26/11/12 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η τέχνη που νικά τον χρόνο

      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Ρώτησαν, καθώς λέγεται, κάποτε τον ιερό Αυγουστίνο για τη φύση του χρόνου. Και εκείνος αποκρίθηκε ότι αν και νιώθει πως γνωρίζει, όταν δεν τον ρωτούν, όταν κάποιος του θέτει το ερώτημα, αδυνατεί να απαντήσει.

 

 

 

Από την ίδια, φαίνεται, αντίθεση ενσυναίσθησης και αγνωστικισμού εκκινεί η διαλεκτική περφόρμανς του Νοτιοαφρικανού υπερ-καλλιτέχνη Γουΐλιαμ Κέντριτζ, που είδαμε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών -ασφαλώς η πιο καλοδεχούμενη φιλοξενία ξένου καλλιτέχνη στον πολυχώρο της Συγγρού ώς σήμερα.

 

Η αλήθεια είναι πως η οπτικοακουστική σύνθεση του «Αρνήσου την ώρα» αποτελεί το συμπλήρωμα της παλιότερης εγκατάστασης «Η άρνηση του χρόνου», αλλά και των ακόμα παλιότερων διαλέξεων του ίδιου του Κέντριτζ με θέμα τον χρόνο.

 

Με άλλα λόγια, είμαστε μάρτυρες της πτυχής ενός πολυδιάστατου καλλιτεχνικού προγράμματος, με παρόμοιο αντικείμενο και θεματολογία, το οποίο περιλαμβάνει, εκτός από τη συνεισφορά του ίδιου του καλλιτέχνη, παρεμβάσεις ιστορικών της επιστήμης, αρχειακή έρευνα, κινηματογραφικές λήψεις, τεχνικές «ενσωματώσεις ιδεών» -κατά την ορολογία του καλλιτέχνη–, δημιουργία objects κ.ά.

 

Αυτό που είδαμε στη Στέγη είναι μέρος ενός γενικότερου προβληματισμού, μιας διαδικασίας που φαίνεται πως διακατέχει τον Κέντριτζ τα τελευταία χρόνια. Και είναι ίσως αυτή και η πιο κολακευτική διαπίστωση για τον προγραμματισμό του Ωνάσειου Ιδρύματος. Κατάφερε να φέρει έναν σπουδαίο καλλιτέχνη την εποχή της ωριμότητας αλλά και της ευδαιμονίας του.

 

Υπάρχει, ωστόσο, μια εσωτερική αναγκαιότητα που καθιστά τη συγκεκριμένη «όπερα δωματίου» κεντρική στη σύλληψη και εκτέλεση του όλου σχεδίου.

 

Για έναν καλλιτέχνη, όπως ο Κέντριτζ, που αναζητεί σταθερά την ενσωμάτωση της εικαστικής ιδέας στην ύλη, αλλά και για έναν εξπρεσιονιστή, για τον οποίο η φόρμα περιέχει το περιεχόμενο και περιέχεται σ' αυτό, ο χρόνος ως έννοια δεν μπορεί να αναπτυχθεί πλήρως παρά σε σχέση με τον αληθινό χρόνο μιας θεατρικής παράστασης.

 

Αυτό που είδαμε στη Στέγη δεν είναι επομένως μια «διάλεξη» για τον χρόνο, αλλά μια βιωματική εγκατάσταση-περφόμανς που λειτουργεί στον παρόντα κι αληθινό χρόνο, που χρησιμοποιεί τον χρόνο για να μιλήσει για τον χρόνο.

 

Εξωτερικά η παράσταση μοιάζει χαώδης, ένα ονειρικό παραμίλημα συνδεδεμένο με κάθε πρωτοποριακή σκηνική πράξη από τις αρχές του αιώνα μέχρι σήμερα.

 

Ο Κέντριτζ όρθιος στο βήμα μεταφέρει σκέψεις, αναμνήσεις, πληροφορίες, εκλαϊκευμένες επιστημονικές θεωρίες για τον χρόνο. Πίσω του, τρεις τραγουδίστριες τραγουδούν άλλοτε α καπέλα και άλλοτε –ντανταϊστικός «θορυβισμός»- μέσα από μεγάλα χωνιά.

