ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΣΤΗ «MONDE», ΛΙΓΕΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ, ΠΡΟΔΙΔΕΙ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΝΑ ΑΦΟΥΓΚΡΑΣΤΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΣΚΟΥΣΑ ΛΑΪΚΗ ΟΡΓΗ
Στις 15 του Μάρτη του 1968, μόλις επτά εβδομάδες πριν ανάψει το «φιτίλι» του γαλλικού Μάη, ο αρθρογράφος της «Monde» Πιερ Βιανσόν-Ποντέ, τότε επικεφαλής του πολιτικού ρεπορτάζ, διαπίστωνε σε κύριο άρθρο του ότι «η Γαλλία πλήττει»!
Το ύφος του ήταν πράγματι αιχμηρό για τη φαινομενική αδράνεια ενός λαού, που -όπως του καταμαρτυρεί- αντί να αντιδράσει, περνά τις ημέρες του βυθισμένος νωχελικά στον καναπέ, υπνωτισμένος από την προπαγάνδα των συστημικών ΜΜΕ της χώρας.
Ομως, ένεκα των εξελίξεων που τον διέψευσαν άμεσα και επί του πρακτέου, το κείμενο έμεινε τελικά στην ιστορία περισσότερο ως απόδειξη ότι ακόμη και τα πιο πεφωτισμένα μυαλά της γαλλικής αστικής τάξης δεν είχαν καμία επαφή με τη λαϊκή βάση και αδυνατούσαν να αφουγκραστούν τον αχό της υποβόσκουσας λαϊκής οργής, λίγο πριν αυτή ξεσπάσει…
Εισαγωγή και μετάφραση: Μαργαρίτα Βεργολιά
Αυτό που χαρακτηρίζει σήμερα τον δημόσιο βίο μας είναι η πλήξη. Οι Γάλλοι πλήττουν. Δεν συμμετέχουν ούτε από κοντά ούτε εξ αποστάσεως στις μεγάλες αναταραχές που συγκλονίζουν τον κόσμο, ο πόλεμος στο Βιετνάμ σίγουρα τους συγκινεί, αλλά δεν τους αγγίζει πραγματικά. Στο κάλεσμα να συγκεντρωθεί «ένα δισεκατομμύριο για το Βιετνάμ», 20 φράγκα το κεφάλι, 33 φράγκα ανά ενήλικα, η προσπάθεια είναι -έπειτα από περισσότερο από έναν χρόνο- αρκετά μακριά από τον στόχο. Επιπλέον, με εξαίρεση τους λίγους που έχουν εμπλακεί από τη μία ή την άλλη πλευρά, όλοι, από τον πρώτο εξ αυτών έως τον τελευταίο, βλέπουν αυτόν τον πόλεμο με την ίδια ματιά ή σχεδόν την ίδια. Η σύγκρουση στη Μέση Ανατολή προκάλεσε έναν μικρό «πυρετό» στις αρχές του περασμένου καλοκαιριού: η ηρωική προέλαση προκάλεσε σπλαχνικές αντιδράσεις, συναισθήματα και απόψεις` μέσα σε έξι ημέρες, όλα είχαν τελειώσει.
Οι αντάρτες της Λατινικής Αμερικής και ο αναβρασμός στην Κούβα ήταν, για ένα διάστημα, της μόδας` δεν είναι πια παρά ένα θέμα πρακτικής εργασίας κοινωνιολόγων της αριστεράς και αντικείμενο κριτικής για τους διανοούμενους. Εως 500.000 νεκροί στην Ινδονησία, 50.000 δολοφονημένοι στην Μπιάφρα, ένα πραξικόπημα στην Ελλάδα, οι απελάσεις στην Κένυα, το απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής, οι εντάσεις στην Ινδία: είναι μετά βίας το καθημερινό «τίμημα» της πληροφόρησης. Η κρίση των κομμουνιστικών κομμάτων και η κινεζική Πολιτιστική Επανάσταση δείχνουν να ισορροπούν τη σκοτεινή ανησυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις δυσκολίες της Αγγλίας.
