Του Γιάννη Τσαμουργκέλη*
Η φορολόγηση των καταθέσεων που εφαρμόστηκε στην Κύπρο δημιούργησε αναστάτωση στις αγορές και αποτέλεσε ένα πολιτικό γεγονός εξαιτίας του θορύβου για τη γενίκευση του μέτρου. Από τις δύο αυτές συνέπειες, η μεν αναστάτωση των αγορών οφείλεται στην προεξόφληση εκ μέρους των επενδυτών της οικονομικής αστάθειας που θα προηγηθεί μέχρι να οριστικοποιηθεί το οικονομικό και φορολογικό καθεστώς λειτουργίας των επιχειρήσεων υπό τους νέους όρους. Η δε πολιτικοποίηση σχετίζεται με την παραβίαση της συνειδησιακής ταύτισης των αποταμιεύσεων με τα προσωπικά δεδομένα, που έχει επικρατήσει σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο στους πολίτες, σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο.
Πόσο εφικτή είναι ωστόσο μια γενίκευση του μέτρου; Η επίσημη εκδοχή της αιτιολόγησης της γενίκευσης της φορολόγησης αφορά την αντιμετώπιση των καταθέσεων ως επενδυτικών αποφάσεων. Ουσιαστικά, με τον τρόπο αυτό θεωρείται ότι ο καταθέτης, όταν επιλέγει την τράπεζα (αποταμιευτικό φορέα), ενεργεί υπό καθεστώς πλήρους διαφάνειας και ενημέρωσης για το ποιόν του αντισυμβαλλόμενου και συναινεί σε μια συμφωνία με πλήρη γνώση.
Ομως μια τέτοια προσέγγιση είναι διαβλητή και σαθρή. Ο καταθέτης δεν έχει σε όλες τις χώρες τη δυνατότητα να επιλέξει ανάμεσα σε ικανό αριθμό τραπεζών εξαιτίας των σημαντικών διαφορών μεταξύ των εθνικών χρηματοπιστωτικών και τραπεζικών συστημάτων. Για παράδειγμα σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Κύπρος, καταγράφονται σημαντικά εμπόδια εισόδου στον κλάδο καθώς αποτρέπεται από το κανονιστικό περιβάλλον η δημιουργία ιδιωτικών τοπικών και περιφερειακών τραπεζών (π.χ. Ελλάδα), κάτι που δεν ισχύει σε άλλες χώρες. Επιπλέον, σε κάποιες χώρες ο αριθμός των πιστωτικών ιδρυμάτων καταμετράται σε εκατοντάδες (π.χ. Φινλανδία), ενώ σε άλλες (αντίστοιχου μεγέθους) σε δεκάδες (π.χ. Ελλάδα). Αρα προκύπτει ότι οι πολίτες δεν αντιμετωπίζουν ισότιμες δυνατότητες επιλογής αποταμιευτικού φορέα. Επιπλέον, οι όροι διαφάνειας και ενημέρωσης για την ποιότητα των αποταμιευτικών φορέων δεν είναι αντίστοιχοι με αυτούς που ισχύουν στην περίπτωση της επιλογής αμιγώς επενδυτικών φορέων.
Ο καταθέτης δεν γνωρίζει ποιοτικά χαρακτηριστικά των τραπεζών κατ' αναλογία των γνώσεων που μπορεί να αποκτήσει για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων για τις οποίες ένας υποψήφιος επενδυτής θα ήθελε να επενδύσει αγοράζοντας μετοχές. Και αυτό καθώς είναι εντελώς διαφορετικοί οι όροι ενημέρωσης και διαφάνειας που έχει επιβάλει η Ε.Ε. και υπό τους οποίους λειτουργούν οι τράπεζες έναντι των καταθετών και οι επιχειρήσεις έναντι των επενδυτών. Για παράδειγμα, ένας καταθέτης δεν γνωρίζει τον δείκτη επάρκειας και ρευστότητας μιας τράπεζας όταν καταθέτει τις αποταμιεύσεις του, ενώ ένας επενδυτής γνωρίζει για την τιμή της μετοχής και το βάθος της αγοράς περί αυτήν, που σε συνδυασμό με τα οικονομικά στοιχεία που δημοσιεύονται ανά τριμηνία διαμορφώνουν ένα σημαντικό σύνολο επαρκούς πληροφόρησης. Οι σημαντικές αποκλίσεις των όρων υπό τους οποίους ο επενδυτής μπορεί να επιλέξει φορέα επένδυσης και ο καταθέτης-επενδυτής μπορεί να επιλέξει αποταμιευτικό φορέα και τράπεζα ουδόλως επιτρέπουν την εξίσωση των καταθέσεων με επενδύσεις. Οι τεχνικές και κανονιστικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο είναι τεράστιες και απαιτούν σημαντικότατη προσαρμογή σε θεσμικό και νομοθετικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό καθησυχάζει τις ανησυχίες έναντι των φόβων για γενίκευση του μέτρου, όμως σίγουρα θα χρειαστεί χρόνος για να επέλθει ηρεμία.
Ομως, ακόμα και η παρέλευση ικανού χρόνου δεν θα ανατρέψει ποτέ το «σημάδι της πληγής» από τη δυνατότητα φορολογικής επέμβασης στο «άβατο» των προσωπικών αποταμιεύσεων που σηματοδότησε η κυπριακή περίπτωση. Ούτε θα απαλύνει τους φόβους επανάληψης σε περιπτώσεις που συντρέχουν ή τείνουν να συντρέχουν οι προϋποθέσεις.
Δηλαδή, σε περιπτώσεις όπου η φορολόγηση των καταθέσεων εισάγεται ως μέτρο αποκατάστασης της δημοσιονομικής και νομισματικής σταθερότητας σε κράτη-μέλη όπου (α) το εύρος του χρηματοπιστωτικού τομέα υπερβαίνει κατά πολύ το ΑΕΠ της χώρας -περισσότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-, θέτοντας σε αμφισβήτηση την ίδια τη δημοσιονομική σταθερότητα, (β) σημαντικό ποσοστό της «εκτροπής» του χρηματοπιστωτικού τομέα οφείλεται σε υπερεθνική διακίνηση κεφαλαίων που εκφεύγει από την εθνική φορολογική βάση, και (γ) σε περιπτώσεις όπου έχει καταγραφεί η αδυναμία του χρηματοπιστωτικού συστήματος να υποστηρίξει τη διόγκωσή του (π.χ. λόγω περιορισμού του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας).
*Ο Γιάννης Τσαμουργκέλης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
………………………………………………………..
Σκίτσο: Μιχάλης Κουντούρης