Pin It

Υπάρχουν τρόποι να σταματήσουμε τη ναζιστική βία που έχει εξαπλωθεί σ’ όλη τη χώρα; Υπάρχουν δημοκρατικοί θεσμοί που μπορούν να αντιπαρατεθούν στην προκλητική παραβατική δράση μιας βίαιης ναζιστικής ομάδας που θέλει να λέγεται κόμμα; Πρέπει να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή;

 

Η «Εφημερίδα των Συντακτών» ξεκινά από το πρώτο της φύλλο καμπάνια για τους τρόπους αντίδρασης και τα όπλα που διαθέτει η δημοκρατία απέναντι σ’ αυτήν τη μεγάλη απειλή. Επιστήμονες, πολιτικοί και ακτιβιστές που ειδικεύονται στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων καλούνται να δώσουν τη δική τους απάντηση.

 

Ο Ιός

 

ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ*

 

Ως κοινοί εγκληματίες…

 

Η δημοσίευση την περασμένη εβδομάδα καταλόγου της ΕΛ.ΑΣ. με 15 περιστατικά ωμής και συγκαλυμμένης βίας που προκάλεσαν σε όλη την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες μέλη της Χρυσής Αυγής –έχοντας επικεφαλής, σε πολλές περιπτώσεις, βουλευτές της- δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας για τη φύση της εξτρεμιστικής αυτής ομάδας.

 

Οπως τεκμηριώνει και στο πρόσφατο βιβλίο του ο Δημήτρης Ψαρράς («Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής», εκδ. Πόλις, 2012),

 

πρόκειται για νεοναζιστική οργάνωση, δομημένη με στρατιωτική ιεραρχία, η οποία δεν αποβλέπει απλώς στην κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Επιδιώκει από σήμερα να υποκαταστήσει το κράτος σε θεμελιώδεις λειτουργίες του και να επιβάλει τις απόψεις της με τη συστηματική χρήση βίας.

 

Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί μια τέτοια οργάνωση; Σε αρκετές χώρες, όπως είναι η Γερμανία, η Τουρκία και άλλες, προβλέπεται η δυνατότητα απαγόρευσης κομμάτων, με απόφαση συνήθως του Συνταγματικού Δικαστηρίου τους. Σε μας, απεναντίας, δεν περιλήφθηκε τελικά σχετική διάταξη στο ισχύον Σύνταγμα, το οποίο, στο άρθρο 29, δεν προβλέπει κυρώσεις.

 

Ορίζει απλώς ότι η οργάνωση και η δράση των πολιτικών κομμάτων «οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος».

 

Τούτο δεν σημαίνει βέβαια ότι η δημοκρατία δεν διαθέτει άλλα μέσα για να αντιμετωπίσει τη Χρυσή Αυγή.

 

Αν μάλιστα πάρει κανείς υπόψη ότι η ομάδα αυτή μοιάζει περισσότερο με εγκληματική οργάνωση του άρθρου 187 Π.Κ. παρά με πολιτικό κόμμα, η απάντηση είναι νομίζω απλή: σε νομικό επίπεδο η αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής μπορεί να γίνει με την επιβολή στα μέλη της που εκτρέπονται -συμπεριλαμβανομένων και των βουλευτών της- των ποινών που προβλέπει ο ποινικός κώδικας σε σειρά άρθρων του.

 

Είτε ως φυσικοί αυτουργοί, εφόσον διαπράττουν οι ίδιοι αξιόποινες πράξεις, είτε ως ηθικοί, εφόσον ως ηγετική ομάδα τα σχεδιάζουν, οι χρυσαυγίτες θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως κοινοί εγκληματίες.

 

Διότι εκείνο που τους ξεχωρίζει από άλλες ομάδες που δεν αποκλείουν τη χρήση βίας` είναι ότι γι’ αυτούς η βία δεν είναι περιστασιακή ούτε πολύ λιγότερο αυθόρμητη, αλλά συνδέεται με την ίδια την υπόστασή τους.

