14/04/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Στον καιρό της νοσταλγίας

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

getFile (51)ΤΖΟΥΑΝΕΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ «Στον καιρό της σχόλης: Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα», εισαγωγή και σχολιασμός Alfred Vincent, Μετάφραση και επιμέλεια Ναταλία Δεληγιαννάκη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 336

 

 

 

 

Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη

 

Στα τέλη του 17ου αιώνα ο Τζουάνες Παπαδόπουλος, ένας ηλικιωμένος ευγενής που γεννήθηκε και ανδρώθηκε στον Χάνδακα, κάθεται και εξιστορεί τη ζωή του στην Κρήτη. Είναι γεμάτος νοσταλγία για το νησί που θεωρεί πατρίδα του καθώς ξέρει ότι μετά την κατάκτησή του από τους Οθωμανούς δεν θα μπορέσει να το ξαναντικρίσει. Αποτέλεσμα της δουλειάς αυτής είναι το απομνημόνευμα «L’Occio», που έπειτα από αρκετές περιπέτειες εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά πριν από λίγους μήνες με τίτλο «Στον καιρό της σχόλης».

 

getFile (52)Οπως μας πληροφορεί ο Alfred Vincent στην εκτενή εισαγωγή του, ο Τζουάνες Παπαδόπουλος γεννήθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο) γύρω στα 1618. Ανήκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια και ο ίδιος έφτασε μέχρι τη βαθμίδα του δουκικού γραμματέα και συμβολαιογράφου στον ενετικό κρατικό μηχανισμό της Κρήτης. Το 1669 τού απονεμήθηκε ο τίτλος του «Κρητικού Ευγενή» (Nobile Cretese) και μετά την παράδοση του Χάνδακα τον ίδιο χρόνο κατέφυγε στην Ιστρια. Εκτός από το «L’Occio» διασώζεται ένα ακόμα έργο του Παπαδόπουλου, το «Χρονικό του Κρητικού Πολέμου», που παραμένει ανέκδοτο.

 

Κεντρικός άξονας που διαπνέει τη μαρτυρία είναι η νοσταλγία του συγγραφέα για την Κρήτη. Νοσταλγεί τη ζωή του εκεί και νοσταλγεί τον τόπο. Περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τα ζώα και τα φυτά, τη μαγειρική, τις μυρωδιές και τις γεύσεις, σαν να προσπαθεί να επιστρέψει εκεί μέσα από την αφήγησή του. Στο ίδιο πνεύμα επιχειρεί να καταγράψει και την πολεοδομία της πόλης, δίνοντας πλούσια στοιχεία για τις εκκλησίες, τα δημόσια κτίρια και το λιμάνι. Ιδιαίτερα οι ναοί, ορθόδοξοι και καθολικοί, καταλαμβάνουν μεγάλο τμήμα του κειμένου. Δεν παραλείπει να προσφέρει πληροφορίες για τον τρόπο διοικητικής οργάνωσης και τις μορφές της οικονομίας και του εμπορίου δίνοντας, έτσι, μια συνολική εικόνα της εποχής.

 

Η προσήλωση με την οποία ο Παπαδόπουλος περιγράφει τη ζωή στην πόλη και στα χωριά θυμίζει λαογράφο. Αναφέρει αναλυτικά τα έθιμα των γιορτών, τον τρόπο που γνωρίζονταν τα ζευγάρια, τους γάμους, τα πανηγύρια των μοναστηριών. Περιγράφει τη ζωή των ευγενών και συγκρίνει όσα θυμάται από την Κρήτη με όσα βλέπει στη Βενετία. Ο Παπαδόπουλος είναι επικριτικός για τον αφελή τρόπο με τον οποίο σχεδίαζαν τη ζωή τους οι συμπατριώτες του θεωρώντας ότι ο παράδεισος που ζούσαν στην Κρήτη θα διατηρούνταν για πάντα. Ελάχιστοι από αυτούς ήταν μορφωμένοι και διαχειρίζονταν συνετά την περιουσία τους. Ζούσαν από τα προσοδοφόρα κτήματα που είχαν στην κατοχή τους χωρίς να ενδιαφερθούν για να αποταμιεύσουν ή να βελτιώσουν την παραγωγή τους. Ακόμα και το ενδεχόμενο της οθωμανικής εισβολής δεν αντιμετωπίστηκε με την απαιτούμενη σοβαρότητα, με αποτέλεσμα να χάσουν τελικά το νησί.

 

Για τους χωρικούς ο Παπαδόπουλος έχει λιγότερα να πει και αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς το βλέμμα του είναι εκείνο ενός ευγενή του νησιού. Δεν παραγνωρίζει τη σημασία τους αλλά ξέρει λιγότερα για εκείνους – πρόκειται μόνο για όσα μπόρεσε να παρακολουθήσει στην επιφάνεια. Προσπαθώντας να περιγράψει συνολικά την Κρήτη, μιλάει και για τις άλλες σημαντικές πόλεις της εποχής, τα Χανιά, το Ρέθυμνο και τη Σητεία, αλλά και για το νησάκι της Ντίας, που βρίσκεται απέναντι από τον Χάνδακα.

 

Το τέλος του παραδείσου που ζούσε ο Τζουάνες Παπαδόπουλος στην Κρήτη ήρθε με την εισβολή των Οθωμανών. Χωρίς να αποτελεί ένα χρονικό του πολέμου εναντίον τους, ο Παπαδόπουλος προσφέρει αρκετές πληροφορίες για αυτόν, κυρίως για την καθημερινή ζωή στον υπό πολιορκία Χάνδακα και για τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι προσπαθούσαν να διατηρήσουν την κανονικότητά τους. Λόγω της σημαντικής του θέσης στον κρατικό μηχανισμό, ο συγγραφέας είναι καλά πληροφορημένος τόσο για όσα συνέβαιναν μέσα στην πόλη όσο και για όσα λάμβαναν χώρα μακριά.

 

Ο τόμος είναι εμπλουτισμένος με αναλυτικές σημειώσεις, φωτογραφίες από όσα ενετικά μνημεία διασώθηκαν και έναν χάρτη, σχεδιασμένο από τον H. R. Werdmüller κατά το 1666-1668, που διευκολύνει τον σημερινό αναγνώστη να τοποθετήσει τον Χάνδακα του 17ου αιώνα στον χώρο του Ηρακλείου. Δεν πρόκειται για ένα απλό παράρτημα αλλά για πολύτιμα υλικά στην προσπάθεια να προσεγγίσουμε μια συγκλονιστική εποχή της κρητικής ιστορίας.

 

 

Scroll to top