Σερ Κόλιν Ντέιβις (1927-2013)
Οι Βρετανοί θρηνούν τον άνθρωπο, που διηύθυνε επί έντεκα ολόκληρα χρόνια τη Συμφωνική Ορχήστρα τού Λονδίνου. Η παγκόσμια μουσική κοινότητα και το κοινό αποχαιρετά έναν ανθρωπιστή, που ανέδειξε τον Μπερλιόζ και τον Μότσαρτ και ταυτίστηκε μαζί τους
Eπιμέλεια: Μ. Κουβέλη
Οταν ανέβαινε στο πόντιουμ έδειχνε απολύτως αποφασισμένος και συγκεντρωμένος. Οι μουσικές της ορχήστρας του ήταν πάντα ένας απίστευτος συνδυασμός δύναμης κι ευαισθησίας. Οι Βρετανοί, λοιπόν, έχουν πολλούς λόγους να θρηνούν την απώλειά αυτού του γλυκύτατου και σπουδαίου μαέστρου. Ο σερ Κόλιν Ντέιβις, πρόεδρος της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου (LSO) κι ένας από τους διαπρεπέστερους μαέστρους της εποχής μας έφυγε από τη ζωή προχθές το βράδυ στα 85 του χρόνια, έπειτα από σύντομη ασθένεια.
Ελεγε πως όλη του η ζωή ήταν μια μόνιμη διαμάχη. «Οχι ενάντια σε ορχήστρες, μουσικούς και μάνατζερ, αλλά ενάντια στο εγώ μου», δήλωνε πριν από δύο χρόνια σε μια χορταστική του συνέντευξη στην «Γκάρντιαν». «Το προσωπικό εγώ τού καθενός οφείλει να μειώνεται με τα χρόνια. Οσο λιγότερο εγωιστής γίνεται κανείς τόσο μεγαλώνει η επιρροή του στους γύρω. Ετσι, άλλωστε, μπορείς να εστιάσεις στο μόνο πράγμα που έχει σημασία: στη μουσική και τους ανθρώπους που την ερμηνεύουν. Κανείς μας δεν μετρά, αν δεν μπορεί να απελευθερώσει το κοινό».
Ο σερ Κόλιν Ντέιβις είχε γεννηθεί στις 25 Σεπτεμβρίου 1927 στο Σάρεϊ της Αγγλίας. Ηταν το πέμπτο από τα επτά παιδιά της οικογένειάς του. Ο μπαμπάς του ήταν τραπεζικός υπάλληλος. To οικογενειακό του περιβάλλον δεν θα έλεγε κανείς ότι ευνοούσε τη μουσική του καλλιέργεια, αν εξαιρέσουμε το γραμμόφωνο στο οποίο ο μικρός Κόλιν έβρισκε παρηγοριά. Η πρώτη του μεγάλη αδυναμία ήταν η Ογδοη Συμφωνία του Μπετόβεν, στην οποία χρόνια μετά παραδεχόταν ότι εμπεριέχεται «η δύναμη, η ευαισθησία, η ομορφιά, η ένταση της μουσικής».
Χάρη στη γενναιοδωρία ενός ευκατάστατου συγγενή καταφέρνει να φοιτήσει στο Christ’s Hospital school του δυτικού Σάσεξ, όπου ένας συμμαθητής του «συστήνει» το κλαρινέτο. Οι καθηγητές του δίνουν τον δικό τους αγώνα προσπαθώντας να τον πείσουν να ασχοληθεί με τη βιολογία και τη χημεία, στις οποίες είχε έφεση. Aλλά εκείνος ήταν πεισμένος πως η ζωή του ήταν ταυτισμένη με τη μουσική.
Επέλεξε, όμως, το δύσκολο μονοπάτι. Σε νεαρή ηλικία σπούδασε κλαρινέτο στη Royal Academy of Music γνωρίζοντας πως αυτό το όργανο (σε αντίθεση με το πιάνο που είναι υποχρεωτικό για τους μαέστρους) δεν θα βοηθούσε στην περαιτέρω αναγνώρισή του. «Η διεύθυνση μιας ορχήστρας έχει να κάνει με το τραγούδι και τις αναπνοές και λιγότερο με την δεινότητα κάποιου στο πιάνο», έλεγε. To 1949, αμέσως μετά τη στρατιωτική του θητεία, παντρεύεται με την σοπράνο Εϊπριλ Καντέλο. Το 1957 ανέλαβε τη θέση του βοηθού διευθυντή στη Ορχήστρα του BBC στη Σκοτία και δύο χρόνια μετά διορίστηκε στη θέση του μαέστρου στο Sadlers Wells.
