Pin It

«Vitrioli», Εθνικό – Νέα Σκηνή

 

Ο Γιάννης Μαυριτσάκης πραγματεύεται το τραύμα του «εκπολιτισμού» τοποθετώντας το στον κύκλο της εφηβείας. Και το εμβαπτίζει σε τόση βία και κυνισμό που δεν αφήνει τίποτα όρθιο -οικογένεια, έρωτα, θεσμούς και κράτος. Συγγραφέας και σκηνοθέτης (Ολιβιέ Πι) αφήνουν ένα μεγάλο μέρος του κοινού συνειδητά απέξω. Για εκείνους, ωστόσο, που αναζητούν στο θέατρο μια κατάθεση διαφορετική από τον ρεαλισμό, το «Vitrioli», ως έργο και παράσταση, ανοίγει την πόρτα στην κατάβαση προς τον μέσα εαυτό. Είναι και αυτό πατρίδα

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

getFile (34)Με αυτή την παράσταση το Εθνικό ολοκληρώνει την -από κάθε άποψη εξαιρετική- χειμερινή του σεζόν. Και μπορεί ταυτόχρονα να επαίρεται ότι έθεσε, ανέθεσε και εξέθεσε το βασικό εθνικό μας ερώτημα –«τι είναι η πατρίδα μας;»- δραματουργικά στις πολλαπλές του πτυχώσεις. Από την «Γκόλφω» και τα «Κόκκινα Φανάρια», μέχρι τους «Θεατές» και, τώρα, το βαθύ κοίταγμα του Γιάννη Μαυριτσάκη στα κοινωνικά και πολιτιστικά μας οξέα, διαφαίνεται πως, αντί για άλλη απάντηση στο κεντρικό ερώτημα, κρατάμε στα χέρια ένα νέο αίνιγμα, ένα νέο εθνικό και μελαγχολικό κοάν, με το οποίο θα πορευτούμε στο επόμενο διάστημα.

 

Το γεγονός, βέβαια, πίσω από το ίδιο το έργο του Ελληνα συγγραφέα είναι πως η παράστασή του στη Νέα Σκηνή αποκτά εξαρχής έναν κοσμοπολίτικο αέρα, μια καλοδεχούμενη εξωστρέφεια, που, πέρα από την όποια διαχρονική επαρχιώτικη ματαιοδοξία, επιβεβαιώνει τη δυνατότητα του ελληνικού λόγου να απευθυνθεί σε ευαισθησίες και θεματικές πέραν των στενά ιθαγενών.

 

Είναι και κάπως παράξενο, αν όχι ιδιόρρυθμο, για τα εδώ έθη να συστήνει ξένος σκηνοθέτης ένα «δικό μας» έργο στο «δικό μας» Εθνικό. Στον δρόμο από το Οντεόν –που διηύθυνε τα τελευταία χρόνια- προς την Αβινιόν και προς το εκεί Φεστιβάλ, του οποίου αναλαμβάνει από φέτος τα ηνία, ο Ολιβιέ Πι έφτασε στην Ελλάδα για να ανεβάσει το γνωστό του –το είχε ανεβάσει και παλιότερα με μορφή αναλογίου- έργο του Μαυριτσάκη. Διόλου τυχαία. Θα έλεγε κάποιος πως ανάμεσα σε σκηνοθέτη και συγγραφέα υπάρχει εκλεκτική συγγένεια, μια μεταφορά που φανερώνεται από τις λέξεις του ενός στο όραμα, τους ήχους και τα σώματα του άλλου. Πέραν λοιπόν από την ίδια τη βαριά υπογραφή του σκηνοθέτη, που προδικάζει το ενδιαφέρον στην παράσταση του Εθνικού, είναι αυτή η αλληλοκατανόηση και η αμοιβαιότητα που ξαφνιάζουν και απογειώνουν την ατμόσφαιρα ενός κατ’ ουσίαν ολικού θεάτρου, εκεί όπου λόγος και ύλη, εικόνα και λέξη αποτελούν ομοούσια και αδιαίρετη δυάδα.

