Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

«Κι όμως κινείται». Μ΄ αυτήν την παροιμιώδη φράση του ο Γαλιλαίος συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία της επιστήμης και όχι μόνο. Σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε που ο σκοταδισμός των ρασοφόρων φίμωνε την ελευθερία της σκέψης.

 

Ο εκκλησιαστικός φασισμός που σήμερα κατεβάζει παραστάσεις , όπως έγινε στο Χυτήριο, είναι ίδιος με κείνον του Μεσαίωνα που ανάγκαζε τον πατέρα της σύγχρονης Αστρονομίας να αποκηρύξει τις ιδέες του για να μην καταλήξει στην πυρά.

 

Τον βίο του Γαλιλαίου ερμηνεύει ο Αγγελος Αντωνόπουλος κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο Τριανόν, το οποίο από φέτος λειτουργεί και ως θέατρο. Ο ηθοποιός κινήθηκε δραματουργικά στα χνάρια τού «Ο Μαρξ στο Σόχο». Με βάση ντοκουμέντα κατάφερε να συνθέσει ένα ρέον κείμενο.

 

«Βασικό υλικό για την συγγραφή ήταν το κείμενο του Μπρεχτ, αλλά και πολλές άλλες πηγές. Κατέληξα να γράφω ένα μονόλογο. Ακολούθησα τους κώδικες θεατρικού διαλόγου που μου αποκάλυψε ο Χ. Ζιν στον Μαρξ: ιδεολογική κατάθεση, συγκινησιακή λειτουργία, χιούμορ, ζωντανές εικόνες. Το κείμενο που προέκυψε είναι σπαρακτικό και αστείο».

 

Γέρος και τυφλός ο Γαλιλαίος νομίζει ότι βλέπει δίπλα του τον Ματθαίο, τον μόλις 11χρονο βοηθό του στο εργαστήρι της Πάδοβα. Αναρωτιέται πώς μπορεί να βρίσκεται εκεί, αφού η καταδικαστική απόφαση του Ιεροδικείου απαγορεύει τις επισκέψεις. Με το ξύπνημα των αναμνήσεων, αρχίζει η παράσταση.

 

Φοιτητής της Ιατρικής στην Πίζα ο Γαλιλαίος ανακαλύπτει τα Μαθηματικά. Πείθει τον πατέρα του ότι δεν θα γίνει γιατρός. Παθιασμένος με την επιστήμη ξέρει ότι η θεωρία του Κοπέρνικου βρίσκεται υπό διωγμόν από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και η σπάθη της Ιεράς Εξέτασης επικρέμαται και πάνω από το δικό του κεφάλι.

 

Εχει, όμως, κι άλλα βάρη, οικογενειακά, όπως την προίκα τής αδελφής του, που αναδεικνύεται με τρόπο χιουμοριστικό στην παράσταση.

 

Επειτα από πολλές αρνήσεις των αρχών διορίζεται στο πανεπιστήμιο της Πάδοβα. Ο μισθός του είναι πεντακόσια σκούδα, ενώ του καθηγητή της Θεολογίας δύο χιλιάδες.

 

«Τα Μαθηματικά δεν είναι χρήσιμα όπως η Θεολογία» του απαντά ο έφορος όταν ο Γαλιλαίος ζητά αύξηση για να ανταποκριθεί στις οικογενειακές υποχρεώσεις και τα πειράματά του.

 

Κι όταν ρωτά, τουλάχιστον, για την τύχη της εφεύρεσής του, του τηλεσκόπιου, που έχει ήδη προχωρήσει, ο έφορος τον παραπέμπει στην Οικονομία: «Ο,τι φέρνει λεφτά πληρώνεται. Οι έμποροι παρακολουθούν την εξέλιξη της Φυσικής εφόσον αυτή εγγυάται την εξέλιξη του αργαλειού»…

 

Η σύγκρουση του Γαλιλαίου με τον σκοταδισμό της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι αναπόφευκτη. Οταν κάνει ανακοίνωση για την πτώση των σωμάτων, ένας καλόγερος σε μια πλατεία της Φλωρεντίας τον αφορίζει.

 

Το 1632 τον καλεί η Ιερά Εξέταση. Ξεκινά για τη Ρώμη μέσα σε άγριο χειμώνα, σχεδόν τυφλός και φοβισμένος. Τον σέρνουν από ανάκριση σε ανάκριση. Τον «ξεναγούν» στους θαλάμους των βασανιστηρίων, του θυμίζουν συνεχώς το ενδεχόμενο της πυράς.

 

Ενα πρωί τού φορούν το ένδυμα μετανοίας και τον διαπομπεύουν πάνω σε μουλάρι στους δρόμους της πόλης. Οι σύντροφοί του τον ακολουθούν ώσπου φτάνουν στην αίθουσα Σάντα Μαρία Σόπρα Μινέρβα. Υποχρεώνεται να γονατίσει και να αποκηρύξει τις ιδέες του.

 

Ακούει τον εαυτό του να ψιθυρίζει το θρυλικό «eppur si muove» (κι όμως κινείται). Φράση που άκουσε μόνον ο ίδιος και όχι οι κατήγοροί του. Ο Γαλιλαίος εκτοπίζεται σε κατ΄ οίκον περιορισμό σ΄ένα σπίτι έξω από τη Φλωρεντία.

 

«Ο Γαλιλαίος δεν είπε ποτέ λεβέντικα ότι η γη γυρίζει, αλλά σκυφτός και ψιθυριστά» λέει ο Αγγ. Αντωνόπουλος. «Κι όμως ο κόσμος τον κράτησε στη μνήμη του ως ήρωα. Γιατί το είχε ανάγκη. Μια φράση του έργου αφορά σ΄αυτό ακριβώς: η απάντηση στο «αλίμονο στις χώρες που δεν έχουν ήρωες» είναι «αλίμονο στις χώρες που χρειάζονται ήρωες»».

 

Ο Αγγ. Αντωνόπουλος βρίσκει το θέμα της παράστασης εξαιρετικά επίκαιρο. «Είναι πια γεγονός το νέο κοινωνικό είδος των νεόπτωχων. Για εμάς που ζήσαμε άγριες φτώχειες, η κατάσταση είναι πρωτόγνωρη.

 

Μέχρι πέρσι οι άνθρωποι έψαχναν το καινούργιο γκουρμέ εστιατόριο… Μας εξαγόρασε μια κατάσταση που λέγεται πελατειακή σχέση.

 

Ενα προσωπικό μου βίωμα είναι εξόχως δηλωτικό: Επιβιβάζομαι στο Ιντερσίτι με κατεύθυνση την Ολυμπία. Το τρένο κάνει συνεχώς στάσεις. Εξω φρενών παραπονιέμαι: «πόσες στάσεις πρέπει να κάνει το τρένο;». «Δώδεκα», μου απαντούν, «αλλά κάνει πενήντα»… Τους ρώτησα γιατί. «Το έχουν τάξει οι βουλευτές στους ντόπιους»!

 

Σε ποιο μέρος του κόσμου μπορεί πολιτικός να το τάξει και πολίτης να του το ζητήσει; Είμαστε διαφθορείς και διεφθαρμένοι».

 

[email protected]

 

 

Scroll to top