28/04/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Λένιν… φοράει κοστούμι

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη

 

 

 

Μέμη Κατσώνη, «Ο Λένιν στον Αγιο Αντώνιο». Διηγήματα. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, σελ. 196.

 

 

 

 

 

 

Ελισάβετ Χρονοπούλου, «Φοράει κοστούμι». Διηγήματα. Εκδόσεις Πόλις, σελ. 111.

 

 

 

 

 

 

Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, το διήγημα θέλει τη δική του ωριμότητα, ωριμότητα που απαιτείται τόσο στη σύλληψη της ίδιας της πυρηνικής ιδέας και την οπτική γωνία υπό την οποία θα αιχμαλωτιστεί, όσο και στον χειρισμό της. Οι δύο προκείμενες συλλογές προέκυψαν από τη γραφίδα δύο πρωτοεμφανιζόμενων συγγραφέων, οι οποίες, αν και διαφέρουν ως προς ύφος τους, αφήνουν το στίγμα τους στον αναγνώστη δείχνοντάς του την Αθήνα -ή την όποια Αθήνα- με άλλο μάτι.

 

Τα διηγήματα της Μ. Κατσώνη φαινομενικά αγγίζουν τη γη. Τοποθετούνται σε σταθμούς μετρό, ηλεκτρικού και λεωφορείων ανά το Λεκανοπέδιο Αττικής, αλλά εξ αρχής γίνεται σαφές ότι αιωρούνται εκτός χρόνου και τόπου. Στην ουσία πρόκειται για διασταυρώσεις σημαινόντων και σημαινομένων, όπου το φανταστικό τέμνει το ρεαλιστικό, παραλληλίες χρονοτόπων συμπίπτουν στο ίδιο μυθοπλαστικό σκηνικό, διιστορικά πάρτι εκτυλίσσονται σε κάθε διήγημα κ.ά. Συναντά κανείς τον Λένιν σε έναν συρμό στον Αγιο Αντώνιο και μαρξιστές την εποχή του Καποδίστρια ή τον Μοντιλιάνι να διαβάζει για τον θάνατό του και τον Douglas Adams να πεθαίνει σε διάδρομο γυμναστηρίου.

 

Η διηγηματογράφος κινείται περίτεχνα στη διακειμενικότητα. Ο αστυνόμος αναζητεί τον ένοχο για έναν φόνο που συνέβη μέσα στο βιβλίο του Φόστερ, ενώ ποικίλα είδη κειμένων (ημερολόγιο, θέατρο κ.λπ.) γίνονται οι μήτρες για να χυθεί το σώμα παιχνιδιάρικων διηγημάτων, άλλοτε με το επίχρισμα της εκκλησιαστικής γλώσσας κι άλλοτε με το ύφος του προφορικού λόγου. Ετσι, το απλό και καθημερινό παίρνει άλλες διαστάσεις, καθώς απομαγεύεται στο καζάνι των γλωσσικών και πραγματολογικών αναφλέξεων.

 

Ο αναγνώστης αφενός διαβάζει τα διηγήματα παρακολουθώντας το αφηγηματικό τους τέμπο και αφετέρου απογειώνεται σε μεταμοντέρνες (ειρωνικές) εκδοχές της ζωής και της γραφής. Ο θάνατος ελλοχεύει παντού ως το πιο εύλογο πράγμα στον κόσμο, ενώ η φυσική πραγματικότητα διασταυρώνεται -απόλυτα φυσιολογικά- με τη μεταφυσική. Η απόλαυση αναδύεται αυτόματα, αφού το ξάφνιασμα της μετέωρης ανάγνωσης δεν εμποδίζει τον αναγνώστη να ακολουθήσει το εκρηκτικό μείγμα πραγματικών και φανταστικών προσώπων, ειδών λόγου, αστικών τοποθεσιών και μυθιστορηματικών σκηνικών, υπερρεαλιστικών διαλόγων και ιστοριών με αναπάντεχες καταλήξεις. Μπορεί να μη θυμάται την υπόθεση μόλις τελειώσει την ανάγνωση –δεν είναι άλλωστε αυτός ο στόχος―, αλλά σίγουρα νιώθει ότι βρίσκεται μεταξύ αντιμαχόμενων πυρών που εκρήγνυνται μπροστά στα μάτια του κι έτσι βιώνει την αισθητική ανοικείωση που ανανεώνει τη λογοτεχνία.