Τέλος πάντων, αυτές είναι δικές τους υποθέσεις, όχι δικές μας. Τίποτα από όλα αυτά δεν μας επηρεάζει άμεσα: εξάλλου, στην τηλεόραση μας επαναλαμβάνουν τουλάχιστον τρεις φορές κάθε βράδυ ότι η Γαλλία βρίσκεται σε ειρήνη, πρώτη φορά εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια και ότι ούτε εμπλέκεται ούτε την απασχολεί κανένα μέρος του κόσμου.
Η νεολαία πλήττει. Οι μαθητές διαδηλώνουν, κινητοποιούνται, μάχονται στην Ισπανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στην Αλγερία, στην Ιαπωνία, στην Αμερική, στην Αίγυπτο, στη Γερμανία, ακόμη και στην Πολωνία. Εχουν την αίσθηση ότι πρέπει να κάνουν κατακτήσεις, να διατυμπανίσουν τις διαμαρτυρίες τους, το λιγότερο μια αίσθηση παραλόγου απέναντι στον παραλογισμό. Οι Γάλλοι φοιτητές ενδιαφέρονται να μάθουν εάν τα κορίτσια στη Ναντέρ και στο Αντονί θα μπορούν να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στους κοιτώνες των αγοριών, με το σκεπτικό ότι (το αντίθετο) συνιστά περιορισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οσο για τους νέους εργαζόμενους, ψάχνουν για δουλειά και δεν μπορούν να βρουν. Οι αγώνες, οι ομιλίες και οι αποστροφές πολιτικών όλων των αποχρώσεων φαντάζουν σε όλους αυτούς τους νέους, στην καλύτερη των περιπτώσεων κωμικά, στη χειρότερη εντελώς άχρηστα, σχεδόν πάντα ακατανόητα. Ευτυχώς, η τηλεόραση είναι εκεί για να εκτρέπει την προσοχή προς τα αληθινά προβλήματα: η κατάσταση του τραπεζικού λογαριασμού της Κιλί, η κυκλοφοριακή συμφόρηση στους αυτοκινητοδρόμους, οι ιπποδρομίες που εξακολουθούν κάθε βράδυ Κυριακής να έχουν προτεραιότητα σε όλα τα τηλεοπτικά δίκτυα της Γαλλίας.
Ο στρατηγός Ντε Γκολ πλήττει. Είχε ορκιστεί να μην εγκαινιάζει πλέον τις γεωργικές εκθέσεις και εξακολουθεί να πηγαίνει, ως επίσημος και ηλικιωμένος, στην Αγροτική Εκθεση της Λιόν. Τι άλλο να κάνει; Προσπαθεί μερικές φορές, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να δραματοποιήσει την καθημερινή ζωή, υπερβάλλει με δυνατή φωνή για τους εξωτερικούς κινδύνους και τις εσωτερικές απειλές. Με χαμηλή φωνή, αναστενάζει με απελπισία μπροστά στην «αγελαδοποίηση» των συμπατριωτών του, οι οποίοι, ωστόσο, στηρίχθηκαν πάνω του μια και πάντα. Αυτό που κάνει άλλωστε η τηλεόραση είναι να μην χάνει ούτε μια ευκαιρία να υπενθυμίσει ότι η κυβέρνηση είναι σταθερή πρώτη φορά εδώ κι έναν αιώνα.
Μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλων δεν πλήττουν: άνεργοι, νέοι χωρίς εργασία, μικροί αγρότες που συνθλίβονται από την πρόοδο, θύματα του αναγκαίου συγκεντρωτισμού και του ολοένα και πιο αδυσώπητου ανταγωνισμού, ηλικιωμένοι λίγο-πολύ εγκαταλελειμμένοι απ' όλους. Αυτοί είναι τόσο απορροφημένοι από τις ανησυχίες τους, ώστε να μην έχουν χρόνο να πλήξουν, ούτε το ψυχικό σθένος να διαδηλώσουν και να αντιδράσουν. Και βαριούνται με τα πάντα. Η τηλεόραση, που έχει δημιουργηθεί για να αποσπά την προσοχή, δεν μιλά αρκετά γι' αυτούς. Κι έτσι, κυριαρχεί η ηρεμία.
