Αβάν πρεμιέρ στο Γκέτε, στις αίθουσες στις 23 Μαίου
Η Γερμανίδα σκηνοθέτις Μάργκαρετ φον Τρότα έκλεισε σε μια ταινία τα χρόνια που η μεγάλη Εβραία αιρετική φιλόσοφος κάλυπτε ως δημοσιογράφος τη δίκη του Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ και κατέληγε στο ότι οι ναζί χασάπηδες εκπροσωπούσαν την «Κοινοτοπία του Κακού»
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Η Μάργκαρετ φον Τρότα, σκηνοθέτις-σύμβολο της ανανέωσης του γερμανικού κινηματογράφου μαζί με τον Φασμπίντερ και τον Βέντερς, εξακολουθεί να γοητεύεται από γυναίκες δυνατές, που σκέφτονται και δρουν χωρίς κοινωνικούς και πολιτικούς φραγμούς, που σημαδεύουν την εποχή τους.
Μετά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και την Γκούντρουν Ενσλιν ήρθε η σειρά της Χάνα Αρεντ (1906-1975). Της αιρετικής πολιτικής φιλοσόφου, που αποκάλεσε τον ναζισμό «κοινοτοπία του κακού», αλλά και ενόχλησε την Αριστερά ταυτίζοντας τον ολοκληρωτισμό του Στάλιν με τον εθνικοσοσιαλισμό. Της τολμηρής αριστερής, που ερωτεύτηκε τον φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, υμνητή του ναζισμού. Της Γερμανοεβραίας, που διώχτηκε και φυλακίστηκε. Της δημοσιογράφου, που κάλυψε την πολύκροτη δίκη του Αντολφ Αϊχμαν, επικεφαλής του Γραφείου Εβραϊκών Υποθέσεων της Γκεστάπο και αρχιτέκτονα του Ολοκαυτώματος.
Σ' αυτό το τελευταίο περιστατικό της περιπετειώδους ζωής της εστίασε και η Μάργκαρετ φον Τρότα στην ταινία της «Hannah Arendt – Οι ιδέες της άλλαξαν τον κόσμο». Η αβάν-πρεμιέρ της θα γίνει στο Γκέτε, τη Δευτέρα, 13 Μαΐου, λίγο πριν βγει στις αίθουσες (23/5).
Η Μάργκαρετ φον Τρότα είχε πάνω από μια δεκαετία στο μυαλό της την ταινία. Στην αρχή νόμιζε ότι πρέπει να περιγράψει όλη τη ζωή της Αρεντ. Κατέληξε σε τέσσερα μόνο, αλλά πολύ σημαντικά χρόνια για αυτήν, την περίοδο 1960-64, τότε που ο Αϊχμαν συλλαμβάνεται, δικάζεται στην Ιερουσαλήμ και απαγχονίζεται. Η Χάνα, που καλύπτει δημοσιογραφικά τη δίκη για το αμερικανικό περιοδικό «The New Yorker», περιμένει να αντιμετωπίσει ένα τέρας, μια σατανική ιδιοφυΐα. Εκπληκτη διαπιστώνει πως ο εγκληματίας δεν είναι παρά μια μετριότητα, ένας συνηθισμένος σχολαστικός γραφειοκράτης. Καταγράφει τις σκέψεις της στο πιο διάσημο έργο της («Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Εκθεση για την Κοινοτοπία του Κακού») προκαλώντας μια από τις πιο σφοδρές διαμάχες της μεταπολεμικής εποχής, που επηρέασε την πολιτική και ιστορική θεώρηση του εθνικοσοσιαλισμού, αλλά και τη ζωή της ίδιας της συγγραφέα. Δέχτηκε επικρίσεις από τον Τύπο, την ακαδημαϊκή κοινότητα, τη Μοσάντ, ακόμα και από τους πολύ στενούς της φίλους.
Δύο προβλήματα είχε κυρίως η φον Τρότα.
