ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Υπό τον αστερισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου
Ανδρέας Εμπειρίκος, «Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων», εισαγωγή-επιμέλεια: Γ. Γιατρομανωλάκης, Αγρα, 2012, σελ. 249.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, «“Εκατό χρόνια πέρασαν και ένα καράβι”: Ο ελληνικός υπερρεαλισμός και η κατασκευή της παράδοσης», Αγρα, 2012, σελ. 359.
Νίκος Σιγάλας, «Ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Ιστορία του ελληνικού υπερρεαλισμού: ή μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας», Αγρα, 2012, σελ. 351.
Αντρέας Κ. Φυλακτού, «Ο Εμπειρίκος συνομιλεί με τον Σικελιανό: Συμβολή στη μελέτη των πηγών και της ποιητικής του Ανδρέα Εμπειρίκου», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κύπρου, 2012, σελ. 231.
Του Αριστοτέλη Σαΐνη
Στην Αλεξάνδρα Σαμουήλ
σε πείσμα των καιρών…
Παρίσι 1904. Ο νεαρός Μαξ Ζακόμπ γνωρίζει σε κάποιο μπαρ του Παρισιού τον Γκιγιόμ Απολινέρ. Ο πατριάρχης της γαλλικής πρωτοπορίας καπνίζει πίπα και ξετυλίγει το κουβάρι των συνειρμών του: γελάει, σκαρώνει τετράστιχα, σιγοτραγουδάει, αγορεύει για την ερωτική λογοτεχνία, τους Πολ Φορ και Ζαν Μορεάς, περνάει στον Μπάφαλο Μπιλ… πριν σηκωθεί ξαφνικά και προτείνει στην μποέμικη ομήγυρη μια βόλτα (Νταν Φρανκ, «Οι Μποέμ», Ψυχογιός, 2000).
Μπορεί ακόμα και για τη σύλληψη του πρωτεϊκού Απολινέρ να φαίνεται μεγάλη η απόσταση από τους Συμβολιστές στον Μπάφαλο Μπιλ αλλά δεν είναι: στη «λογική» της γαλλικής πρωτοπορίας των αρχών του αιώνα η «pulp» λογοτεχνία συγκαταλεγόταν στους άμεσους προγόνους της υπερρεαλιστικής επανάστασης, αφού κατάφερνε να αγγίξει το υπερρεαλιστικό όραμα! (Robin Walz, «Pulp Surrealism», 2000) Σε άρθρο για τον «Φαντομά» των Μαρσέλ Αλέν και Πιερ Σουβέστρ («Mercure de Frances», 16/7/1914), ο Απολινέρ, εισηγητής και του όρου «υπερρεαλισμός», υποστήριζε ότι αρκεί μια γρήγορη ανάγνωση αυτού του σχεδόν ακατέργαστου υλικού για να «επανενεργοποιηθεί» η φαντασία των αναγνωστών. Το ίδιο συμβαίνει με τα λαϊκά περιπετειώδη μυθιστορήματα του Δουμά πατέρα και του Πολ Φεβάλ, όσο και με τα αμερικανικά «έπη» του «Νικ Κάρτερ» και του «Μπάφαλο Μπιλ», που ο ίδιος καταβρόχθιζε περπατώντας.
O συνταγματάρχης Μπιλ Κόντι, ο περίφημος Μπάφαλο Μπιλ, έγινε γνωστός από τις περιοδείες του πολυθεάματος της Αγριας Δύσης, και αργότερα από αναρίθμητα λαϊκά μυθιστορήματα, κόμικς και ταινίες. Ακόμα και αν δέχθηκε γρήγορα (από το 1920) τα πυρά ενός Κάμινγκς, ο θρύλος του ταξίδεψε παντού (τον οικειοποιήθηκε και ο ιταλικός φασισμός, όπως μας θυμίζει ο Εκο στη «Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα») και στοίχειωσε το δυτικό φαντασιακό.
Ισως, λοιπόν, κάπως έτσι προκύπτει ένα από τα πιο περίεργα γραπτά του Ανδρέα Εμπειρίκου, η ανέκδοτη έως σήμερα «Βεατρίκη ή ο Ερωτας του Buffalo Bill». Η εξωτερική πολεμική και ερωτική ιστορία που διαδραματίζεται «εν Κολοράντω», στις «αυχμηρές εκείνες ζώνες που εκτείνονται ανάμεσα στους πριαπικούς κατακόρυφους βράχους του Grand Canyon», μια ζεστή βραδιά του Ιούλη και «λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιον Πόλεμον», όταν ο Ουίλλιαμ Φρειδερίκος Κόντυ συναντά τη δική του Βεατρίκη, συνυφαίνεται και αντιπαραβάλλεται με την παρένθετη ιστορία που ξετυλίγεται σχεδόν στο παρόν της γραφής, το καλοκαίρι του 1945: έξι, πιθανότατα αυθεντικές, ερωτικές επιστολές που ανταλλάσσουν ο Μπάφαλο/Εμπειρίκος και η Βεατρίκη/Βιβίκα (μελλοντική δεύτερη σύζυγος του ποιητή). Στο βάθος της δίδυμης αφήγησης η ταραγμένη εποχή και η εμπειρία της ομηρίας του Εμπειρίκου στα χέρια του ΕΛΑΣ το 1945.
