Το νέο βιβλίο του Ρομπέρτο Σαβιάνο, που δεν το βάζει κάτω
Ο συγγραφέας του διεθνούς μπεστ-σέλερ «Γόμορρα», που έμαθε να ζει απειλούμενος από το οργανωμένο έγκλημα, αντεπιτίθεται. Στις έντεκα ιστορίες τού «Ο αγώνας συνεχίζεται» καταγγέλλει την κυριαρχία του στη ζωή της χώρας: από την εξαγορά ψήφων στις εκλογές μέχρι την εκμετάλλευση των χωματερών. Συγχρόνως δίνει νέα στοιχεία για τη μυθική, αλλά και δυστυχισμένη ζωή των αρχιμαφιόζων
Tης Παρής Σπίνου
Επικηρυγμένος από την Καμόρα, μετά τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις του για τη δράση της μαφίας στο διεθνές μπεστ-σέλερ του «Γόμορρα», που έγινε και ταινία (κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Κανών το 2008), ο Ιταλός δημοσιογράφος και συγγραφέας Ρομπέρτο Σαβιάνο δεν το βάζει κάτω. Αντί να κρύβεται φοβισμένος, αντεπιτίθεται: αρθρογραφεί, εκτίθεται στο τηλεοπτικό γυαλί με την εκπομπή «Ελα να φύγουμε» στη RAI 3, σκάβει όλο και πιο βαθιά και αποκαλύπτει τις αθέατες πλευρές της σύγχρονης Ιταλίας.
Εντεκα ιστορίες με επίκεντρο τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος και τη δράση της μαφίας, που εκμεταλλεύεται και την οικονομική κρίση, συμπεριλαμβάνονται στο νέο βιβλίο του «Ο αγώνας συνεχίζεται», που θα κυκλοφορήσει μέσα στη βδομάδα από τις εκδόσεις «Πατάκη», σε μετάφραση Μαρίας Οικονομίδου. Ο Σαβιάνο ξύνει παλιές και νέες πληγές. Το οργανωμένο έγκλημα που απλώνει τα πλοκάμια του από τη διακίνηση ναρκωτικών μέχρι τη διαχείριση των τοξικών αποβλήτων, οι σκοτεινές συνδιαλλαγές του με τους πολιτικούς, η εξαγορά ψήφων, αλλά και το ξέπλυμα του μαύρου χρήματος, που φτάνει μέχρι την Ελλάδα, είναι ορισμένα από τα θέματα που αναλύει με ντοκουμέντα, γλαφυρές περιγραφές και μαρτυρίες.
Ιππότες αρχιμαφιόζοι
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο υποστηρίζει ότι οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την ιταλική οικονομία δεν λαμβάνονται στις μεγάλες πόλεις του Βορρά, αλλά στα άγνωστα και υπανάπτυκτα χωριουδάκια του Νότου, όπου βασιλεύουν οι τρεις μεγάλες μαφίες βασιζόμενες στην άγνοια, την απουσία του κράτους, την οπισθοδρόμηση. Μάλιστα οι μαφιόζοι περηφανεύονται ότι κατάγονται από τρεις Ισπανούς ιππότες, μέλη μυστικής εταιρείας του Τολέδου, οι οποίοι γύρω στο 1412 ίδρυσαν την Ντράνγκετα στην Καλαβρία, τη Μαφία στη Σικελία και την Καμόρα στη Νάπολη.
«Μπορεί να φαίνεται παράδοξο που η κατ' εξοχήν χώρα χωρίς κανόνες, η Ιταλία, έχει μαφίες με περισσότερους κανόνες σε σχέση με τις διεθνείς. Η Ιταλία παράγει μια πειθαρχημένη μαφία με αξιόπιστη οργάνωση», σημειώνει ο μαχητικός συγγραφές, καθώς μυεί τον αναγνώστη στα άδυτά τους. Κάποιος προσχωρεί σ’ αυτές τις οργανώσεις μέσα από συμβολικές τελετουργίες, «γιατί οι εγκληματικές δομές είναι πραγματικά ιεραρχικές, με καθήκοντα, τελετουργικά, μισθούς, ευθύνες».