 

Ενα ζευγάρι Αφρικανών χορεύει επί σκηνής και επί της οθόνης –στα πολύ χαρακτηριστικά φιλμ του καλλιτέχνη- φλερτάρει και χαριεντίζεται.

 

Ο ίδιος ο καλλιτέχνης φαίνεται στην οθόνη να περπατά, κινηματογραφημένος με καρτουνίστικο ρυθμό και σε συνεχή κύκλο. Χάρτες της Αφρικής σχεδιάζονται πίσω του, ενώ διάφορα αντικείμενα καίγονται για να επιστρέψουν ευθύς πίσω –άλλη κινηματογραφική αδεία- στην πρώτη τους μορφή.

 

Είναι φανερό πως στη θέση μιας απάντησης σχετικά με τον χρόνο, βλέπουμε μάλλον τον σχηματισμό ενός ερωτήματος.

 

Τι θα μπορούσε, λοιπόν, να πει κανείς για το νόημα μιας παράστασης που μοιάζει διαφανής όταν την κοιτάζει από μακριά, κι όμως, από κοντά μοιάζει με παλίμψηστο διαδοχικών θεωρήσεων; Πρώτα ο χρόνος σαν ανάμνηση παιδικής ιστορίας για τον Περσέα που άκουσε ο καλλιτέχνης από τον πατέρα του κάποτε, μέσα στο τρένο.

 

Επειτα ο χρόνος σαν ενδιάμεσο δύο γεγονότων που συνδέονται με τα δεσμά του πεπρωμένου (ο μύθος του Περσέα).

 

Και ύστερα, με ένα απότομο τίναγμα, στα πόδια του 20ού αιώνα, ο χρόνος σαν αντικείμενο μιας νέας Φυσικής. (Την ίδια εποχή που μια λογοτεχνία από τον Ουέλς μέχρι τον Προυστ οραματίζεται έναν άνθρωπο να ελέγχει τον χρόνο, αντί να ελέγχεται από αυτόν.)

 

Και βέβαια, τελικά, ο χρόνος ως μέσο καταπίεσης. Φαίνεται πως πριν από τα παγκόσμια δίκτυα πληροφοριών, ήταν το δίκτυο της «επίσημης ώρας» που η κεντρική εξουσία φρόντισε να επιβάλει στις αποικίες της σαν ρυθμιστή και ελεγκτή της εθνικής αλλά και βιολογικής τους οντότητας.

 

Τι να ζητάει τάχα αυτή η παράσταση από εμάς; Να αρνηθούμε τον χρόνο που μας επιβλήθηκε και να αποδεχτούμε τον χρόνο που μας χαρίστηκε. Σε αυτό πιστεύω βρίσκεται και το μεγάλο πιστεύω της. Οπως και κάπου αλλού.

 

Στον τρόπο με τον οποίο γεμίζει το κενό ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη. Η επιστήμη κατακτά τη μαθηματική έννοια, η τέχνη παλεύει με τον ρυθμό (τον χορό και τη μουσική), την ύλη (τα παράξενα όργανα του Κέντριτζ) και τη μεταφορά. Δυο κόσμοι συνομιλούν για το ίδιο θέμα και καταλήγουν σε κοινό διάβημα.

 

Και –αυτό είναι το αληθινά σπουδαίο- καταλήγουν μαζί και σε ένα μάθημα θετικής σκέψης. Η καταπίεση από το επίμονο «πηγαινέλα» του καλλιτέχνη στο εργαστήριο και η σκιά του θανάτου διαλύονται στο φως της ανθρώπινης ζεστασιάς.

 

Δεν νικάμε τον χρόνο, παρά όταν σταματάμε να τον προσμετράμε. Και όταν το σύμπαν διαλυθεί σε μια μαύρη τρύπα, αυτό ίσως που θα επιβιώσει –το μόνο άφθαρτο- θα είναι μια αλήθεια που μας συνόδευσε χωρίς ποτέ να εμπίπτει στην εντροπία μας.

Scroll to top