Ανάμεσα στα υπερωκεάνια της «Ενδοχώρας» και στην πλωτή οικουμενική πολιτεία του «Μεγάλου Ανατολικού», λοιπόν, η τριλογία με τον κοινό τίτλο «Τα χαϊμαλιά του έρωτα και των αρμάτων» που αντιπαραβάλλει ο Εμπειρίκος στους «κιβδηλοποιούς του έρωτα και των αρμάτων»: ένα ταξίδι με αερόστατο, με καμβά την βέρνεια επικράτεια («Αργώ ή Πλους αεροστάτου»), ένα κεντροευρωπαϊκό τσίρκο – τόπος μαρτυρίου, όπου ο μέγας «ποτάμιος» λέων Ζαμβέζης θα οδηγήσει την αθίγγανη Ζεμφύρα (από την ομώνυμη ηρωίδα του Πούσκιν) στην αυτογνωσία («Ζεμφύρα ή το μυστικόν της Πασιφάης»), και οι καυτές πραιρίες της «Βεατρίκης», στη Βόρειο Αμερική. Εκεί όπου άλλωστε κατευθύνεται και «ο μεταλλωρύχος και ερευνητής των εγκάτων της ψυχής» του «Μεγάλου Ανατολικού».
Ο Σάββας Μιχαήλ αρκετά πρώιμα («Διαβάζω», Σεπτέμβριος, 2001) διάβασε την τριλογία προβάλλοντάς την στην τριμερή δομή της Δαντικής Κωμωδίας: από το οιδιπόδειο «ινφέρνο» της «Αργώς» (ο πατέρας που σκοτώνει την κόρη και τον εραστή της), στο «πουργατόριο» της «Ζεμφύρας» και από κει στον «παράδεισο» του «άνευ ορίων και άνευ όρων» «Τρελού Ερωτα» της για πρώτης φορά γνωστής «Βεατρίκης». Πράγματι, όπως σημειώνει ο Γιατρομανωλάκης, το «ρομάντζο» της «Βεατρίκης» έχει happy end: όπως και η ιστορία του Μπάφαλο Μπιλ που πλαισιώνει τις επιστολές, η αθηναϊκή ρομαντική ιστορία του 1945 έχει αίσιο τέλος και ο μέγας ποιητής προπορεύεται, «Δάντης μαζί και ανιχνευτής», στον Νέο (υπερρεαλιστικό) Κόσμο παρέα με τη Βεατρίκη του.
Η συμπληρωμένη με τη «Βεατρίκη» τριλογία ήρθε να επιστεγάσει μια ενδιαφέρουσα χρονιά για μία από τις πιο ρηξικέλευθες στιγμές της λογοτεχνικής μας ιστορίας. Αν κρίνουμε, μάλιστα, από το εκδοτικό πρόγραμμα των εκδόσεων Αγρα, θα έχει εξίσου ενδιαφέρουσα συνέχεια. Αν ο Ανδρέας Φυλακτού ανιχνεύει την παρουσία ενός ακόμα «αγίου της μη συμμορφώσεως», του Αγγελου Σικελιανού, στο έργο του Εμπειρίκου, οι μελέτες των Νίκου Σιγάλα και Μιχάλη Χρυσανθόπουλου διαβάζονται παράλληλα. Ο πρώτος εστιάζει σε άγνωστες πτυχές των σχέσεων Εμπειρίκου – Καλαμάρη και στη βαθιά πολιτική περιπέτεια της συνείδησης του Εμπειρίκου, ενώ στη μελέτη του δεύτερου το πάθος του συγγραφέα της «Υψικαμίνου» και η επαναστατικότητα του Nicolas Calas συναντούν τα πινέλα και τη γραφίδα του Νίκου Εγγονόπουλου. Το όραμα των τριών Ελλήνων ριζοσπαστών -σαφώς διαφορετικό από τον μοντερνισμό της «γενιάς του ’30» ή τους υπερρεαλιστικούς μετασχηματισμούς του Ελύτη- αλλά και οι σχέσεις τους με τον μαρξισμό και την ψυχανάλυση επανεξετάζονται με νέα στοιχεία (κυρίως κατάλοιπα του Εμπειρίκου) και άλλη οπτική.
