυναμική, τραχιά ανάγνωση διαγράφοντας μονοκοντυλιά το γλυκερά ηδονικό, «χολιγουντιανό» άκουσμα που –δικαιολογημένα ή μη- έχει άρρηκτα συσχετιστεί με τον Ραχμάνινοφ.

 

Κληρονόμος της ρωσικής/σοβιετικής παράδοσης, ο 58χρονος Ντεμιντένκο διέθετε κολοσσιαίο, μυώδη πιανιστικό ήχο, δεξιοτεχνική άνεση που έκοβε την ανάσα, υπέροχα ρευστή αίσθηση της μελωδικής γραμμής, σβέλτη, ευκίνητη φραστική, θαυμαστή ακρίβεια. Τη ζηλευτού πλούτου ερμηνευτική του παλέτα συμπλήρωσαν καλαισθησία, άφοβη και αβίαστη συνομιλία με την ορχήστρα, αρρενωπή συναισθηματική φόρτιση μέγιστου εύρους, σεβασμός στη λεπτομέρεια. Ηταν μια πραγματικά μεθυστική εκτέλεση!

 

Η συναυλία ολοκληρώθηκε με μια πολύ καλή, κινηματογραφικής γλαφυρότητας ανάγνωση της νοσταλγικής «Συμφωνίας αρ. 2» (1906-07). Αξιοποιώντας εξαντλητικά τον άριστα εστιασμένο, σφιχτό ήχο των εγχόρδων και τις θαυμάσιες συνεισφορές ξύλινων και χάλκινων πνευστών ο Χριστόπουλος κράτησε αδιάλειπτα ζωντανό το ενδιαφέρον σε ένα μάλλον αδύναμο έργο, με πλατειασμούς και επικίνδυνα «λασπώδη» γραφή. Ταυτόχρονα, το ίδιο αυτό επίτευγμα έδειξε ότι ορχήστρα και αρχιμουσικός είναι πλέον έτοιμοι να υποστηρίξουν αποτελεσματικά τα συμφωνικά έργα του Καλομοίρη με νέας γενιάς αναγνώσεις. Μια συναυλία που «έκαψε σκουριές»!

 

Ενα κλαρινέτο ταξιδεύει στον χρόνο

 

Στην αίθουσα εκδηλώσεών του «Athenaeum», στο Θησείο, ο Ισπανός κλαρινετίστας της ΕΛΣ Μάριο Αδροβέρ Πάδρο και η πιανίστρια Στέλλα Κούκου αναμετρήθηκαν με ένα ιδιαίτερα απαιτητικό σύνολο έργων (28/3/2013). Τις καλές, παρότι σημειακά άνισες εντυπώσεις εξισορρόπησε αποφασιστικά το ανεκτίμητο της ζωντανής παρουσίασης ρεπερτορίου.

 

Η βραδιά ξεκίνησε με το τεχνικά και ερμηνευτικά απαιτητικό «Μεγάλο ντούο κοντσερτάντε» (1815-16) του Βέμπερ, έργο που ισορροπεί γοητευτικά στο φευγαλέο μεταίχμιο κλασικισμού/ρομαντισμού διαπλέκοντας αριστοτεχνικά γλυκασμούς μελωδικής εκφοράς και παιχνίδια με την ορατότητα της δομής. Ο κλαρινετίστας έπαιξε με φωτεινό, μαλακό ήχο, καλή άρθρωση, σαφή αντίληψη του μουσικού συντακτικού και κομψή, καλαίσθητη διάπλαση της φραστικής. Εξαιρετικά ακούστηκε το αργό μέρος, με την α λα Μπελίνι/Ντονιτσέτι θλιμμένη, τραγουδιστική μελωδική γραμμή.

 

Τα πράγματα δυσκόλεψαν ιδιαίτερα στο υπερδεξιοτεχνικό Rondo: εδώ ο συνδυασμός χορευτικού ρυθμού καλπασματικών κορυφώσεων με πυκνές ριπές γρήγορων κλιμάκων και μελισμάτων ώθησε αμφότερους τους σολίστες στα όριά τους με την πιανίστρια να υπολείπεται αισθητά σε καθαρότητα άρθρωσης και ποιότητα ήχου. Ακολούθησαν τα «Τρία φανταστικά κομμάτια» του Σούμαν στην εκδοχή για κλαρινέτο-πιάνο. Δίχως ακραίες απαιτήσεις δεξιοτεχνίας δόθηκαν με ευαισθησία, ισορροπημένο συναίσθημα, καλή αίσθηση ρυθμικού βηματισμού και καλοζυγιασμένες στίξεις.

 

Η βραδιά ολοκληρώθηκε με δύο ανάλαφρα έργα 20ού αιώνα: τη «Σονάτα για κλαρινέτο» (1962) του Πουλένκ και μια σοβιετικής κοπής, εξωστρεφώς βιρτουοζίστικη διασκευή της «Γαλάζιας ραψωδίας» (1924) του Γκέρσουιν από τον κορυφαίο Ουκρανό τρομπετίστα Τιμοφέι Ντόκσιτσερ (1921-2005). Καθαρόαιμα γαλλικό έργο με πνευματώδη, διάφανη νεοκλασική γραφή, η πρώτη δόθηκε από τους δύο μουσικούς με ταιριαστή ελαφράδα, δηκτικά και με σφριγηλό ρυθμικό παλμό. Ο κλαρινετίστας διέθετε σιγουριά στα ριψοκίνδυνα άλματα μεγάλης έκτασης, ενώ στο ιλιγγιωδώς γρήγορο «Très animé» ο μαλακός ήχος του θύμισε σημειακά εβραϊκό… κλέτσμερ. Στη δεύτερη κυριάρχησαν η ανενδοίαστη δεξιοτεχνική επίδειξη και η ανάδειξη των πιασάρικων τζαζίστικων μελωδιών και ρυθμών της δημοφιλούς ραψωδίας του Γκέρσουιν μέσα από τον αριστοτεχνικό συνδυασμό θεματικού υλικού της ορχήστρας και του πιάνου.

 

Scroll to top