Pin It

H πιο ρεαλιστική οδός είναι η συντεταγμένη απεμπλοκή από το Μνημόνιο, που δεν βγαίνει, αλλά αυτό απαιτεί έναν μεγάλο εθνικό συνασπισμό που θα επαναφέρει την πολιτική στη χώρα, την οικονομία σε τροχιά αναπτυξης και την Ευρώπη σε ρόλο συμμάχου

 

Του Νίκου Χριστοδουλάκη*

 

Τρία χρόνια πριν, πολλοί ήταν ευχαριστημένοι με το Μνημόνιο. Οι ηγεσίες της ευρωζώνης νόμιζαν ότι ξεμπέρδευαν με το ελληνικό πρόβλημα, που οι ίδιες πριν είχαν αφήσει να γιγαντωθεί χωρίς κανέναν έλεγχο για τα πεπραγμένα της περιόδου 2007-2009, με τις δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις στο Δημόσιο και τα έσοδα που κατρακυλούσαν. Η επιμονή τους να συμμετέχει το ΔΝΤ στην εποπτεία του Μνημονίου θα έκρυβε κάπως τη δική τους ανετοιμότητα, ενώ οι αμείλικτες συνταγές του θα ήταν ένα είδος τιμωρίας για την παραστρατημένη χώρα και μήνυμα για τις υπόλοιπες.

 

Αλλά και η τότε ελληνική κυβέρνηση βρήκε πολύ βολική την ανάμειξη του ΔΝΤ για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί πίστευε ότι θα του φόρτωνε την ευθύνη λήψης δυσάρεστων μέτρων που η ίδια δεν τολμούσε για να μη διαψεύσει τη μοιραία κουταμάρα ότι «λεφτά υπάρχουν». Δεύτερον, διότι προσδοκούσε ότι το ΔΝΤ θα ήταν σύμμαχός της απέναντι στη δύστροπη γραφειοκρατία της Ευρώπης ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν αρκετοί των εξ Αμερικής συμβούλων που έσπευδαν μαζικά την εποχή εκείνη να δώσουν τα φώτα τους στην ελληνική κυβέρνηση.

 

Χάθηκε, έτσι, πρόχειρα και επιπόλαια από τις δύο πλευρές, η δυνατότητα να αντιμετωπιστεί το ελληνικό πρόβλημα ως μια «εσωτερική ευρωπαϊκή υπόθεση» με όρους εποπτείας και δημοσιονομικής προσαρμογής μεν, αλλά χωρίς την αναγωγή του σε απειλή για το σύστημα του ευρώ και χωρίς τον παγκόσμιο διασυρμό της χώρας. Τρία χρόνια μετά, όλοι πλέον βλέπουν τα στρατηγικά λάθη του Μνημονίου και της τότε κυβέρνησης, με πιο σημαντικά τα εξής:

 

Πρώτον, την άγνοια για την τρομερή ύφεση που ακολούθησε, με αποτέλεσμα τη μέχρι τώρα συρρίκνωση της πραγματικής οικονομίας κατά το ένα τέταρτο του ΑΕΠ. Η κατάρρευση όχι μόνο έχει οδηγήσει σε έκρηξη την ανεργία και την κοινωνική ανησυχία, αλλά δεν θα αφήσει ποτέ το χρέος να γίνει βιώσιμο. Δηλαδή, όσο συνεχίζεται η ύφεση τόσο θα ανεβαίνει και το βάρος του χρέους στο ΑΕΠ και διαρκώς θα απαιτούνται νέα μέτρα περικοπών που θα εντείνουν τον φαύλο κύκλο. Η παιδαριώδης αισιοδοξία του 2010 ότι σε δύο χρόνια η ελληνική οικονομία θα έχει απογειωθεί αρκεί να κάνουμε «τα καλά παιδιά» και να εφαρμόσουμε τις συνταγές, έδωσε πρόσφατα τη θέση της σε αθρόες παραδοχές λαθών του ΔΝΤ και εκατέρωθεν επιπλήξεις για το ποιος άραγε έκανε το μεγαλύτερο λάθος, αλλά δυστυχώς κατόπιν εορτής.

 

Δεύτερον, η μανία με την υπερφορολόγηση των ίδιων και των ίδιων στρωμάτων, γιατί τα διάφορα επιτελεία δεν μπορούσαν να μαζέψουν έσοδα από νέες πηγές και εστίες φοροδιαφυγής. Μην ξεχνάμε ότι επί έναν σχεδόν χρόνο δεν υπήρχε καν υπουργός αρμόδιος για τα έσοδα (πρωτοφανές στην ιστορία της χώρας), ενώ οι κατά συρροήν τηλεοπτικές απειλές για χτύπημα στους φοροφυγάδες άδειασαν μεν τις ελληνικές τράπεζες από τις καταθέσεις, αλλά χωρίς να εισφέρουν τίποτα στα έσοδα.

 

Ο ΦΠΑ, για παράδειγμα, έχει ανέβει 5 μονάδες τα τελευταία τρία χρόνια, αλλά τα έσοδα θα είναι φέτος λιγότερα κατά 3 δισ. ευρώ από τότε. Ανάλογα φαινόμενα «αντίστροφης απόδοσης», όπως λέγεται κομψά το να παίρνεις μέτρα για κάτι και να σου βγαίνει ανάποδα, παρατηρήθηκαν στον φόρο εισοδήματος, στα τέλη κυκλοφορίας, στον φόρο πετρελαίου κλπ. Το ακόμα πιο παράδοξο είναι ότι, αντί να αλλάξουν τα μέτρα αφού απέτυχαν οι στόχοι, μάλλον θα ενταθούν, γιατί αυτή είναι η μόνη γραμμή που ξέρει ως πολιτική το ΔΝΤ.