 

Αν ο ρατσισμός και η προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας είναι ο κεντρικός πυλώνας της ιδεολογίας τους, η βία –φυσική και συμβολική- είναι το σταθερότερο χαρακτηριστικό της δράσης τους. Εξ ου και η αλίευση μελών προπάντων σε γυμναστήρια.

 

Από την άλλη, η επιβολή κυρώσεων κατά των μελών της Χρυσής Αυγής που παραβιάζουν τόσο αδίστακτα τον νόμο είναι ο μόνος τρόπος να αποβληθούν από τη Βουλή και να αποτραπεί η επανεκλογή τους.

 

Και τούτο, μέσω της αφαίρεσης των πολιτικών τους δικαιωμάτων, η οποία προβλέπεται ως παρεπόμενη ποινή από το ποινικό μας δίκαιο σε περιπτώσεις που, μεταξύ άλλων, φανερώνουν «ηθική διαστροφή του χαρακτήρα του δράστη» (άρθρο 61 Π.Κ.).

 

Και ναι μεν, για να γίνει αυτό, χρειάζεται, η καταδικαστική απόφαση να γίνει αμετάκλητη –κάτι που απαιτεί δυστυχώς στη χώρα μας αδικαιολόγητα μακρύ χρόνο- πλην όμως η απαξία που ενέχει ακόμη και μια πρωτόδικη καταδίκη είναι προφανής.

 

Θα βρεθούν άραγε τολμηροί δικαστές και εισαγγελείς να εφαρμόσουν κατά της Χρυσής Αυγής τις ανωτέρω διατάξεις; Νομίζω ότι η ποινική αντιμετώπιση άλλων εξτρεμιστικών οργανώσεων τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι η απάντηση είναι ναι. Αρκεί κυβέρνηση και αστυνομία να επιδείξουν συνέπεια και σοβαρότητα και εμείς, ως κοινοί πολίτες, να κινητοποιηθούμε για να καταδικάσουμε την βία απ’ όπου και αν προέρχεται. Δηλαδή ακόμη και όταν πιστεύουμε ότι, εξαιτίας των συνθηκών που βιώνουμε, η χρήση της μπορεί, σε κάποιες οριακές περιπτώσεις, να κατανοείται.

 

(*) Ο Ν.Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

…………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

ΓΙΑΝΝΑ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ*

 

Εντός ή εκτός νόμου;

 

Η Χρυσή Αυγή είναι εκτός νόμου, εκτός δίκαιου, και επιθετικά αντικοινωνική.

 

Και καμία κοινωνική συνθήκη δεν μπορεί να δικαιολογεί την ανοχή απέναντι σε ένα μόρφωμα, που επαγγέλλεται την επιστροφή στον κανιβαλισμό και προλειαίνει το δρόμο της πολιτικής εκτροπής.

 

Τα δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελούν όπλο στα χέρια των εχθρών τους. Γιατί δεν αποτελούν υπερβατικές αξίες, ενδεδυμένες μεταφυσική ισχύ, αλλά εργαλεία για την κοινωνική οργάνωση πάνω στις κοινά παραδεγμένες (τυπικά τουλάχιστον) αρχές της δικαιοσύνης, ελευθερίας και ισότητας και αν λειτουργούν ενάντια σ’ αυτές, έχουμε ήδη μια διαδικασία ακύρωσής τους.

 

Όταν το μόρφωμα αυτό διεκδικεί να είναι εκτός δημοκρατικού πλαισίου και καυχιέται για την παραβατική του δράση το λόγο έχει η Δικαιοσύνη.

 

Αλλά μπορεί;

 

Γιατί οι βρικόλακες που ξεπροβάλλουν από τα χαλάσματα της οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης δεν τρέφονται μόνο από τις σάρκες των θυμάτων τους αλλά και από την ισχυρή κάλυψη που τους παρέχει το ίδιο το θεσμικό σύστημα.

