Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

Eπιμέλεια: Μισέλ Φάις

 

 

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης «Το ελάχιστο ίχνος». Μυθιστόρημα. Το Ροδακιό, σ. 318.

 

 

 

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

 

Από τις ίδιες, αισθητικά άψογες και με άρωμα παλιού βιβλίου, εκδόσεις και το ανά χείρας, τρίτο μυθιστόρημα του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Μετά το βραβευμένο «Οι τέσσερις τοίχοι» (2000) και τον μυστηριώδη ημερολογιακό «Φιλοξενούμενο» (2004), ο συγγραφέας στράφηκε στο διήγημα, διασχίζοντας τα όρια μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας με τις «Φυσικές ιστορίες» (2006) ή εξερευνώντας τη σχέση κειμένου-εικόνας στον «Υπνο» (2008). Την ίδια εποχή, ο μέχρι τα 25 του χρόνια ηθοποιός αρχίζει να γράφει για το θέατρο: αν η απότομη αλλαγή στη ζωή μιας αποκλειστικής νοσοκόμας αποτελεί το θέμα του μονολόγου της «Μεταμφίεσης» (Ιανός 2005), ένα μεγάλο μυστικό δοκιμάζει τη φιλία μιας παρέας εφήβων «Στην οθόνη φως» (2011) και κακοφορμισμένες οικογενειακές ιστορίες φέρνουν αντιμέτωπες δύο αδελφές στον «Αέρα» (Δήγμα / Ευρασία 2011).

 

Η ανάγνωση των πεζών του Χατζηγιαννίδη αφήνει την αίσθηση ενός κλειστοφοβικού αισθητισμού, με το αλλόκοτο να κρύβεται στο καθημερινό, το θαυμαστό και το παράξενο στη λιτότητα και την οικονομία των εκφραστικών τρόπων, ενώ το τέλος παραμένει μετέωρο και ανοικτό. Στο «Ελάχιστο ίχνος» ανοίγεται σε εξωτερικούς χώρους, που διατηρούν ωστόσο μια «μυστηριακή φαντασμαγορία», ενώ «καταφέρνει» να δώσει «ένα κάποιο τέλος» στην ιστορία του. Το μυθιστόρημα αποτελεί ένα γοητευτικό γαϊτανάκι από αναγνωρίσεις και περιπέτειες, μια σκοτεινή ιστορία γεμάτη τραγικές συμπτώσεις, μυστικά και συνταρακτικές αποκαλύψεις. Η αφήγηση ξεκινά το 1986, προχωρά με εναλλασσόμενα πίσω-μπρος κεφάλαια που προοδευτικά καταδύονται στο παρελθόν, για να αναδυθεί ξανά στο τώρα της ιστορίας, το 1998.

 

Ο Αυγουστίνος Ψυχός είναι νόθος. Στα τριάντα του μαθητής σε δραματική σχολή και αργότερα μέτριος έως κακός ηθοποιός και θεατρώνης, ανακαλύπτει ότι οι γονείς του τον αντάλλαξαν με τον πραγματικό τους γιο, ένα πρόωρο ασθενικό μωρό. Ο ίδιος αποτελεί καρπό της ένωσης ενός κακομαθημένου έφηβου μεγαλοαστού με την παραμάνα του. «Ενα ελάχιστο ίχνος» της αποτρόπαιης ανταλλαγής ακολουθεί σαν ηχώ τον Αυγουστίνο και ενώ ο ίδιος ποθεί «να αφήσει το δικό του ίχνος» (σ. 264) ως ηθοποιός, ως κάποιος «άλλος», ο περίεργος θάνατός του αποτελεί το μόνο απατηλό και φευγαλέο ίχνος που τελικά άφησε στην ιστορία (σ. 318). Ο Ψυχός καταφέρνει να «εισχωρήσει στο πετσί του ρόλου» του: πεθαίνει πάνω στη σκηνή από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου την ίδια στιγμή με τον επηρμένο τραπεζίτη Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν που υποδύεται στο ομώνυμο έργο του Ιψεν.

