Η τρίτη ταινία της σειράς είναι εφάμιλλη της πρώτης και έχει και τον Μπεν Κίνγκσλεϊ να κλέβει την παράσταση στον ρόλο του κακού. Την εβδομάδα συμπληρώνει η κινηματογραφική μεταφορά του βραβευμένου μυθιστορήματος «Η πέτρα της υπομονής», από τον ίδιο τον συγγραφέα του, Ατίκ Ραχίμι, με θέμα την καταπίεση των γυναικών στις μουσουλμανικές χώρες. Κι ένα ντοκιμαντέρ του Φατίχ Ακίν,όχι τόσο καλό όσο οι ταινίες του
Της Λήδας Γαλανού
Iron Man 3 (αστεράκια 3,5) Σκηνοθεσία: Σέιν Μπλακ Ηθοποιοί: Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, Γκάι Πιρς, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Τζον Φαβρό, Ντον Τσιντλ, Γκουίνεθ Πάλτροου, Ρεμπέκα Χολ
Ο Τόνι Σταρκ, ζώντας πια με ανοιχτή ταυτότητα ως Iron Man, αντιμετωπίζει δυσκολίες στη φαινομενικά τέλεια ζωή του. Είναι ένας ήρωας χωρίς στόχο, η σχέση του με την Πέπερ περνά κρίση κι ένας παγκόσμιου βεληνεκούς τρομοκράτης, ο Μανδαρίνος, απειλεί τη δική του ύπαρξη αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας. Θα καταφέρει ο Τόνι Σταρκ να ξαναβρεί τη δύναμη μέσα του να προστατέψει εκείνους που αγαπά και να δώσει ένα οριστικό μάθημα στο κακό, διατηρώντας ταυτόχρονα αλώβητο το αυτοσαρκαστικό του χιούμορ;
Ναι και με το παραπάνω, είναι η απάντηση, μια και αυτή, η τρίτη συνέχεια του κινηματογραφικού «Iron Man» (ή 3 ½ αν υπολογίσουμε και τους «Avengers») είναι τουλάχιστον εφάμιλλη της πρώτης, αν όχι και η απολαυστικότερη. Τα εύσημα πρώτα απ’ όλα στον Σέιν Μπλακ που, εκτός από σκηνοθέτης, υπογράφει και ως σεναριογράφος την ταινία, δίνοντας έμφαση στην εξέλιξη της πλοκής και στους διαλόγους, ακόμα περισσότερο κι απ’ ό,τι στις σκηνές δράσης. Το χιούμορ, η σάτιρα, η απαισιοδοξία στην ψυχή του ήρωα που βρίσκεται σε αδυναμία κι αντιμετωπίζει κρίσεις πανικού, συνθέτουν μια ταινία ανθρώπινη και «οικεία», με τον τρόπο που το κάνουν τα ίδια τα κόμικς για τους αναγνώστες τους.
Φυσικά οι σκηνές δράσης υπάρχουν κι είναι εντυπωσιακές, αλλά κρέμονται ανάμεσα στη high tech φαντασία και σε μια ’60ς ανάμνηση, μετατρέποντας το φιλμ, ευπρόσδεκτα, από περιπέτεια σε κωμωδία δράσης, τοποθετώντας το στην καρδιά του έξυπνου και διασκεδαστικού κινηματογραφικού entertainment. Επιπλέον, απέναντι στον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ που, πια, χειρίζεται μοναδικά τον Τόνι Σταρκ σαν να τον ξέρει απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη, με σεξαπίλ και στραβό χαμόγελο, στέκεται ένας αντάξιος «κακός», μακριά από οποιαδήποτε καρικατούρα ή μεταλλαγμένο τέρας, ένας φιλόδοξος άνθρωπος που παίρνει εκδίκηση επειδή υποτιμήθηκε στο παρελθόν – η ψυχανάλυση παίζει μεγάλο ρόλο στο σίκουελ! Ερμηνευτικά, την παράσταση κλέβει χωρίς αμφιβολία ο Μπεν Κίνγκσλεϊ, ενσαρκώνοντας τον Μανδαρίνο με μπρίο και μικρές δόσεις βρετανικού φλέγματος, χαρακτηριστικά που εύκολα κατεβαίνουν με λίγη μπίρα και που θα μείνουν γραμμένα με χρυσά γράμματα στον κατάλογο των αγαπημένων δεύτερων ρόλων της χρονιάς.