 

Τρίτον, ο τρόπος που γίνεται η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών. Οταν μειώθηκαν οι αξίες τους από το περυσινό κούρεμα των ομολόγων, έπρεπε να ενισχυθούν απευθείας από το Ευρωπαϊκό Ταμείο και όχι πάλι από το ελληνικό χρέος, γιατί έτσι το αποτέλεσμα είναι «μια τρύπα στο νερό». Το χρέος, έτσι, θα αυξηθεί ξανά, σε λίγο θα θέλει νέο κούρεμα και πάλι στον ίδιο φαύλο κύκλο.

 

Ανάλογες πρωτοβουλίες με μεγαλεπήβολη ρητορική, αλλά μηδενικό αποτέλεσμα στην πράξη, ήταν ο τομέας των αποκρατικοποιήσεων, όπου σχεδόν τίποτα δεν προχώρησε μέχρι πρόσφατα παρά τις τρεις αλλαγές επιτελείων, η δήθεν αναδιάρθρωση της διοίκησης που κανείς όμως δεν ήθελε να πειράξει, και το «συμμάζεμα» των ΔΕΚΟ όπου τα μεν συνδικάτα απεργούν ενώ συνήθως πληρώνονται αλλά και τα κόμματα μαζεύουν «μπιλιετάκια» για το ποιους θα διορίσουν στα συμβούλια – να μην ξεχνάμε και τις άσβεστες παραδόσεις.

 

Τι άραγε μπορεί να γίνει τώρα; Η εμμονή όσων υπερασπίζονται το Μνημόνιο σε μέτρα που δεν βγαίνουν είναι ο πιο σύντομος δρόμος για «να δοθούν τα κλειδιά» σε όσους επαγγέλλονται ότι μπορούν ανώδυνα να το ακυρώσουν. Η τραπεζική καταστροφή της Κύπρου έδειξε όμως ότι μπλόφες χωρίς κρυφό οπλοστάσιο σε οδηγούν σε χειρότερη δοκιμασία, και οι πρώτοι που μετά βρίσκεις απέναντι είναι αυτοί που ήθελες να κολακέψεις με την εύκολη ρητορική.

 

Η πιο ρεαλιστική οδός είναι η συντεταγμένη απεμπλοκή από το Μνημόνιο, με μια διαδικασία η οποία τερματίζει το αποτυχημένο καθεστώς διαπραγματεύσεων με την τρόικα, αναθεωρεί τη φορολογική πολιτική, μεταφέρει την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών στο ευρωπαϊκό ταμείο και ρίχνει το βάρος της πολιτικής στην επανεκκίνηση της οικονομίας και τις μεταρρυθμίσεις. Οι υποχρεώσεις της Ελλάδας θα αποτελέσουν μια «Νέα Συμφωνία» με συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους, αλλά χωρίς την ιδεολογικά βεβαρημένη και πρακτικά αποτυχημένη ανάμειξη της τρόικας σε όλα τα εσωτερικά θέματα της χώρας. Το γεγονός ότι από φέτος η Ελλάδα θα πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα, την προστατεύει από τον κίνδυνο στάσης πληρωμών στη λειτουργία του κράτους και της επιτρέπει να καθορίσει μόνη της το μείγμα πολιτικής που θα κρίνει πιο αποτελεσματικό.

 

Το ερώτημα βέβαια είναι γιατί αυτό να το δεχτεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Μα, γιατί, απλούστατα τα ίδια χρήματα δίνει και τώρα, αλλά με τρόπο που προκαλεί άπειρα προβλήματα, στρεβλώσεις και αποτυχίες. Τα ποσά της δανειακής βοήθειας για την ερχόμενη διετία ανέρχονται σε 55 δισ. ευρώ και κατά σύμπτωση τόσα περίπου χρειάζονται για την εξόφληση των δανείων που λήγουν την ίδια περίοδο. Η διαχείρισή τους μπορεί να γίνει με αποκλειστική ευθύνη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, πράγμα που τη διασφαλίζει από τον κίνδυνο στάσης πληρωμών προς τους πιστωτές, για τον οποίο ίσως ανησυχεί περισσότερο.

 

Το δεύτερο ερώτημα είναι αν αυτό μπορεί να το εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση. Πέρα από το γεγονός ότι πριν από τις εκλογές αυτή ήταν η κύρια θέση και των τριών κομμάτων που σήμερα την απαρτίζουν, υπάρχει και μια αξιοσημείωτη μετεξέλιξη στις θέσεις όσων μέχρι πέρυσι υποστήριζαν την αμέριμνη ακύρωση. Τα πράγματα είναι πλέον πολύ δύσκολα για να μην βλέπει κάποιος την ανάγκη ενός μεγάλου εθνικού συνασπισμού, που μόνο αυτός μπορεί να επαναφέρει την άσκηση πολιτικής στη χώρα, την οικονομία σε κάποια τροχιά ανάκαμψης και την Ευρώπη σε ρόλο συμμάχου και όχι τιμωρού. Διαφορετικά, δεν χρειάζεται να περάσουν καν τρία χρόνια για την επόμενη και μοιραία στροφή προς τον γκρεμό.

 

…………………………………………………………………….

 

*Πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών

 

Scroll to top