Η απάντηση, φυσικά, είναι εύκολη: Ισως είναι αυτό που ονομάζουμε, για έναν λαό, ευημερία. Πρέπει να μετανιώσουμε για τους πολέμους, τις κρίσεις, τις απεργίες; Μόνον εκείνοι που δεν ονειρεύονται παρά καρούμπαλα και μώλωπες, ανατροπές και αναταραχές, διαμαρτύρονται για την ειρήνη, τη σταθερότητα, την κοινωνική ηρεμία.
Το επιχείρημα είναι ισχυρό. Στις χειρότερες στιγμές των δραμάτων της Ινδοκίνας και της Αλγερίας, την εποχή των κλυδωνιζόμενων κυβερνήσεων που παρήλαυναν ως εικόνες καλειδοσκοπίου, την εποχή που η εργατική τάξη έπρεπε να ξεριζώσει και τον τελευταίο συμβιβασμό με απειλή και δύναμη, δεν υπήρχε λόγος να είναι κανείς ιδιαίτερα περήφανος για τη Γαλλία. Αλλά πραγματικά δεν υπήρχε άλλη επιλογή μεταξύ της απάθειας και της έλλειψης συνοχής, μεταξύ της στασιμότητας και της καταιγίδας; Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, τα καλά συναισθήματα δεν διαλύουν την πλήξη, αλλά περισσότερο συνεισφέρουν στο να την επιτείνουν.
Αυτό το καθεστώς της μελαγχολίας έπρεπε κανονικά να εξυπηρετεί την αντιπολίτευση. Οι Γάλλοι έχουν συχνά δείξει ότι προτιμούν την αλλαγή για την αλλαγή, ανεξαρτήτως του πόσο θα τους κοστίσει. Μια εξουσία της Αριστεράς θα ήταν περισσότερο ευχάριστο από το σημερινό καθεστώς; Ο πειρασμός θα ήταν χωρίς αμφιβολία ολοένα και μεγαλύτερος με την πάροδο των ετών για να τον δοκιμάσεις, απλά για να το κάνεις, όπως στο πόκερ. Οταν θα έχει παρέλθει η αναταραχή, διακινδυνεύουμε να ξαναβρούμε την ίδια ατμόσφαιρα, βαριά και αποστειρωμένη.
Δεν χτίζουμε τίποτε χωρίς ενθουσιασμό. Ο πραγματικός στόχος της πολιτικής δεν είναι να διοικεί με τον λιγότερο κακό τρόπο για το κοινό καλό, να επιτυγχάνει κάποιο πρόοδο η τουλάχιστον να μην την εμποδίζει, να εκφράζει με νόμους και διατάγματα την αναπόφευκτη εξέλιξη. Στο ανώτατο επίπεδο, ο σκοπός είναι να καθοδηγεί τον λαό, να του ανοίγει τους ορίζοντες, να προκαλεί τον ενθουσιασμό, ακόμη και αν απαιτηθεί λίγο ταρακούνημα και απερίσκεπτες αντιδράσεις.
Σε μια μικρή Γαλλία σχεδόν περιορισμένη στο Εξάγωνο (στα σύνορά της), που δεν είναι ούτε πραγματικά δυστυχισμένη ούτε πραγματικά ευημερούσα, σε ειρήνη με όλον τον κόσμο, χωρίς μεγάλη ανάμειξη στα παγκόσμια γεγονότα, ο ζήλος και η φαντασία είναι το ίδιο απαραίτητα όπως η ευημερία και η ανάπτυξη. Σίγουρα αυτό δεν είναι εύκολο. Το καθήκον έχει την ίδια βαρύτητα τόσο για την αντιπολίτευση όσο και για την εξουσία. Εάν δεν υπάρχει ικανοποίηση, η αναισθησία κινδυνεύει να προκαλέσει τον μαρασμό. Και οριακά -κι αυτό το έχουμε δει- μια χώρα μπορεί επίσης να χαθεί στην πλήξη.
Le Monde, 15 Μαρτίου 1968
Pierre Viansson-Ponté