Για παράδειγμα, αυτός που πρόκειται να βαπτιστεί στην Ντράνγκετα, εχει ένα όνομα: «τιμημένη αντίθεση». Οσοι δεν είναι μέλη αποκαλούνται «αντιθέσεις». Στην πρώτη βαθμίδα της ένταξης εισέρχεται με ένα αταβιστικό τελετουργικό: «Τα μέλη παίρνουν θέση σ’ ένα δωμάτιο σχηματίζοντας πέταλο, μετά ο αρχηγός διαβάζει ένα εξαιρετικά μακροσκελές τυπικό και ο βαπτιζόμενος ορκίζεται και αναλαμβάνει την ευθύνη να αποτελεί μέλος μιας οργάνωσης, που σύμφωνα με τον κώδικά της, θα είναι ανώτερη από την οικογένεια, τα παιδιά, το ίδιο του το αίμα. Τα μέλη της Ντράνγκετα αποκαλούνται μεταξύ τους «αδελφοί εξ αίματος». Ο όρκος αυτός λύνεται μόνο με τον θάνατο».
Ο Σαβιάνο περιγράφει μια μυθική και ταυτόχρονα δυστυχισμένη ζωή για τους αρχιμαφιόζους, αφού ξέρουν ότι πάντα ελλοχεύει ο θάνατος ή η φυλακή. Για τον λόγο αυτό προτού χτίσουν τις πολυτελείς κατοικίες τους φροντίζουν για το καταφύγιό τους. Απόμερες κρυψώνες λίγων τετραγωνικών, πλήρως εξοπλισμένες. «Ενα έξυπνο σύστημα από τροχαλίες, αντίβαρα και σκοινιά επέτρεπε την πρόσβαση στο καταφύγιο του Σαβέριο Τρίμπολι, φυγόδικου από το 1994 για διεθνές εμπόριο ναρκωτικών, ο οποίος συνελήφθη τον Φεβρουάριο του 2010», σημειώνει ο συγγραφέας. Στην εξοχή, κοντά σε ένα κοτέτσι και μια ξερολιθιά ήταν η κρυψώνα του, ένα μεγάλο δωμάτιο 30 τ.μ., όπου βρέθηκαν 30 σκάνερ, 20 φορητά ραδιόφωνα, όργανα για τον εντοπισμό κοριών και διακόσιες χιλιάδες ευρώ σε μετρητά.
Μαφίες στις χωματερές
Οι σύγχρονες φατρίες έχουν εξελιχθεί σε «μαφία-επιχειρηματία», συνεχίζει ο Σαβιάνο. Εχουν περάσει από τις παραδοσιακές δολοφονίες, τις απαγωγές, το εμπόριο ναρκωτικών σε μορφές ελέγχου των οικονομικών τομέων και παράλληλα έχουν διεισδύσει στους δημόσιους θεσμούς σε τοπικό επίπεδο. Οι φατρίες στον Βορρά αναλαμβάνουν καλές εργολαβίες για την EXPO, γιατί προσφέρουν μειωμένες τιμές, ελέγχουν τον ανεφοδιασμό των σουπερμάρκετ και καταφέρνουν να ανακυκλώσουν το βρόμικο χρήμα σε μία από τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες τηλεφωνίας.
Στον Νότο πάλι, ανθούν οι «οικομαφίες», που διαχειρίζονται τα απορρίμματα με αφετηρία τη Νάπολη που βρίσκεται σε μια διαρκή κρίση σκουπιδιών – φτάνουν ώς και τον πρώτο όροφο των σπιτιών. Η Καμόρα νοικιάζει στο κράτος χωματερές για εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, έχοντας αγοράσει προηγουμένως τη γη από τους χωρικούς σε εξευτελιστικές τιμές. «Η Καμπανία έχει τον μεγαλύτερο αριθμό παράνομων χωματερών σε λειτουργία». Μέχρι και στα θεμέλια των νέων κτιρίων κρύβουν τα σκουπίδια, ενώ διαχειρίζονται τόνους τοξικών αποβλήτων, που αναμειγνύονται με κανονικά απορρίμματα και με πλαστά έγγραφα τα μετατρέπουν ακόμα και σε λιπάσματα για πώληση.
«Βγάζουν χρήματα πουλώντας δηλητήρια», επισημαίνει ο Σαβιάνο συντάσσοντας έναν κατάλογο με δεκάδες τέτοιες επιχειρήσεις, ενώ παρουσιάζει και την έρευνα του Ανωτάτου Ιδρύματος Υγείας (2008), σύμφωνα με την οποία στην επαρχία της Νάπολης και της Καζέρτα, έχει σημειωθεί αύξηση της θνησιμότητας λόγων των καρκίνων και των συγγενικών δυσμορφιών.
