Pin It

ΣΙΝΕΜΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ

 

Το «Αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού», του Εκτορα Λυγίζου, είναι μια ταινία απόλυτα ανθρωποκεντρική, με θέμα σκληρό, την πείνα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αλλά με εικόνα και ψυχή γεμάτη αγάπη και ιδανικά σχεδόν αγνά, θρησκευτικά. Το σινεμά του Μπρεσόν αναγεννιέται στον αφαιρετικό, πνευματικό και κινηματογραφικό πλούτο της

 

Της Λήδας Γαλανού

 

Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού (αστεράκια: 4) σκηνοθεσία: Εκτορας Λυγίζος ηθοποιοί: Γιάννης Παπαδόπουλος, Λίλα Μπακλέση, Κλεοπάτρα Περάκη, Βαγγέλης Κομματάς, Χαράλαμπος Γωγιός

 

Το «αγόρι» είναι 22 χρόνων, ζει μόνο του στην Αθήνα, χωρίς ανθρώπους και χωρίς υλικά αγαθά. Εχει κοντά του ένα καναρίνι, μακριά του μια οικογένεια, χάνει ένα σπίτι, δεν έχει δουλειά, πεινάει. Στις καθημερινές του διαδρομές σε μια πόλη που δεν έχει θέση γι’ αυτό, το αγόρι ψάχνει τρόπους να ξεγελάσει την πείνα του, να ικανοποιήσει το σώμα του, να καλλιεργήσει το πνεύμα του και, κυρίως, να μη χάσει την αξιοπρέπεια και την ανθρωπιά του όταν όλα το ωθούν στην εξαθλίωση και την εξαΰλωση.

 

Είναι μια φωτεινή στιγμή όταν ένας πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης υπογράφει με τη μία ένα αριστούργημα και ο Εκτορας Λυγίζος, έμπειρος στο θέατρο, εδώ, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το καταφέρνει με σιγουριά και σεμνότητα. Το «Αγόρι», που ξεκίνησε από το περσινό Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι και ταξίδεψε στον κόσμο συλλέγοντας βραβεία, είναι ταινία απόλυτα ανθρωποκεντρική, με θέμα σκληρό: την πείνα, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αλλά με εικόνα και ψυχή γεμάτη αγάπη και ιδανικά σχεδόν αγνά, θρησκευτικά. Βασισμένη σ’ ένα σενάριο γερό, χωρίς ίχνος περιττού δεδομένου, η ταινία εντοπίζει στην πραγματικότητα, στο παρόν, αλλά ταυτόχρονα μένει απέραντα ανοιχτή στην αναγωγή, στις ερμηνείες, βιωματικές ή φιλοσοφικές.

 

Η ιστορία ενός αγοριού που πεινάει γίνεται δοκίμιο για την υπαρξιακή ένδεια, την αγωνία για την επιβίωση αξιών που κάποτε θεωρούνταν δεδομένες, αλλά σήμερα αποτελούν στοιχείο διαπραγμάτευσης. Τόσο λιτή είναι η δομή της, τόσο εντοπισμένη στα βασικά, που ο καθένας μπορεί να επενδύσει σ’ αυτόν τον σκελετό όλα εκείνα που τον κάνουν να πεινάει, στην Αθήνα της κρίσης, σ’ έναν κόσμο με πνευματική μοναξιά, σ’ ένα κοινωνικό πλέγμα όπου η αξιοπρέπεια είναι πολυτέλεια. Ταυτόχρονα, η ταινία είναι και σκηνοθετημένη και φωτογραφημένη με μεγάλη δεξιοτεχνία, χωρίς να την επιδεικνύει, παραμένοντας τόσο ασκητική όσο και η ζωή του ήρωά της. Η κάμερα μένει κολλημένη στο σώμα, στο δέρμα του αγοριού, αναπνέοντας μαζί του και μεταδίδοντας στον θεατή όχι μόνον την κίνηση, τον παλμό του σώματος, αλλά και τη μυρωδιά του, την υφή του και ταυτόχρονα τον ρυθμό μιας πόλης που κυλά ανεξάρτητα από τους κατοίκους της.

 

Κλειδί στην επιτυχία της ταινίας, ο πρωταγωνιστής της, Γιάννης Παπαδόπουλος, που με το αγγελικό του πρόσωπο και τη διακριτική τεχνική του δημιουργεί έναν ήρωα εμβληματικό μέσα στη μελαγχολία και την αθωότητά του. Κι αν άλλες φορές θεωρείται ιερόσυλο, εδώ μοιάζει εντελώς ταιριαστό: το σινεμά του Μπρεσόν αναγεννιέται στον αφαιρετικό πνευματικό και κινηματογραφικό πλούτο της ταινίας του Εκτορα Λυγίζου.