 

Όταν η νομοθεσία μας είναι η ανεκτικότερη στην Ευρώπη απέναντι στη ρητορεία του μίσους και τη ρατσιστική βία.

 

Όταν οι νόμοι οργανώνουν τον κοινωνικό αποκλεισμό.

 

Όταν το Κράτος εξαντλεί το ρατσιστικό λεξιλόγιο («υγειονομικές βόμβες», «λαθρομετανάστες», «πολιτισμική απειλή» κοκ) και τροφοδοτεί τη δυσανεξία και το φόβο.

 

Όταν το ΣτΕ (το πιο «δημοκρατικό» Δικαστήριο της χώρας) νομιμοποιεί τα μικρά Άουσβιτς και τη δωδεκάμηνη κράτηση του πρόσφυγα.

 

Όταν καμία ποινική δίωξη δεν έχει ποτέ ασκηθεί αυτεπάγγελτα για παραβίαση του ν. 927/79 που τιμωρεί τη ρατσιστική προπαγάνδα, καμία με το ν. 3304/2003 που ποινικοποιεί τη διάκριση, καμία ποτέ δίωξη δεν έγινε για εγκλήματα βίας με την επιβαρυντική περίσταση των ρατσιστικών κινήτρων (79 παρ. 3 ΠΚ).

 

Όταν διατάξεις όπως της «διασποράς ψευδών ειδήσεων» (191 ΠΚ) και της «πρόκλησης των πολιτών σε διχόνοια» (192 ΠΚ) ενεργοποιήθηκαν μόνο εναντία σ’ αυτούς που υπεράσπιζαν δικαιώματα και ποτέ ενάντια στους οχετούς ρατσιστικού μίσους, όταν η Δικαιοσύνη νομιμοποιεί το βιβλίο του Πλεύρη και καταδιώκει τα θύματα της λογικής του, δημοσιοποιεί τις φωτογραφίες των οροθετικών τοξικομανών αλλά θίγεται από τη δημοσίευση της φωτογραφίας αστυνομικού σε ώρα υπηρεσίας (χωρίς να την απασχολεί ότι αυτός βρίσκεται ανάμεσα στα μέλη μιας φασιστικής συμμορίας).

 

Πως θα αντιπαλέψει κάνεις εκείνο το 60% της αστυνομίας που είναι κατά τον Παναγιώταρο με την Χρυσή Αυγή, όταν για τη Δικαιοσύνη η αστυνομική μαρτυρία είναι περιβεβλημένη με αμάχητο τεκμήριο αξιοπιστίας , ενώ το θύμα της βίας έχει αξιωματικά το στίγμα του ψεύδορκου και απειλείται με δίωξη πριν καν μιλήσει.

 

Πώς να μην σκέφτεται κανείς ότι στην Ελλάδα, 38 χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, μοιάζει ακατόρθωτο να μπορεί να στηθεί μια «Ένωση Δημοκρατικών Δικαστών» , όπως σε τόσες άλλες χώρες της Ευρώπης;

 

Τα όρια του νόμου και της νομιμότητας καθορίζονται από τους πολιτικούς και τους κοινωνικούς συσχετισμούς.

 

Στην αυλή του σχολείου και στα επείγοντα των νοσοκομείων, στις γειτονιές και στους τόπους της δουλειάς, στα αμφιθέατρα και στο διαδίκτυο και φυσικά στο δρόμο. Εκεί φτιάχνονται οι κοινωνικές δυναμικές που μπορούν να επανακαθορίσουν τον δημόσιο διάλογο και να ανανοηματοδοτήσουν το περιεχόμενο των δικαιωμάτων. Και τότε θα μιλήσουμε και για τα όρια της νομιμότητας.

 

(*) Η Γιάννα Κούρτοβικ είναι δικηγόρος, μέλος του Δικτύου για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα.

Scroll to top