ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Σπύρος Λίγκας. «Εγκλημα στην ταξιαρχία», Εκδόσεις Πόλις 2012, σελ. 449
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Στην Ελλάδα της υπερβολής και της συνωμοσιολογίας, σ’ αυτήν τη χώρα όπου οι υπόνοιες περισσεύουν και οι εθνι(κιστι)κές ακίδες είναι έτοιμες ανά πάσα στιγμή να τεντωθούν, είναι αναμενόμενο ο φόνος στελέχους τού 2ου Γραφείου στην Κω να θεωρηθεί ύποπτος. Κι ακόμα περισσότερο προσελκύει τα βλέμματα της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας λόγω της υπόνοιας ότι εμπλέκονται οι Τούρκοι, που θα ήθελαν να προκαλέσουν αναταραχή λίγο πριν από την επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού στη γείτονα χώρα.
Ο Σπύρος Λίγκας (ψευδώνυμο) γράφει ένα αστυνομικό έργο εστιάζοντας στις παρασκηνιακές κινήσεις Ελλήνων και Τούρκων, σε μια κρίσιμη για τις διμερείς σχέσεις περίοδο. Γι’ αυτό, στην αρχή οι υποψίες κατευθύνονται –εν μέρει σκόπιμα από τις μυστικές υπηρεσίες- προς την Τουρκία και στις ανακατατάξεις που συμβαίνουν στο εσωτερικό της, αλλά εντέλει αποκαλύπτεται ότι η αλήθεια είναι άλλη.
Ετσι, η εύκολη τουρκοφαγία πέφτει στο κενό, αφού αποδεικνύεται απλώς μια έμμονη προσπάθεια να ανακαλυφθούν ή να επινοηθούν εχθροί, εθνικιστική στη βάση της, από την οποία, όταν απαγκιστρωνόμαστε, μπορούμε να προσανατολιστούμε προς την ανθρώπινη πλευρά των Ελλήνων ενόχων, κατανοητή ακόμα και από τους ερευνητές που προσπαθούν να διαλευκάνουν το έγκλημα.
Η επιτυχία του μυθιστορήματος δεν έγκειται μόνο στην πολύ καλή αναπαράσταση των συνθηκών μέσα στο στράτευμα και ειδικά στο παρασκήνιο των μυστικών υπηρεσιών• η όλη ατμόσφαιρα όντως πείθει για την αληθοφάνειά της και δικαιολογεί τους τρόπους σκέψης και δράσης των εμπλεκόμενων στρατιωτικών. Δεν έγκειται ούτε μόνο στον γρήγορο ρυθμό ο οποίος, χωρίς να αφήνει κενά, υπερκερνά την απλή πρόκληση αγωνίας που προκύπτει από την αστυνομική πλοκή.
Το πιο σημαντικό είναι η διασπορά των υπονοιών που απλώνονται φυγόκεντρα και κάνουν τον λοχαγό Βρανά και τον αστυνόμο Πετραβάκη να κινούνται αέναα προς διάφορες κατευθύνσεις, ελέγχοντας και ξαναελέγχοντας τα δεδομένα, πότε με λογικούς συλλογισμούς και πότε με το ένστικτο. Οι Τούρκοι, οι μυστικές υπηρεσίες εκατέρωθεν, οι λιμενικοί που διαπράττουν βιαιότητες εναντίον των λαθρομεταναστών, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ελληνικών σωμάτων, τα προσωπικά κίνητρα στρέφουν συνεχώς την έρευνα σε ποικίλους στόχους, γεγονός που δημιουργεί εκπλήξεις και σκόπιμες παλινωδίες σε έναν καλά σχεδιασμένο λαβύρινθο.
Αυτή η εναλλαγή εθνικών και προσωπικών, συλλογικών και ατομικών ελατηρίων πολλαπλασιάζει τα επίπεδα δράσης, ενώ δεν λείπει η ψυχολογική παράμετρος που θέτει τη λογική των ερευνών υπό αίρεση: ο λοχαγός Βρανάς κουβαλά τα δικά του βάρη, μια αδελφή δηλαδή που μόλις ξέμπλεξε από τα ναρκωτικά και δυο γονείς να ανησυχούν μήπως ο γιος τους βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ενός επικείμενου πολέμου. Σκέφτεται αντισυμβατικά, συνδέει τα γεγονότα με παλιές ελληνικές ταινίες και κινείται συχνά εκτός γραμμής (έστω κι αν συνετά αποφεύγει να ρισκάρει). Αυτή η συναισθηματική σχεδία τον κάνει πιο ευέλικτο, πιο ικανό να λειτουργήσει με το ένστικτο και να αναζητήσει την αλήθεια, όχι μόνο στις διακρατικές διαφορές αλλά και στις διαπροσωπικές ρήξεις.
Το μυθιστόρημα είναι κατά βάση αστυνομικό, αλλά δεν παύει να δείχνει τους πολιτικούς προβληματισμούς του στο πεδίο των σχέσεων με τη γείτονα χώρα και κυρίως στον τρόπο με τον οποίο αυτοί τίθενται συχνά στο στόχαστρο.