 

……………………………………………………………………. 

 

Trance (αστεράκια: 2) σκηνοθεσία: Ντάνι Μπόιλ ηθοποιοί: Τζέιμς ΜακΑβόι, Ροζάριο Ντόσον, Βενσάν Κασέλ

 

Ο Σάιμον δουλεύει σ’ έναν οίκο δημοπρασιών, αλλά για να καλύψει τα χρέη του από τον τζόγο συνεργάζεται μ’ έναν εγκληματία για την κλοπή ενός πανάκριβου πίνακα. Στη διάρκεια της ληστείας ένα χτύπημα στο κεφάλι θα αφήσει τον Σάιμον με αμνησία που δεν του επιτρέπει να θυμηθεί πού έκρυψε το έργο τέχνης. Εξαντλώντας κάθε λύση βίας, ο αρχηγός της συμμορίας, ο σαρδόνιος Φρανκ, θα δοκιμάσει μια υπνοθεραπεύτρια. Μόνο που όσο πιο βαθιά γίνεται η ύπνωση του Σάιμον τόσο πιο κοντά στην επιφάνεια φέρνει γεγονότα που θα ήταν καλύτερο για όλους να μείνουν κρυμμένα.

 

Αχ βρε Ντάνι Μπόιλ! Με λαχτάρα περιμένουμε, κάθε φορά, να επιστρέψει ο εκρηκτικός σκηνοθέτης του «Trainspotting» και του «Shallow Grave», άντε και της «Παραλίας» στο εκπληκτικό παρελθόν του και, κάθε φορά, το αποτέλεσμα μάς προδίδει, διασκεδαστικά αλλά χωρίς σωτηρία. Σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση ο Μπόιλ, μ’ ένα καστ που χαίρεσαι να βλέπεις στην οθόνη –κάτι για κάθε γούστο!– στήνει ένα θρίλερ που αντηχεί τα ’70ς, ανεβάζοντας την αδρεναλίνη στα ύψη, συμπεριλαμβάνοντας κι έναν μονόλογο του ήρωα που θυμίζει «Trainspotting», κινηματογραφώντας τα πάντα μέσα από πολλαπλές αντανακλάσεις, ζωντανεύοντας έτσι τη σύγχυση του μυαλού (των ηρώων και των θεατών) ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, το trance, το υποσυνείδητο, αποτελεσματικά και εντυπωσιακά.

 

Γιατί ο Ντάνι Μπόιλ, που έρχεται κατευθείαν από τις «125 Ωρες» και τις ολυμπιακές τελετές του Λονδίνου, είναι μαγκιόρος τεχνίτης και μοιάζει να απολαμβάνει το σινεμά και την υπερβολή που μπορεί να προσφέρει. Μόνο που το σενάριό του γρήγορα ξεφουσκώνει και εξελίσσεται σε ανόητα κλισέ, καταλήγοντας σ’ ένα κακέκτυπο του παλιού σινεμά του Μπράιαν ντε Πάλμα: όλο φιγούρα και αισθησιασμό κι από στόρι φελλός.

 

…………………………………………………………………

 

The Call (αστεράκια: 2) σκηνοθεσία: Μπραντ Αντερσον ηθοποιοί: Χάλι Μπέρι, Αμπιγκέιλ Μπρέσλιν, Μόρις Τσέστνατ, Μάικλ Εκλαντ, Μάικλ Ιμπεριόλι

 

Η Τζόρνταν είναι αστυνομικός, είναι η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής που απαντά τις κλήσεις άμεσης δράσης, το αμερικανικό 911. Οταν θ’ απαντήσει στην Κέισι, μια έφηβη που έχει πέσει θύμα απαγωγής και τηλεφωνεί από κινητό, παγιδευμένη σ’ ένα πορτ μπαγκάζ με τον απαγωγές στο τιμόνι του αυτοκινήτου, η Τζόρνταν θα συνειδητοποιήσει γρήγορα ότι πρόκειται για έναν εγκληματία που σημάδεψε το παρελθόν της και με τον οποίο πρέπει τώρα ν’ αναμετρηθεί, σώζοντας το κορίτσι αλλά και τον εαυτό της από τις σκοτεινές της αναμνήσεις.