 

Και ποιος άλλος θα μπορούσε να αντιληφθεί καλύτερα την ενότητα αυτή παρά ένας εκπρόσωπος του γαλλικού θεάτρου; Ετσι κι αλλιώς, κανένα άλλο θέατρο στον κόσμο δεν παραμένει τόσο ερωτευμένο με τους συγγραφείς και τις λέξεις τους. Το έργο του Μαυριτσάκη ανήκει –παρά τη βιαιότητα και τον υπόγειο νατουραλισμό του- στην κατηγορία του ποιητικού δράματος, του δραματικού ποιήματος, που γεννιέται και καίγεται από τις λέξεις του. Είναι θέατρο φτιαγμένο κατ' αρχήν για να ακούει κανείς, έπειτα για να βλέπει και να αισθάνεται. Αλλού θα μιλούσαμε ίσως για τη μουσικότητα του κειμένου, εδώ νομίζω είναι η ίδια η λέξη που γίνεται το εργαλείο διάνοιξης της γλώσσας και μέσω αυτής του υποστρώματος του κόσμου όλου.

 

Eξόντωση της διαφορετικότητας

 

Αλλιώς, από την άποψη της θεματικής, το «Vitrioli» είναι η εκ νέου πραγμάτευση του παλιού τραύματος του «εκπολιτισμού», που έχει κατά καιρούς ρίξει στο παγκόσμιο θέατρο (ιδίως από τον Μεσοπόλεμο και μετά) το σκοτεινό του φως. Είναι η εκ μέρους του θεάτρου καταγγελία της βίαιης κοινωνικοποίησης, της βαθιάς σχάσης ανάμεσα στο απονεκρωμένο μέρος του ατόμου (από το αγόρι του Χάρη Τζωρτζάκη), που θα εμφανίζεται εις το εξής σαν «ζωντανό κοινωνικό κύτταρο», και στη μυστηριακή ζωή του που αναπνέει πια στο σκοτάδι (από τον ερμαφρόδιτο του Γιάννου Περλέγκα).

 

Ο Μαυριτσάκης δεν είναι βέβαια ο πρώτος που μιλάει γι' αυτό το τραύμα, ίσως όμως είναι ο μόνος που το τοποθετεί στον κύκλο της εφηβείας, της μετάβασης προς την ενηλικίωση. Και είναι ίσως ο μόνος Ελληνας δραματουργός που το εμβαπτίζει σε τόση βία, σε έναν κυνισμό που δεν αφήνει τίποτα όρθιο, ούτε τις οικογενειακές σχέσεις (η μητέρα τής Μαρίας Κεχαγιόγλου), ούτε τον έρωτα (το κορίτσι τής Κίτυ Παϊταζόγλου), ούτε την υψηλή προστασία των θεσμών (ο συσκευαστής τού Μηνά Χατζησάββα και ο επιθεωρητής σφαγίων τού Νίκου Χατζόπουλου) ή την ίαση του κράτους (ο θεραπευτής τού Περικλή Μουστάκη).

 

Η κοινωνικοποίηση εδώ αποτελεί ένα είδος διατεταγμένης εξόντωσης της διαφορετικότητας, με τις μεθόδους της περιθωριοποίησης και ταφής του Αλλου. Σε αυτά τα μνήματα του πολιτισμού σκάβει η τέχνη του Μαυριτσάκη και του Πι. Από μιαν άλλη άποψη το «Vitrioli» είναι το πόνημα ενός αμετανόητου αλχημιστή, η επιστήμη του μυστηριώδους και αληθινού θεάτρου, που μας οδηγεί πίσω στον Αρτώ.

 

Οπως πιθανόν έγινε κατανοητό μέχρι τώρα, το «Vitrioli» είναι μια πρόταση κλειστή και σκοτεινή, ένα θέατρο που αφήνει ένα μεγάλο μέρος του κοινού συνειδητά απέξω. Δεν είναι ο αρνητισμός ή η έμφαση της βίας –μέρος του φυσιολογικού τοκετού – που πιθανόν σοκάρουν. Είναι η κατάθεση μιας προσωπικής βιογραφίας από τη μεριά του συγγραφέα, η εξομολογητική σχέση που βαραίνει έργο και παράσταση, και μάλιστα τα παγώνει σε μια συγκεκριμένη οπτική, ενδιαφέρουσα από τη μεριά της ποίησης, αλλά κάπως στενή από τη μεριά του θεάτρου. Για εκείνους, ωστόσο, που αναζητούν στο θέατρο μια κατάθεση διαφορετική από τον ρεαλισμό, το ίδιο αν όχι περισσότερο «πραγματική» από τη δική του «πραγματικότητα», το «Vitrioli» ως έργο και παράσταση ανοίγει την πόρτα στην κατάβαση προς τον μέσα εαυτό. Δεν είναι λίγο. Είναι και αυτό πατρίδα.

 

Scroll to top