 

Από την άλλη, τα διηγήματα της Ελισάβετ Χρονοπούλου έχουν περισσότερο ρεαλιστική βάση και πηγάζουν από τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Βασικός τους άξονας είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον Αλλο, αλλοδαπό ή ημεδαπό, τρόπος ο οποίος μπορεί να είναι από επιφυλακτικός έως παρεξηγήσιμος κι από φοβικός έως ρατσιστικός. Τα οκτώ κείμενα της συλλογής αναρριχώνται στην καθημερινότητα και απλώνονται από τις οικογενειακές σχέσεις μέχρι το σχολείο και τη γειτονιά κ.λπ., ενώ σε ένα (στην «Αμαλία») οι προσωπικές σχέσεις αποβαίνουν σημαντική παράμετρος συμπεριφοράς μέσα στη δίνη του Εμφυλίου.

 

Η διηγηματογράφος βλέπει όλες αυτές τις σχέσεις μέσα από τη ματιά του κεντρικού χαρακτήρα κάθε διηγήματος κι έτσι εστιάζει με ψυχολογικά εργαλεία στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Οι διαπροσωπικές σχέσεις στηρίζονται σε μια σειρά ενδόμυχων κινήτρων και οδηγούν σε αψυχολόγητες φαινομενικά πράξεις, οι οποίες ωστόσο στην πορεία εξηγούνται, αν κανείς σκύψει με προσοχή στα υπόγεια ρεύματα που διατρέχουν το «είναι» του καθενός. Ο ρατσισμός στην «Μπουτίκ δώρων» αναπτύσσεται από μια επιφύλαξη που γίνεται φόβος, μολονότι το άτομο που υποτίθεται ότι αποτελεί απειλή είναι πιο ανυπεράσπιστο και ευάλωτο απ’ ό,τι φαίνεται. Η ψυχολογία του θύτη αναδεικνύεται και σε άλλα διηγήματα που αφορούν είτε φυσικούς αυτουργούς («Φοράει κοστούμι») είτε ηθικούς («Το μοτόρι»), ενώ ακόμα και ο αυτόπτης μάρτυρας που κρύβει την αλήθεια είναι ένοχος, ενοχή που δεν μπορεί να είναι καταδικαστική όσο κανείς διερευνά τον αβυσσαλέο ψυχισμό του ανθρώπου («Τι να σου πει κι η θάλασσα»).

 

Ο αδύναμος εαυτός συγκρούεται -πρώτα εσωτερικά- με την ηθική και ενίοτε με τον νόμο, ο άνθρωπος συχνά αυτοτιμωρείται για τα λάθη των άλλων («Χειρόγραφο»), η σιωπηλή συνενοχή δείχνει το ασταθές έδαφος κάθε ατομικότητας που δεν είναι σε θέση να ορθώσει τη θέληση και τη λογική της ως δυνάμεις αντίστασης σε όσα στραβά συμβαίνουν γύρω μας. Γι’ αυτό πάνω από τις σχέσεις και τις ανθρώπινες διασταυρώσεις, τα συναισθήματα, όπως η επιφύλαξη, ο φόβος, η ζήλια, οι τύψεις, είναι αυτά που φωτίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος δίνει το στίγμα του μέσα στη ζωή. Η Χρονοπούλου, μέσα από τις ιστορίες της, μάς μαθαίνει να ακούμε και να σεβόμαστε τα μύχια και τα ανομολόγητα της ψυχής.

 

Scroll to top