 

Ο σκηνοθέτης του «The Machinist» και του «Session 9» σκηνοθετεί ένα θρίλερ που παραδίδει αυτό που υπόσχεται: αγωνία από την αρχή ώς το τέλος, ψυχαγωγικό σινεμά χωρίς προεκτάσεις. Η ταινία κινείται γρήγορα και κλειστοφοβικά, μεταφέροντας κατά στιγμές στον θεατή τον ίδιο εγκλωβισμό με την ηρωίδα. Η Χάλι Μπέρι στον κεντρικό ρόλο είναι μεν overqualified, αλλά χειρίζεται το είδος με άνεση, ενώ η σύλληψη της από απόσταση σωτηρίας, της δράσης που κινείται ανάμεσα στον δρόμο (για το θύμα) και το γραφείο (για την αστυνομικό) μέσω της τηλεφωνικής γραμμής είναι έξυπνο και αποτελεσματικό.

 

Η ενασχόληση με τα ψυχαναλυτικά απωθημένα της Τζόρνταν αλλά και του απαγωγέα θα μπορούσαν κάλλιστα να λείπουν, ενώ το τελευταίο μέρος, που απομακρύνεται από τον χώρο του γραφείου, και το εύρημα του κινητού τηλεφώνου είναι πιο κοινότοπο από την υπόλοιπη ταινία, μπερδεύοντας στοιχεία αυτοδικίας, γυναικείου ακτιβισμού και αμερικανικής φιλοπατρίας, δίνοντας όμως στη Χάλι Μπέρι την ευκαιρία να δείξει και λίγο ντεκολτέ. Παρ' όλα αυτά, οπωσδήποτε η πιο εύπεπτη, fun κινηματογραφική επιλογή της εβδομάδας.

 

…………………………………………………………………

 

11 Συναντήσεις με τον πατέρα μου (αστεράκια: 2,5) σκηνοθεσία: Νίκος Κορνήλιος ηθοποιοί: Λάμπρος Αποστόλου, Εύα Γαλογαύρου, Εύα Στυλάντερ, Μάιρα Μηλολιδάκη, Γιώργος Τζουβελέκης

 

Μια 20χρονη κοπέλα προσεγγίζει τον βιολογικό πατέρα της, ο οποίος ώς τώρα αγνοούσε την ύπαρξή της. Μέσα από τις 11 συναντήσεις τους, αρχικά ευκαιριακές, στην πορεία βαθύτερης σημασίας, πατέρας και κόρη, μέλη μιας απρόσμενης σημερινής οικογένειας, προσπαθούν να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον και να καταλάβουν τι θέλει ο ένας από τον άλλον και γιατί.

 

Ο Νίκος Κορνήλιος σκηνοθετεί την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, ένα φιλμ αφαιρετικό, λιτό και ευαίσθητο, τόσο κινηματογραφικά όσο και νοηματικά. Ξεκάθαρη όσο περιγράφει ο τίτλος της, η ταινία παρακολουθεί τα 11 βήματα μιας σχέσης, δύο ανθρώπους, με περισσότερα πράγματα να τους χωρίζουν παρά να τους ενώνουν, καθώς προσπαθούν να λιγοστέψουν τη μοναξιά τους, σε μια πόλη ακόμα πιο μοναχική από τους ίδιους. Με θαυμάσια, στην εξερεύνηση της λεπτομέρειας, φωτογραφία και μοντάζ, το φιλμ αποκαλύπτει το ταλέντο του πατέρα – Λάμπρου Αποστόλου, ενός ηθοποιού με συγκινητική ευαισθησία, με μια επιβλητική, γλυκιά αίσθηση μόνιμης απώλειας, που δεν εγκαταλείπει τον θεατή. Η Εύα Γαλογαύρου στον ρόλο της κόρης έχει φωτογενή φρεσκάδα και στιγμές δυνατής ερμηνείας.

 

Αυτή η τόσο ανεπιτήδευτα ειλικρινής δουλειά θα κέρδιζε από έναν μεγαλύτερο κόπο στο σενάριο, κυρίως στους διαλόγους, για να εναρμονιστούν με τη φυσικότητα και την αιτιότητα της σκηνοθεσίας. Αλλά παρά τη συγκεκριμένη της αδυναμία, η ταινία έχει τόσο δυνατή ψυχή και τόσο ξεκάθαρη σκέψη που κερδίζει το στοίχημα κι ένα επιπλέον, μελαγχολικό χαμόγελο από τον θεατή.