Αμέσως άρχισε να γίνεται περιζήτητος, αλλά χρειάστηκαν δύο ατυχή γεγονότα για να του χαρίσουν τις πρώτες διακρίσεις: το 1959 κλήθηκε να αντικαταστήσει τον άρρωστο Οτο Κλέμπερερ στον «Ντον Τζιοβάνι» και το 1960 τον επίσης ασθενή Τόμας Μπίτσαμ στον «Μαγικό αυλό». Σχεδόν 17 χρόνια μετά (1977) γίνεται ο πρώτος Βρετανός που διηύθυνε στον «καχύποπτο» βαγκνερικό ναό του Μπαϊρόιτ. Το 1980 έλαβε τον τίτλο του Ιππότη.
Ταυτισμένος με τον Μότσαρτ
Οι Κύκλοι-αφιερώματα στον Μπερλιόζ και τον Σιμπέλιους, στα οποία αφιέρωσε μπόλικη ενέργεια, είναι μνημειώδη, όπως επίσης και οι ηχογραφήσεις των έργων του Μότσαρτ. «Στον συνθέτη αυτόν βρίσκει κανείς μια φανταστική ισορροπία ανάμεσα σε αυτά που μπορεί να επιτύχει η μουσική και σε αυτά που μπορεί να κατορθώσει ο άνθρωπος», έλεγε. Ο Μότσαρτ υπήρξε με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο ταυτισμένος με την πορεία και τη ζωή του. Η καριέρα του ξεκίνησε με Μότσαρτ και σχεδόν τελείωσε με αυτόν. Τον Ιούνιο του 2010 η δεύτερη σύζυγός του, Ασράφ Ναϊνί, πέθανε κατά τη διάρκεια των παραστάσεων των «Γάμων του Φίγκαρο» στο Κόβεντ Γκάρντεν, αλλά ο Κ. Ντέιβις ελάχιστα έλειψε από τα καθήκοντά του. Οταν οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν «πώς τα κατάφερε», εκείνος αρκέστηκε να πει: «Τη δύναμη στη δίνει η μουσική. Ο Μότσαρτ είναι συνώνυμο της ζωής». Δεν ήταν, όμως, από ατσάλι. Η επιδείνωση της υγείας του έκτοτε ήταν ραγδαία με αποτέλεσμα πέρυσι τον Μάιο να λιποθυμήσει στη Δρέσδη επάνω στο πόντιουμ.
Αφοσιωμένος στην κλασική όσο λίγοι, ο Κόλιν Ντέιβις δεν ήταν ένας αποστασιοποιημένος μουσικός, αλλά ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης που αναζητούσε πάντοτε διόδους μέσα από την τέχνη. Με ειλικρίνεια είχε παραδεχτεί πως όταν η κρίση της μέσης ηλικίας τού χτύπησε την πόρτα (εκεί γύρω στο 1964 που γνώρισε την Ασράφ Ναϊνί) η «θεραπεία» του ήταν οι προσεκτικές αναγνώσεις της «Οδύσσειας» του Νίκου Καζαντζάκη και του βιβλίου «Βιργιλίου θάνατος» του Χέρμαν Μπροχ.
Ισως γι' αυτό και το έργο του στη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου έχει χαρακτηρίσει την πορεία του σπουδαίου συνόλου. Αγωνίστηκε για την ανάδειξη νέων ταλέντων στους κόλπους της, έδωσε βήμα σε ταλαντούχους Βρετανούς μουσικούς, χάρισε απλόχερα όλη του την ενέργεια στην εκπαίδευση (δίδασκε στη Royal Academy of Music), δεν αντάλλαξε ποτέ κακή κουβέντα με τους μουσικούς. Πρώτη φορά τη διηύθυνε το 1959, ενώ το 1964 την οδήγησε στην πρώτη της παγκόσμια περιοδεία. Από το 1995 έως το 2006 ήταν βασικός αρχιμουσικός της (ο μακροβιότερος στην ιστορία της). Εκτοτε και μέχρι προχθές το βράδυ διετέλεσε πρόεδρός της (θέση τιμητική που στο παρελθόν κατείχαν ο Καρλ Μπεμ και ο Λέοναρντ Μπερνστάιν).
Είναι πολλές οι ηχογραφήσεις (πάνω από 300) και οι εμφανίσεις για τις οποίες θα τον θυμόμαστε (μην ξεχνάμε ότι εκτός από την Συμφωνική του Λονδίνου συνεργάστηκε με τη Συμφωνική της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας, Συμφωνική της Βοστόνης, Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης, Staatskapelle της Δρέσδης). Αλλά, όπως και να το κάνουμε, όσοι πέρυσι τον Ιούνιο βρέθηκαν στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου και τον παρακολούθησαν να διευθύνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου στο «Ρέκβιεμ» του Μπερλιόζ δύσκολα θα ξεχάσουν τη συγκίνηση, το μεγαλείο και τη μαγεία που τους χάρισε αυτός ο ασπρομάλλης, χαρακτηριστικός Εγγλέζος.
……………………………………………………………………..