Και για όσους αναζητούν ένα δίδαγμα πίσω από την απόλαυση, η ταινία κάνει κι ένα πετυχημένο σχόλιο για το πώς η τρομοκρατία και η πολιτική σκηνή, στις μέρες μας, δεν είναι τίποτε άλλο από επιτυχημένη show business, με σκηνοθέτες, πρωταγωνιστές και κομπάρσους.
……………………………………………………………..
Η πέτρα της υπομονής (αστεράκια 2,5) (The Patience Stone) Σκηνοθεσία: Ατίκ Ραχίμι Ηθοποιοί: Γκολσίφτεχ Φαραχανί, Χαμίντ Τζαβαντάν, Χασίνα Μπουργκάν, Μασί Μροβάτ, Μαλάκ Ντιάχαμ Καζάλ
Σε μια ανώνυμη μουσουλμανική χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο, μια νεαρή γυναίκα φροντίζει τον πολύ μεγαλύτερο άντρα της που έχει χάσει την επαφή του με τον κόσμο έπειτα από μια σφαίρα που τον βρήκε στο κεφάλι. Οσο έξω απ’ το σπίτι τους μαίνεται η μάχη, εγκαταλελειμμένη από συγγενείς και φίλους, με τη ζωή της και των παιδιών της να κρέμεται από μια τυχερή κλωστή, η γυναίκα θ’ αρχίσει να μιλά στον αμέτοχο σύζυγό της, όσο δεν του είχε μιλήσει στην κοινή τους πορεία. Θ’ ανοίξει την καρδιά της και θ’ αφήσει να ξεχυθούν οι απογοητεύσεις και τα όνειρα μιας ζωής, η βία και η καταπίεση και η καλά κρυμμένη πίστη της στον εαυτό της.
Η «Πέτρα της υπομονής», το ξακουστό βραβευμένο μυθιστόρημα του Ατίκ Ραχίμι, μεταφέρεται στην οθόνη από τον ίδιο ως σκηνοθέτη. Ο εξομολογητικός μονόλογος του βιβλίου παραμένει το βασικό σημείο υποβολής και στην ταινία, ειπωμένος με σπαρακτική δύναμη από την πανέμορφη Φαραχανί, που κρατά ολόκληρο το φιλμ στους λεπτούς της ώμους. Η ιδέα ότι όσο οι άντρες παίζουν πόλεμο, οι γυναίκες τα βγάζουν πέρα με τη δυστυχία της ζωής, διαπερνά ολόκληρη την ταινία και τα μηνύματά της ακούγονται πιο ισχυρά από τις σφαίρες που απειλούν διαρκώς να φέρουν το τέλος.
Μόνο που το βάρος της αφήγησης όπως τη διαβάζεις σ’ ένα βιβλίο, μετατρέπεται σε επιτήδευση όταν την ακούς στο σινεμά. Το συγκλονιστικό εύρημα του έργου αποκτά μια θεατρική στατικότητα, έναν ψεύτικο μελοδραματισμό, τον οποίο ενισχύει η πανέμορφη μεν, αλλά υπερβολικά προσεγμένη φωτογραφία και σκηνοθεσία που στραγγίζουν το δράμα της ηρωίδας από αυθορμητισμό και ωμότητα. Παρ' όλα αυτά, έστω και με αισθητικά πέπλα πυκνότερα κι από την μπούρκα της γυναίκας, η αλήθεια των μοιραίων ιστορικών αδικιών εντυπώνεται πεντακάθαρα στη σκέψη του θεατή.
………………………………………………………..
Ο Παράδεισος δεν είναι εδώ (αστεράκια 2) (Der Müll im Garten Eden) Σκηνοθεσία: Φατίχ Ακίν
Ο σκηνοθέτης τού «Soul Kitchen», ο τουρκικής καταγωγής Γερμανός Φατίχ Ακίν, εκφράζει το ενδιαφέρον του για τις ρίζες του και για το περιβάλλον σ’ ένα ντοκιμαντέρ οικολογικού προβληματισμού. Παρακολουθώντας, από το 2007 έως το 2012, το χωριό της γιαγιάς του στη Μαύρη Θάλασσα, καταγράφει την καταστροφική δημιουργία μιας χωματερής, την πορεία των έργων, την ολοκλήρωση, τα συνεχή λάθη, τις κατασκευαστικές ατέλειες, την εγκληματική αμέλεια των εργολάβων και της κυβέρνησης απέναντι στο περιβάλλον και τους κατοίκους, τους αγώνες των τελευταίων να εμποδίσουν το χτίσιμο ή να κλείσουν τη χωματερή.