Εξαγοράζοντας ψήφους
Οι μαφίες διαχειρίζονται και τις ψήφους στις δημοτικές εκλογές στη νότια Ιταλία, ακόμα και με οργανωμένα γραφεία, προκειμένου να βολέψουν τους πολιτικούς που θέλουν να τους έχουν του χεριού τους. Να πώς λειτουργούν: «Την περίοδο των περιφερειακών εκλογών του 2010 η Περιφερειακή Διεύθυνση κατά της Μαφίας της Νάπολης ξεκίνησε μια έρευνα για την αγοραπωλησία των ψήφων. Στην Καμπανία οι τιμές κυμαίνονται από είκοσι έως πενήντα ευρώ. Στην πράξη, υπάρχει ένας διαχειριστής που υπόσχεται στον πολιτικό χίλιες ψήφους με αντάλλαγμα είκοσι ή πενήντα χιλιάδες ευρώ. Στη συνέχεια, ο διαχειριστής μοιράζει τα χρήματα στα άτομα που πάνε να ψηφίσουν: συνταξιούχους, ανέργους, νέους (…). Ο διαχειριστής είναι κάποιος που δεν εμπλέκεται με το έγκλημα, ο οποίος καταφέρνει να πείθει εκείνους που συνήθως δεν πάνε να ψηφίσουν, τελικά να ψηφίσουν τον τάδε πολιτικό. Και ως απόδειξη για την ψήφο που έριξαν, πρέπει να δείξουν τη φωτογραφία του ψηφοδελτίου που τράβηξαν με το κινητό».
Ο Ρομπέρτο Σαβιάνο καταγγέλλει τη λασπολογία εναντίον του και την προσπάθεια φίμωσής του από τα κυβερνητικά ΜΜΕ, ενώ τονίζει ότι η μαφία αποτελεί πληγή για τη δημοκρατία. Δεν φτάνει μόνο η αστυνομία και η δικαιοσύνη να κάνουν καλά τη δουλειά τους, υποστηρίζει, χρειάζεται και η ενεργοποίηση του κάθε πολίτη. «Οταν δρα με αξιοπρέπεια, δεν λυγίζει, δεν ζητά ως χάρη αυτό που του ανήκει δικαιωματικά. Οταν αντιδράς γιατί αυτές οι ιστορίες σε αφορούν επειδή κλέβουν την ευτυχία σου, το δίκιο σου».
……………………………………………………………..
«Ξέπλυμα» και επενδύσεις στην Ελλάδα
Ο Σαβιάνο περιλαμβάνει και την αποκαλυπτική μαρτυρία-αυτοπροσωπογραφία ενός «μπος» της Καμόρα, του Μαουρίτσιο Πρεστιέρι, που θα μπορούσε να γίνει κινηματογραφική ταινία. Προέρχεται από οικογένεια κομμουνιστών, ενώ για χρόνια ήταν ενεργό μελος του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και μετά του Λαού της Ελευθερίας. Αριστος επιχειρηματίας, κρατούσε βιβλίο εσόδων-εξόδων, ασχολήθηκε με το εμπόριο κοκαΐνης, ξέπλυνε κυρίως σε πολύτιμους λίθους και τελικά συνεργάστηκε με τις αρχές, παρότι η φατρία του πρόσφερε ένα εκατομμύριο ευρώ για κάθε καταγγελία που αποφάσιζε να αποσύρει.
Ο Πρεστιέρι, που θέλει να τον αναφέρουν ως VIPL (Πολύ Σημαντικό Πρόσωπο Τοπικώς), επισημαίνει ότι οι «μπος» ζουν όλο και περισσότερο στο εξωτερικό και επενδύουν σε κράτη όπου δεν υπάρχει κάποια κουλτούρα κατά της Μαφίας: Αλβανία, Ελλάδα, Σλοβενία, Κροατία, Μαυροβούνιο.
«Δεν είμαι από αυτούς που καταλαβαίνουν από οικονομικές κρίσεις, είμαι σε θέση όμως να διαβεβαιώσω ότι ο Πάολο ντι Λάουρο (σ.σ. ένα ακόμα μεγάλο αφεντικό) επί σειρά ετών επένδυσε πολλά εκατομμύρια ευρώ στην Αθήνα και στην ελληνική παράκτια ζώνη: εστιατόρια, ξενοδοχεία, πολυκατοικίες, ακόμα και βιομηχανίες. Ολα τα καρτέλ εκεί επένδυαν για χρόνια. Αυτό έφραξε την οικονομία τους, ήταν σαν αποικίες… Κατά τη γνώμη μου, για να κατανοήσουν την κρίση, θα έπρεπε να λάβουν υπόψη τους και αυτά τα γεγονότα. Ομως εγώ δεν είμαι ειδικός…».