Του Γιάννη Σβώλου
Ο Κόλιν Ντέιβις στην Αθήνα
Ο Βρετανός αρχιμουσικός σερ Κόλιν Ντέιβις έχει έρθει στην Αθήνα τουλάχιστον τρεις φορές με ενδιάμεσα διαλείμματα… 20 ετών. Ως πρώτη του εμφάνιση καταγράφεται αυτή στο Φεστιβάλ Αθηνών του 1975, όταν είχε διευθύνει τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα του Λονδίνου στις 10, 11 και 13 Αυγούστου. Υπό τη διεύθυνσή του οι Αγγλοι μουσικοί είχαν παίξει, μεταξύ άλλων, τη «Φανταστική Συμφωνία» του Μπερλιόζ.
Ωστόσο, η έμφαση στα προγράμματα των τριών συναυλιών ήταν τότε στον Μπετόβεν: εκτός από την «Ηρωική», είχαν ακουστεί το Κοντσέρτο για πιάνο αρ.5, το «Αυτοκρατορικό» με την Τζίνα Μπαχάουερ ένα μόλις χρόνο πριν από τον θάνατό της –ίσως η τελευταία εμφάνισή της στο Ηρώδειο- και το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4» με τη Βάσω Δεβετζή.
Οι επόμενες εμφανίσεις του ήρθαν περισσότερο από δύο δεκαετίες αργότερα και ήταν αμφότερες στην εποχή της μεγάλης ακμής του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Στη 1 και 2 Φεβρουαρίου 1998, επικεφαλής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου είχε διευθύνει ένα πρόγραμμα που περιλάμβανε έργα Σιμπέλιους και το «Κοντσέρτο για βιολί» του Μπετόβεν με τον διάσημο Σιβηριανό βιολιστή Μαξίμ Βεγκέροφ. Ξανάρθε δύο χρόνια αργότερα, στις 29 Φεβρουαρίου και 1 Μαρτίου του 2000, επικεφαλής της Κρατικής Ορχήστρας της Δρέσδης για να διευθύνει δύο προγράμματα αφιερωμένα στους «Βιεννέζους κλασικούς» Μότσαρτ, Χάιντν, Μπετόβεν και Σούμπερτ, με σολίστα τον Γιάννη Βακαρέλη στο «Κοντσέρτο για πιάνο αρ.1» του Μπετόβεν.
Στην επίσημη παρουσίαση του καλλιτεχνικού προγράμματος του Μεγάρου για το 2012-13 είχε αναγγελθεί ότι θα ερχόταν πάλι, αυτή τη φορά επικεφαλής της Εθνικής Ορχήστρας της Γαλλίας, στις 25 και 26 Φεβρουαρίου. Αντ’ αυτού στο προγραμματισμένο ραντεβού εμφανίστηκε ο Ρώσος Βασίλι Σινάισκι.
………………………………………………………
Πλούσια δισκογραφία
Ο Κόλιν Ντέιβις πέρασε το κατώφλι των στούντιο τής τότε νεογέννητης στερεοφωνικής δισκογραφίας κατά το μακρινό 1958. Ηδη από τις πρώτες του ηχογραφήσεις έργων Μπερλιόζ έδωσε το στίγμα όσων σύντομα θα ακολουθούσαν. Το 1960 υπέγραψε συμβόλαιο με τη Philips, στην οποία κατέθεσε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της δισκογραφίας του: έναν μνημειώδη, πλήρη κύκλο έργων Μπερλιόζ, στον οποίο περιλαμβάνεται και η πρώτη πλήρης ηχογράφηση της επικής όπερας «Οι Τρώες» (σήμερα άριστα ψηφιοποιημένες, οι ηχογραφήσεις των ετών 1960-1980 διατίθενται σε 24 cds), ένα σημαντικό σύνολο με τις βασικές ώριμες όπερες του Μότσαρτ που αποτέλεσε μέρος της επετειακής «Εκδοσης Μότσαρτ» (1991, 2000), το σύνολο από τις δώδεκα «Συμφωνίες του Λονδίνου» του Χάιντν με τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα Κοντσέρτχεμπάου του Αμστερνταμ, όλες τις Συμφωνίες του Μπετόβεν με την Κρατική Ορχήστρα της Δρέσδης, όλες τις Συμφωνίες του Σιμπέλιους με τη Συμφωνική Ορχήστρα της Βοστόνης, όπως επίσης όπερες των Αγγλων Μπρίτεν και Τίπετ.
Ακμαίος και δημιουργικός ώς το τέλος, την τελευταία δεκαετία πρόσθεσε στη δισκογραφία του πολλές ζωντανές ηχογραφήσεις με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, οι οποίες εκδόθηκαν στην εταιρεία LSO Live, μεταξύ αυτών νέες καταγραφές έργων Μπερλιόζ («Τρώες», «Καταδίκη του Φάουστ», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Φανταστική Συμφωνία»), έργα Αγγλων συνθετών (Χολστ, Μακμίλαν, Μπρίτεν), ένα ωραίο «Φάλσταφ» του Βέρντι κ.ά.