 

………………………………………………………..

 

Η αυτοβιογραφία ενός ψεύτη (αστεράκια: 2,5) (A Liar’s Autobiography: The Untrue Story of Monty Python’s Graham Chapman) σκηνοθεσία: Mπιλ Τζόουνς, Τζεφ Σίμπσον, Μπεν Τίμλετ με τις φωνές των: Γκρέιαμ Τσάπμαν, Φίλιπ Μπούλοκ, Τζον Κλιζ, Κάμερον Ντίαζ, Τέρι Γκίλιαμ, Τέρι Τζόουνς, Μάικλ Πέιλιν

 

Ο Γκρέιαμ Τσάπμαν, ιδρυτικό μέλος των Monty Python και οπωσδήποτε η πιο ανατρεπτική προσωπικότητα ανάμεσά τους –κι αυτό λέει κάτι!– πέθανε το 1989, αλλά πριν από αυτό φρόντισε να μαγνητοφωνήσει τον εαυτό του καθώς διαβάζει το βιβλίο που έγραψε ο ίδιος, «Η αυτοβιογραφία ενός ψεύτη». Τώρα, ο γιος τού Τέρι Τζόουνς, Μπιλ, και οι συνεργάτες του εικονογραφούν αυτή την ανάγνωση με τρισδιάστατο animation υπογεγραμμένο από 14 ξεχωριστές ομάδες δημιουργών, η καθεμιά προσθέτοντας το δικό της ύφος στην εικόνα.

 

Η ταινία –διασκεδαστικά ανακριβής ως προς τα βιογραφικά στοιχεία, αλλά απολαυστικά κοντινή στο πνεύμα των Monty Python– αποτελεί ένα χαριτωμένο εικαστικό παράδοξο, απαραίτητο για τους fans. Στα πλάνα της αναδεικνύει τους ταλαντούχους animators, μοιάζοντας όμως και με μια ελαφρώς συγκεχυμένη επετηρίδα. Ωστόσο, το ν’ ακούς τις φωνές των Monty Python, μ’ έναν τρόπο ξανά καινούργιο, έχει μια δόση συγκίνησης ικανή για να ευχαριστήσει όσους αγάπησαν κι αγαπούν τους μοναδικούς κωμικούς και καλλιτέχνες της ζωής.

 

…………………………………………………………..

 

Dead Shadows (αστεράκια: 1) σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Τσολέουα ηθοποιοί: Φαμπιάν Γουολφρόμ, Μπλαντίν Μαρμιζέρ, Τζον Φάλον

 

Ο 20χρονος Κρις βασανίζεται από τις μνήμες του παρελθόντος του: δέκα χρόνια νωρίτερα, τη νύχτα που ο κομήτης Χάλεϊ περνούσε ξυστά από τη Γη, οι γονείς του δολοφονήθηκαν άγρια. Σήμερα, που ο ίδιος κομήτης θα επαναλάβει την «επίσκεψή» του, οι γείτονές του και όλη η πόλη του Παρισιού όπου ζει ετοιμάζονται να γιορτάσουν έξαλλα το σπάνιο φαινόμενο και την πιθανή καταστροφή του κόσμου. Ο Κρις συμμετέχει διστακτικά στο ξέφρενο πάρτι, αλλά σταδιακά συνειδητοποιεί ότι οι άνθρωποι γύρω του αρχίζουν να μεταλλάσσονται σε απειλητικά εξωγήινα ζόμπι με σάρκες που σαπίζουν και άκρα που μετατρέπονται σε γλιτσερά πλοκάμια.

 

Πρώτη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη, η οποία κάνει προφανείς τις φιλότιμες προθέσεις του και τη λατρεία του στο σινεμά του τρόμου. Ολες οι σωστές αναφορές βρίσκονται εκεί, από τον Λάβκραφτ και τον Στίβεν Κινγκ μέχρι τον Κάρπεντερ, τα εφέ είναι αξιοπρεπέστατα για το μικρό του μπάτζετ (η ταινία ολοκληρώθηκε με 150.000 ευρώ) και στιγμές δείχνουν έμπνευση στο gore και το χιούμορ. Αλλά η ταινία μοιάζει αδιόρθωτα με σπουδαστικό φιλμ, γυρισμένη με φίλους και συμφοιτητές, ένα διασκεδαστικό δείγμα δουλειάς χωρίς πρωτοτυπία ή δική της ταυτότητα.

 

 

 

Scroll to top