-Πώς μπορείς να περιγράψεις στον κινηματογράφο μια γυναίκα που σκέφτεται, να τη δεις να σκέφτεται; Η απάντησή της ήταν η πρωταγωνίστριά της, η Μπάρμπαρα Σούκοβα, η ηθοποιός που είχε διαλέξει και για τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Είναι, όπως λέει, η μόνη «που μπορεί να δείξει ακριβώς το πώς σκέφτεται κανείς ή ότι σκέφτεται κανείς». Την επέβαλε στους χρηματοδότες της και δούλεψε μαζί της για έκτη φορά.
«Στην ταινία υπάρχει ένας λόγος διάρκειας έξι λεπτών, στα αγγλικά, και με την έντονη γερμανική προφορά που είχε η Αρεντ. Η Μπάρμπαρα Σούκοβα κατορθώνει να κάνει τον θεατή να σκεφτεί μαζί της και να παρακολουθήσει την ανάλυσή της. Το ζητούμενο δεν είναι ο ηθοποιός να διαβάζει απλά τα λόγια από το χαρτί, αλλά να μιλά ελεύθερα και καθώς σκέφτεται να παράγει λόγο», λέει η σκηνοθέτις. «Η Αρεντ και η Σούκοβα έγιναν για μένα ένα πρόσωπο. Ξαφνικά στάθηκε μπροστά μου μια γυναίκα ολοζώντανη, με σάρκα και οστά. Ενα είδος συγχώνευσης, κάτι που είχε συμβεί και στη “Ρόζα Λούξεμπουργκ”».
-Το δεύτερο πρόβλημα ήταν ο ίδιος ο Αϊχμαν. Η σκηνοθέτις προτίμησε να χρησιμοποιήσει αρχειακό ασπρόμαυρο υλικό. «Ενας ηθοποιός δεν μπορεί να αποδώσει εκείνο που νιώθει κανείς παρατηρώντας τον πραγματικό Αϊχμαν», εξηγεί, «αυτή τη μιζέρια, τη μετριότητα, τη γλώσσα της γραφειοκρατίας –ο άνθρωπος δεν ήταν σε θέση να συντάξει μια κανονική πρόταση. Ηταν ένας χαρτογιακάς». Ετσι στην ταινία η Αρεντ κάθεται ως επί το πλείστον στον χώρο των δημοσιογράφων, όπου η δίκη αναμεταδιδόταν σε οθόνες.
Η Μάργκαρετ φον Τρότα δεν ήθελε να κάνει «ένα διδακτικό έργο, αλλά κάτι που να έχει ζωή». Γι' αυτό επέλεξε «τα στοιχεία που εξακολουθούν και σήμερα να αποτελούν πρότυπα ή παρουσιάζουν αντιφάσεις ή είναι συγκινητικά». Στην ταινία εμφανίζονται και τα πρόσωπα που έπαιξαν ρόλο στη ζωή της Αρεντ, ο σύζυγός της Χάινριχ Μπλίχερ, ο δάσκαλός της στη φιλοσοφία και εραστής της Μάρτιν Χάιντεγκερ, η φίλη της, συγγραφέας Μέρι ΜακΚάρθι.
«Η Χάνα Αρεντ ήταν ένα άτομο μαχητικό, που δεν φοβόταν την αντιπαράθεση και που δεν δίσταζε να υπερασπιστεί με σθένος αυτό που είχε αναγνωρίσει ως ορθό -πάντα, όμως, με την πρόθεση να κατανοήσει», λέει η Μάργκαρετ φον Τρότα. «Μία από τις κομβικές φράσεις της είναι “Θέλω να καταλάβω”. Το ίδιο ισχύει και για μένα και τις ταινίες μου».
ΙNFO: 13 Μαΐου, Ινστιτούτο Γκέτε, 8.30 μ.μ. με δελτία προτεραιότητας που θα μοιράζονται από τις 7 μ.μ. Η πρεμιέρα γίνεται σε συνεργασία με τη Strada Films. Η ταινία, μια συμπαραγωγή με το Ισραήλ, γυρίστηκε σε Γερμανία, Ιερουσαλήμ και Λουξεμβούργο με διευθύντρια φωτογραφίας την Καρολίν Σαμπετιέ, βραβευμένη με Σεζάρ για το «Ενώπιον Θεών και Ανθρώπων» του Ξαβιέ Μποβουά (2011).