Οπως έχει αποδείξει με τις ταινίες μυθοπλασίας που έχει υπογράψει, ο Φατίχ Ακίν είναι ένας ευαίσθητος, αεικίνητος σκηνοθέτης, που με άνεση προσεγγίζει τους ήρωές του, τους παρατηρεί από απόσταση αναπνοής και καταφέρνει, χωρίς ηχηρές σκηνές ή τερτίπια, να βγάλει την αλήθεια τους στην οθόνη. Γι’ αυτό και το ντοκιμαντέρ του έχει ένα πνεύμα σαφώς πιο διαπεραστικό και μια φωτογραφία πιο σκεπτόμενη από ένα περιβαλλοντικό ντοκιμαντέρ της σειράς. Θα ήταν, ωστόσο, ενδιαφέρον, εκτός από την καταστροφή της φύσης, να αναδείξει την κουλτούρα και τους ανθρώπους της περιοχής του, να παρουσιάσει, πιο ανθρωποκεντρικά, το πώς εκείνοι αντιμετωπίζουν το πρόβλημα. Ισως φταίει η ομοιότητα του λαού, αλλά και του κυβερνητικού χάους με τη δική μας πραγματικότητα, αλλά μας έλειψε μια πιο ιδιαίτερη ταυτότητα και μια πιο προσωπική φωνή στον Παράδεισο του Φατίχ Ακίν, σε μια ταινία που συχνά μοιάζει με ελληνικό δελτίο ειδήσεων.
……………………………………………………..
Ο μανάβης (αστεράκια 3) Σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος
Ο Νίκος Αναστασίου, ο μανάβης του τίτλου, γεμίζει το φορτηγό του με ζαρζαβατικά και μαζί την οικογένειά του –γυναίκα, παιδιά, νύφες, γαμπρούς– και, μέσα στις τέσσερις εποχές του χρόνου, περνά από τα απομακρυσμένα χωριά της Πίνδου, φέρνοντας στους κατοίκους τα προϊόντα του, αλλά και προσφέροντάς τους τη μοναδική τους επαφή με τον έξω κόσμο.
Ο Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος επιστρέφει στο σινεμά με το χιούμορ και την ευαισθησία που γνωρίσαμε πριν από χρόνια με το «Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου». Με στωικότητα και υπομονή, η κάμερά του περιπλανιέται σε μέρη που του είναι τόσο οικεία, ώστε με ευκολία μάς φιλοξενεί στα πλάνα του. Καταγράφει τους ανθρώπους που παρατηρεί με σεβασμό και, παρότι συχνά οι σκηνές του έχουν μια απολαυστική κωμικότητα, αλλά και μια δραματική συγκίνηση, προσπαθεί να μάθει απ’ τη σοφία των χρόνων τους και να διδάξει τις αλλαγές που περνούν από πάνω τους όπως αλλάζει η φύση με το πέρασμα των μηνών.
Ταυτόχρονα, το ντοκιμαντέρ κάνει ένα διακριτικό, διάφανο σχόλιο πάνω στην Ελλάδα της κρίσης, τόσο ζυμωμένο με την καθημερινότητα των ηρώων του που λειτουργεί πιο επιδραστικά κι από την πιο στρατευμένη ταινία. Ο Κουτσιαμπασάκος μένει πίσω, απλός παρατηρητής, αποκαλύπτοντας στις επιλογές του φακού του το μεγαλείο της καθημερινότητας ανθρώπων αληθινών που, στην ουσία, το μόνο που προσπαθούν να κάνουν είναι να επιβιώνουν χειμώνα–καλοκαίρι. Η ταινία ξεκίνησε την πορεία της την προηγούμενη εβδομάδα από τα Τρίκαλα κι αυτή την Πέμπτη προβάλλεται στη Θεσσαλονίκη, ενώ στους προσεχείς σταθμούς της είναι και η Αθήνα.