Ο Χρυσανθόπουλος διαβάζει την «Αργώ» ως μεταιχμιακό κείμενο-γέφυρα στην πορεία της εμπειρίκειας ποιητικής προς μια νέα ουτοπία, τη «μεταψυχαναλυτική ουτοπία», η οποία προϋποθέτει την ολοκληρωτική αποδοχή της ψυχαναλυτικής θεωρίας, εκείνο, δηλαδή, το σύστημα που διέπει όλα τα έργα του μετά το 1946.
Για τον Σιγάλα, η μελέτη του οποίου αποτελεί τη σημαντικότερη συμβολή για τη μετακένωση του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, ήδη από τα «Γραπτά», που γράφονται την ίδια εποχή με τα αφηγήματα της τριλογίας (η «Αργώ», όπως έχει δείξει ο Γιατρομανωλάκης, αποσπάται κάποια στιγμή από τη συλλογή), διαφαίνεται η σαφής στροφή του Εμπειρίκου προς το όραμα της απελευθέρωσης του έρωτα. «Μπροστά στην αμείλικτη αρχή της πραγματικότητας» (Ισπανικός Εμφύλιος, άνοδος φασισμού, σφαγές στην Κίνα, σταλινικές εκκαθαρίσεις), ο Εμπειρίκος «χάνει οριστικά την πίστη του στα επαναστατικά κόμματα και προσανατολίζεται σε μια ιδεολογική σφαίρα με κέντρο τον έρωτα […] η οποία συνοψίζεται στο στίχο του 1940: “Είμαι φιλήδονος και σοσιαλιστής”».
Θα συμφωνούσα με το συμπέρασμα της κατατοπιστικής εισαγωγής του Γιατρομανωλάκη. Η ερωτική και ηρωική αυτή τριλογία δείχνει, όπως και το υπόλοιπο έργο του Εμπειρίκου, πως οι αφηγηματικές του ετεροτοπίες, οι περίεργες αυτές ιστορίες που ξετυλίγονται σε αλλοτινούς καιρούς και εξωτικούς τόπους, ακόμα και ο «Μεγάλος Ανατολικός» (το πλοίο ως η κατεξοχήν «ετεροτοπία» για τον Φουκό), δεν αποτελούν παρά «προσχήματα»: «Αυτό που βαραίνει πάντα είναι το δύσκολο παρόν και οι οραματισμοί του για μιαν οικουμενική ερωτική και πολιτική απελευθέρωση». Ετσι, λοιπόν, «διαβαίνει» ο «αετός του Κολοράντο», όπως χρόνια αργότερα ο ισαπόστολος ποιητής του «On the road», ο μέγας Τζακ Κέρουακ διασχίζει την Αμερική «με κάτι του William Cody στη θωριά και στα γερά του σκέλη», Διόνυσος μαζί και Απόλλωνας, τραγουδώντας όπως ο Μπάφαλο Μπιλ του 1945 «άσματα πλήρη, αδαμικά, άσματα συγγενικά στο βάθος του νοήματός των με του Walt Whitman τα άσματα, που πάντα περιέχουν όλον τον οίστρο της ζωής και την δροσιά της χλόης» («Beat, Beat, Beatitude and Love and Glory», 1963).
Το 1999, η ιστορικός τέχνης και συγγραφέας Betty Ann Brown («Gradiva’s Mirror: Reflections on Women, Surrealism and Art history», 2002) επισκέπτεται το Παρίσι αναζητώντας ίχνη του περίφημου «Cafe de la Place Blanche» γύρω από την ομώνυμη πλατεία και απέναντι από την κατοικία του Μπρετόν στη Rue Fontaine. Τα βήματά της σαν να ακολουθούν αυτά του Εμπειρίκου όταν ανάμεσα στο 1920 και 1930 «σχεδόν μηχανικά ωδηγημένος» περιδιάβαζε στα στενά που περιβάλλουν το λίκνο των υπερρεαλιστών («Ο Βασιλιάς o Κογκ», 1964 ). Το καλοκαίρι του 1999, στον ιστορικό χώρο όπου άλλοτε δέσποζε το στέκι των υπερρεαλιστών είχε ξεφυτρώσει ένα εστιατόριο της γνωστής αλυσίδας Buffalo Bill! Η ίδια μπορεί να απογοητεύτηκε, αλλά όπως σχολιάζει, ο Μπρετόν θα εκτιμούσε πολύ αυτή τη «σουρεαλιστική ειρωνεία της αλλαγής». Ισως και ο δικός μας Ανδρέας Εμπειρίκος.