 

Οι σκηνές που εκτυλίσσονται στο νεκροταφείο την ημέρα της κηδείας του αγγίζουν πλέον το γκροτέσκο. Από εκεί θα παρελάσει ολόκληρος ο ετερόκλητος θίασος που έπαιξε σημαίνοντα ρόλο στη σύντομη ζωή του τριαντατριάχρονου Αυγουστίνου Ψυχού. Tα του δράματος πρόσωπα θα διασταυρωθούν μεταξύ τους σε μια αλλεπάλληλη αλληλουχία τυχαίων συναντήσεων με την τραγική ειρωνεία να βασιλεύει: ο μυασθενικός Αγγελος και η (παρα)μάνα Χαρίκλεια, οι φροντίδες της οποίας τον κρατούν ακόμα στη ζωή, η αποκρουστικά δύσμορφη μικρή ζητιάνα Βιολέτα (ερωμένη του Αυγουστίνου), ο χαρισματικός ηθοποιός Σέργιος Λυκίδης και το Βουνό (γραμματέας της σχολής), ο θρησκόληπτος «θετός» πατέρας με τη Ζανού (ανανήψασα πόρνη και δεύτερη σύζυγος), και τέλος, μετά της Μονίκ, ο κοσμικός επιχειρηματίας Τζινεβράκης, πραγματικός πατέρας του Αυγουστίνου…

 

Ο Χατζηγιαννίδης και εδώ διασκεδάζει σε βάρος μας. Απολαμβάνει το στήσιμο μιας ιστορίας με πλοκή την οποία τραβάει από τα μαλλιά. Συσσωρεύει απιθανότητες θυμίζοντας σύγχρονη λογοτεχνία των ευπώλητων ή και τηλεοπτική σαπουνόπερα, ηθογραφία ή μελό περασμένων δεκαετιών αλλά, γιατί όχι, ακόμη και ειδήσεις στις εφημερίδες. Τέλος, λοξοκοιτά στους κλασικούς και επεμβαίνει στη μυθολογία, δημιουργώντας εν τέλει μια παρωδία που ακροβατεί διαρκώς στα όρια σοβαρού και παιγνίου, υψηλού και χθαμαλού. Το «Ελάχιστο ίχνος» υποδύεται, με τρόπο ενδεχομένως σκόπιμα «κακότεχνο», ίσως όσο και ο «κακός» ηθοποιός πρωταγωνιστής του, ότι δεν είναι παρά μια απίθανη ιστορία. Ωστόσο, δεν υποδύεται παρά το ίδιο του το «είναι», τη μόνη αλήθειά του. Οπως ο Αυγουστίνος Ψυχός που ως άλλος Νάρκισσος «δεν κοιταζόταν ποτέ κατάματα στον καθρέπτη» (σ. 12) θα οδηγηθεί στην αυτογνωσία και στην κατάκτηση της τέχνης του με τον θάνατό του, έτσι και το βιβλίο εντέλει επιτυγχάνει να γίνει ένα μυθιστόρημα αφηγούμενο πειστικά μια ιστορία. Τόσο πειστικά όμως που να δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση ότι δεν είναι αληθινή, ότι είναι μια επινοημένη ιστορία.

 

Στο κατώφλι του βιβλίου μια σημείωση προειδοποιεί: «Ολα τα γεγονότα είναι φανταστικά. Το ίδιο και οι ήρωες, εκτός από έναν», γεγονός που κάνει την αφήγηση ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, αφού αυτός ο ένας φέρει το όνομα του συγγραφέα που υπογράφει στο εξώφυλλο του βιβλίου, ο οποίος εμφανίζεται έτσι ως χάρτινος ήρωας εντός του δικού του μυθιστορήματος. Ο Ψυχός σχολιάζει ειρωνικά: «συμπαθής αλλά επιφανειακός»! (σ. 240). Θα συμφωνούσα, προσθέτοντας όμως «με εύστοχα επινοημένο και εξαιρετικά πειστικό τρόπο».

 

 

 

Scroll to top