14/04/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το καρναβάλι του τέλους

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

 

 

getFile 1getFile (46)ΘΑΝΑΣΗΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ «Ζούμε τις τελευταίες μέρες». Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 121.

 

 

 

 

 

 

 

Του Χρίστου Κυθρεώτη

 

Στη συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (Παρή Σπίνου, 15-3-2013), ο Θανάσης Χειμωνάς υποστήριξε πως για τον ίδιο ο έρωτας στη λογοτεχνία παραμένει πάντα ανεκπλήρωτος. Ετσι και στο τελευταίο του μυθιστόρημα η Κατερίνα, η νεαρή ηρωίδα, ερωτεύεται έναν άγνωστο άντρα, τον Παύλο, ο οποίος ούτε ανταποδίδει ούτε αποκρούει τον έρωτά της – αποδέχεται μόνο παθητικά τις δικές της προτάσεις, που, καθώς η πλοκή του βιβλίου προχωράει, γίνονται όλο και πιο εξωφρενικές.

 

Ως γνήσια ηρωίδα του Χειμωνά, η Κατερίνα εμφανίζεται ως ανερμάτιστη προσωπικότητα, χωρίς κέντρο βάρους – άγεται και φέρεται από την τύχη και οδηγείται σε φαινομενικά παράλογες αποφάσεις. Αφού δέχεται την πρόταση του πρώην φίλου της, Αλέξη, να μετακομίσει μαζί του στο Παρίσι, επιστρέφει το ίδιο ξαφνικά στην Αθήνα για να αναζητήσει τον Παύλο – μόλις τον βρίσκει, του ζητάει να την παντρευτεί. Ο ίδιος ο Παύλος σκιτσάρεται ως μία ακόμα πιο ασπόνδυλη φιγούρα, αφού ο αναγνώστης, όπως και η Κατερίνα, αγνοεί σχεδόν μέχρι τέλους τα πάντα για εκείνον – τι δουλειά κάνει, πού μένει, το παρελθόν του. Με την απάθεια και την αδιαφορία του, λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός που εκθέτει τον λανθάνοντα παραλογισμό πίσω από τη συμπεριφορά της Κατερίνας, αλλά και πίσω από τα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής στην πόλη, που περνούν εμβόλιμα μέσα στο κύριο σώμα της ιστορίας.

 

Η Αθήνα της κρίσης αποτελεί το φόντο αυτής της ιδιόρρυθμης ερωτικής ιστορίας – και ταυτόχρονα τον κρυφό πρωταγωνιστή της. Αποδίδεται με μοτίβα αναγνωρίσιμων σκηνών βίας, καθώς και βαρύγδουπων κοινοτοπιών που μπαίνουν στο στόμα περαστικών προσώπων.

 

Ο συγγραφέας επιλέγει αυτό τον τρόπο, την επανάληψη δηλαδή οικείων στον αναγνώστη εικόνων και κενολογιών, προκειμένου να συγκροτήσει ένα σκηνικό ταυτόχρονα εσχατολογικό και καρναβαλικό – πετυχαίνει επίσης να σκιαγραφήσει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα ιδεολογικής παρακμής. Αυτή ακριβώς η ατμόσφαιρα είναι που τροφοδοτεί την υπόκωφη απελπισία των ηρώων του και βρίσκεται σε αρμονία με το αίσθημα αποπροσανατολισμού που μοιάζει να τους διακατέχει.

 

Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ένα αφηγηματικό σύμπαν γενικευμένου μηδενισμού. Και αν για την Κατερίνα, ο έρωτας, έστω στη στοιχειωδέστερη και ελλειπτικότερη μορφή του, μοιάζει να ιχνηλατεί μία διέξοδο (μαρτυρώντας όμως και τον βαθύτερο πανικό της), για τον Παύλο δεν υπάρχει ούτε αυτή η προοπτική.

 

Αποστερημένος από κίνητρα και επιθυμίες, καθώς και από οποιαδήποτε απτή και συγκεκριμένη ιδιότητα, ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι περισσότερο ένα περίγραμμα ή ένα σύμβολο –απάθειας ή παραίτησης– και παραμένει τελικά το ίδιο απρόσιτος στον αναγνώστη όσο και στην Κατερίνα. Το πιο κοντινό σημείο στο οποίο πλησιάζουμε προσπαθώντας να τον κατανοήσουμε είναι αυτή η φράση που συναντάμε προς το τέλος του βιβλίου: «Κανείς ποτέ δεν θα καταλάβει ποιος ήταν ακριβώς ο Παύλος».

 

Και στο μυθιστόρημα αυτό, ο συγγραφέας μένει πιστός στο αποτύπωμα που έχει αφήσει με τα προηγούμενα βιβλία του: Ελλειπτικότητα, «κινηματογραφικό» μοντάζ, λιτή γλώσσα και αστιλιζάριστη γραφή. Αποφεύγοντας συστηματικά οποιαδήποτε προσπάθεια για εύκολο εντυπωσιασμό, ο Χειμωνάς εμπλέκει σταδιακά τον αναγνώστη στο κείμενο χρησιμοποιώντας πιο έμμεσους και υπόγειους τρόπους – ιδιαίτερα διαμορφώνοντας μια στέρεη αφηγηματική δομή που έρχεται σε αντιδιαστολή με τη ρευστότητα και τη σκόπιμη ασάφεια που χαρακτηρίζει συχνά τους ήρωες ή τα κίνητρά τους. Εδώ διαχειρίζεται εύστοχα (αν και κατά τόπους προβλέψιμα) τα διάφορα μοτίβα από την «Αθήνα της κρίσης», καθώς και τις κορυφώσεις και τις ανατροπές στην αφηγηματική ροή, πετυχαίνοντας έτσι με απλά υλικά να διατηρήσει έντονο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος. Το λιτό ύφος υπηρετεί με επιτυχία αυτή τη στόχευση, αν και πρέπει να επισημανθεί ότι σε ορισμένα σημεία η γλώσσα γίνεται ακύμαντη και οι αποχρώσεις –ειρωνικές ή άλλες– που επιχειρείται να δηλωθούν γίνονται τόσο λεπτές ώστε σχεδόν σβήνουν.

 

Ακόμα κι εκεί όμως το κόστος είναι μικρό – το βιβλίο κερδίζει τα πιο δύσκολα στοιχήματά του ακριβώς αποφεύγοντας τις εντυπωσιακές διακυμάνσεις. Κι αν τελικά καταφέρνει να συνδιαλεχθεί με την εποχή, αυτό δεν συμβαίνει τόσο μέσω των εικόνων καταστροφής και βανδαλισμού που παρουσιάζει όσο μέσω της αποτελεσματικής αφομοίωσης του τρέχοντος διανοητικού κλίματος στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του. Ετσι, το φόντο και τα στοιχεία της κύριας αφήγησης συγχωνεύονται και το εσωτερικό τοπίο των ηρώων του βιβλίου καταλήγει να θυμίζει επίσης κρανίου τόπο, όπως συμβαίνει συχνά και στα προηγούμενα βιβλία του συγγραφέα. Από αυτή την άποψη, ο Χειμωνάς έγραφε πάντα για «τις τελευταίες μας μέρες».

 

 

Scroll to top