AΦΙΕΡΩΜΑ: 21 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967
Του Κωστή Γιούργου*
Πόσες λέξεις αρκούν για να μεταγγίσει όλη του την ένταση το φορτίο μιας συγκλονιστικής εμπειρίας; Οι ποιητές λένε πως δυο ή τρεις ή, το πολύ, πέντε αρκούν. Και επικαλούνται το «σ’ αγαπώ», δυο λέξεις που λένε όσα δεν μπορούν να πουν χίλιες` δυο απλές λέξεις που χωριστά η καθεμιά τους έχει το δικό της νόημα, όμως ουδέτερο, χωρίς ένταση, αλλά που γίνεται εκρηκτικό όταν οι δυο τους συναντηθούν, ακόμη και στη μοναξιά της απουσίας του αγαπημένου προσώπου.
Ή, λένε άλλοι, φανταστείτε τούτο: «Μίλα, ρε πούστη!» – και μπουνιά στα μούτρα. Ή, αν προτιμάτε, και μόνο μια λέξη: «Δικηγόρο;» – και κλοτσιά στο καλάμι. Ή το άλλο, το δυσοίωνο, «Πάρτε τον απάνω!» – τρεις λέξεις, που σου κόβουν τα ήπατα. Που σε αρπάζουν και σε εξακοντίζουν σ’ έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο που τον διασχίζουν μισοφωτισμένοι διάδρομοι και κατασκότεινες σκάλες γεμάτες ποδοβολητά και βρισιές, ουρλιαχτά και Χριστοπαναγίες, κι ένα σμήνος ασφαλίτες –πίσω σου, δίπλα σου, μπροστά σου– που ωρύονται τρέχοντας, σούρνοντας, χτυπώντας, και σε βγάζουν κλοτσοπατώντας στην ταράτσα, την «ταράτσα της Μπουμπουλίνας». Η Αθήνα που απλώνει στο σούρουπο «τα χλομά της φώτα» δεν είναι η πολύφερνη Αθήνα που σε υποδέχτηκε όταν πρωτοήλθες επαρχιωτάκι πριν από δυο χρόνια. Ο δικός σου κόσμος είναι τώρα πολύ μακριά και, το γνωρίζεις, θα κάνετε καιρό να ξανανταμωθείτε. Ο δικός σου κόσμος δεν φαντάζεται καν πού είσαι αυτή την ώρα και δεν μπορεί ούτε με την αγωνία της σκέψης του να σου συμπαρασταθεί, δεν μπορεί να σε τυλίξει με τη στοργή του και να σε παρηγορήσει, ότι «κουράγιο» και «μη φοβάσαι» και «θα περάσει αυτό»: μια λέξη, δυο λέξεις, τρεις λέξεις, που μπορούν να σου πουν τόσα, μα που απόψε σε ξέχασαν, σ’ άφησαν ολομόναχο. Κάνε τα κουμάντα σου, άλλες λέξεις ορίζουν τη ζωή και τον θάνατό σου τώρα:
«Δέστε τον στον πάγκο!» … «Δεν μιλάς, ρε κωλόπαιδο;», πέφτει –χραπ!– ο σιδεροσωλήνας στις δεμένες πατούσες – χραπ!. «Μίλα, ρε, μίλα!» – χραπ!. «Ξέρεις τον τάδε;» – χραπ!. «Τι κάνατε με τον δείνα;» – χραπ!…
Είναι Απρίλης 1968, «εις της Ελλάδα δεν διαπράττονται βασανιστήρια» και «πρόκειται περί κομμουνιστικών ψιθύρων».
Εξω από τα υπόγεια, πέρα από τους τοίχους της Ασφάλειας, την εξουσία έχει η άνοιξη, όμως εσύ δεν ανήκεις στην επικράτεια του συμβατικού χρόνου. Αυτό θα γίνει όταν, προχωρημένο καλοκαίρι, θα σε μεταφέρουν προφυλακισμένο στου Αβέρωφ κι εκεί θα πρωτακούσεις τη φράση: «Μετά την Μπουμπουλίνας, εδώ είναι Χίλτον!». Θα γνωριστείς με τον Ανδρέα, τον Αντώνη, τον Παύλο, τον Νικολή, τον Θανάση, τον Γιώργη, τον Αρίστο, τον Νίκο, τον Νικηφόρο, τον Κώστα, και τα επόμενα έξι χρόνια τη ζωή σου θα ορίζουν άλλες λέξεις, όπως η λέξη σύντροφε, που, χρωματισμένη ανάλογα, θα σημαίνει αγάπη ή απαρέσκεια, επίπληξη ή επικρότηση, συμφωνία ή διαφωνία, ενδιαφέρον, συμπόνια, αποδοχή, απόρριψη, δυσαρέσκεια, αποδοκιμασία, επιδοκιμασία.
Πέρασε από τότε τόσος καιρός. Κάποια ξεχάστηκαν, κάποια επειδή «έπρεπε να ξεχαστούν», άλλα δεν θα ξεχαστούν ποτέ, επειδή δεν πρέπει, επειδή ειπώθηκε πολύ το «συγχωρώ αλλά δεν λησμονώ» και ακούστηκε πολύ η λέξη «δικαιοσύνη», όμως «εις ώτα μη ακουόντων». Επειδή η Δίκη εσιώπησε και η Υβρις δεν εισέπραξε τη Νέμεση.
Κι έτσι, όπως γίνεται πάντα, έκαναν τον κύκλο τους τα σωστά μας και τα στραβά μας, και τώρα άλλες λέξεις προειδοποιούν γι’ αυτό που μας περιμένει τους Συβαρίτες: «λεφτά υπάρχουν», «μαζί τα φάγαμε», «διεφθαρμένη χώρα», «τεμπέληδες και ακαμάτες», «δεν προλάβαινα να το διαβάσω», «θυσίες ή άτακτη χρεοκοπία», «η βία των δύο άκρων».
Με πιο χυδαία κυνικό και κατάφωρα ψεύτικο ανάμεσά τους: «Στην Ελλάδα της δημοκρατίας δεν διαπράττονται βασανιστήρια».
Οι παλιοί έλεγαν: «Εχουμε πολύ μαλλί να ξάνουμε». Πέντε λέξεις όλες κι όλες.
…………………………………………………………..
* Απο τα ιδρυτικά στελέχη του αντιδικτατορικού «Ρήγα Φεραίου»