Pin It

ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΟΝΤΑΣ

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

getFile (42)Το θετικό είναι ότι πρόκειται για παιδιά του συνθέτη (συν ικανότατου διαχειριστή σε θεσμικά πόστα) Περικλή Κούκου – αλλά, προφανώς, δεν αρκεί. Γιατί δεν είναι μόνο το περιβάλλον, είναι το ταλέντο και η σπουδή που τους εμφανίζει (και) αυτόφωτους.

 

Πρόκειται για τους πιανίστες Δημήτρη και Στέλλα Κούκου –στα 31 ο πρώτος, στα 30 η δεύτερη– οι οποίοι έχουν ήδη μια λαμπρή διαδρομή. Με σπουδές και εμφανίσεις (ρεσιτάλ και συναυλίες) εδώ και στο εξωτερικό, με εγκώμια από επαΐοντες και μη. Ερμηνευτές και παράλληλα καθηγητές μουσικής στο Ωδείο Αθηνών.

 

Εχω τρεις λόγους που επέλεξα να τους φιλοξενήσω σήμερα σ’ αυτή τη σελίδα: πρώτον, επειδή παρακολουθώντας τους, χωρίς να είμαι ειδικός, έχω εντυπωσιαστεί από τις επιδόσεις τους. Δεύτερον, επειδή λέω να κάνω ένα διάλειμμα στην παρελθοντολογική θεματολογία με κάτι σημερινό, που αποπνέει μια αύρα νεανικότητας και αισιοδοξίας. Τρίτον, επειδή αμφότεροι την ερχόμενη Παρασκευή 17 Μαΐου, στις 8.30 μ.μ., δίνουν στην Αίθουσα Συναυλιών Φίλιππος Νάκας (Ιπποκράτους 41) ρεσιτάλ με συνθέσεις για δύο πιάνα και τέσσερα χέρια, με έργα Ντεμπισί, Μπετόβεν, Μπραμς και Περικλή Κούκου.

 

Μέσα στη μουσική

 

«Γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Ο πατέρας, συνθέτης και πιανίστας. Τον θυμάμαι πάντα να συνθέτει και να παίζει. Ζούσα μέσα στη μουσική» λέει ο Δημήτρης. Και η Στέλλα: «Για μένα ήταν σαν παιχνίδι. Θυμάμαι ο πατέρας έπαιζε κι εγώ βοηθούσα. Επαιζε και μ’ έβαζε να τραγουδάω. Ετσι αγάπησα βαθιά τη μουσική».

 

Η επιλογή τους, συνεπώς, μοιάζει φυσιολογική (ενώ θα μπορούσε και να μην είναι – έχουμε τόσες περιπτώσεις ανεπρόκοπων γόνων…).

 

ΔΗΜ.: «Εγώ αρχικά ακολούθησα τη μουσική επειδή ήθελα να γλιτώσω τα σχολικά διαβάσματα. Σύντομα όμως διαπίστωσα ότι η μουσική είχε περισσότερη δουλειά, αλλά ήδη με είχε κερδίσει. Θα πρέπει πάντως να πω ότι ο πατέρας δεν μας πίεσε – αντίθετα μας είχε προειδοποιήσει για τις δυσκολίες που θ’ αντιμετωπίζαμε».

 

ΣΤ.: «Εγώ πήγα αρχικά να ξεφύγω από αυτόν τον κύκλο, πήγα αλλού, αλλά για λίγο».

 

ΔΗΜ.: «Αν πάντως είχαμε έναν πατέρα που έγραφε ελαφρά μουσική, ο κόσμος δεν θα ήταν τόσο μικρός. Δυστυχώς ζούμε σε μια χώρα που υπάρχει προκατάληψη για τη λόγια μουσική, ενώ πρόκειται για λαϊκή μουσική. Το διαπιστώνουμε στις συναυλίες, στη μαγεία που ασκεί στο κοινό».

 

Το γεγονός ότι ήταν παιδιά του Περικλή Κούκου τούς άνοιγε πόρτες, αλλά έβρισκαν και κλειστές – έπρεπε ν’ αποδείξουν την προσωπική τους αξία. Ο πατέρας τους άλλωστε δεν ήταν το μοναδικό μουσικό τους πρότυπο.

 

ΔΗΜ.: «Ακουγα τους μεγάλους της μουσικής: Σοπέν, Μπραμς, Μπετόβεν, τον κύκλο των μεγάλων ποιητών. Τη μουσική του πατέρα την εκτίμησα περισσότερο μεγαλώνοντας».

 

ΣΤ.: «Αγαπημένος μου συνθέτης ήταν ο Ραχμάνινοφ – το 2ο Κοντσέρτο του θα μπορούσα να το ακούω και δέκα φορές την ημέρα».

 

Απ’ ό,τι λένε, ανταγωνιστικότητα μεταξύ τους δεν υπήρξε – το βλέπουν σαν κίνητρο, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ συναδέλφων τους.

 

Σόλο και ντούο

 

Αρχικά έπαιζαν σόλο. Ωσπου το 2008, σ’ ένα κοντσέρτο στην Πράγα, έπαιξαν μαζί κι αυτό άρεσε στον κόσμο και στους ίδιους. «Οταν παίζουμε ντούο, βγαίνει ένα μείγμα απόψεων, μέχρι φιλοσοφικές ιδέες – ακόμα και τα πιο μικρά συναισθήματα» λέει ο Δημήτρης.

 

Τι σημαίνει σε δουλειά αυτή τους η ενασχόληση; «Περί τις πέντε ώρες την ημέρα άσκηση και περί τις εφτά-οχτώ διδασκαλία» λένε και οι δυο.

 

Μέχρι πού φτάνουν οι φιλοδοξίες τους;

 

ΔΗΜ.: «Δεν θα μπορούσα να βάλω κάποιο όριο. Προσπαθώ συνέχεια να ανεβάζω τον πήχη σ’ αυτό που θέλω να κάνω. Να προσφέρω κάτι στον κόσμο που έρχεται να μ’ ακούσει. Εχουμε την ευτυχία το ρεπερτόριο του πιάνου να είναι ατελείωτο».

 

ΣΤ.: «Εγώ θέλω να γνωρίσω όσο γίνεται περισσότερη μουσική, να την κατανοήσω, να πετύχω το καλύτερο δυνατό».

 

Η σύνθεση, όχι δεν τους ενδιαφέρει – προτιμούν την ερμηνεία.

 

Ο Δημήτρης και η Στέλλα αναγνωρίζουν, τελειώνοντας, ότι περνάμε μια δύσκολη περίοδο, που πλήττει και τον πολιτισμό, αλλά αισιοδοξούν ότι ο τόπος θα αναλάβει. Το ίδιο θα έλεγαν και στους νέους που θέλουν ν΄ακολουθήσουν τον δικό τους δρόμο. Ας τους ακούσουμε.

 

………………………………………………………………………………

 

Στο πλαίσιο

 

Παρακολουθώντας Μεγάλη Τρίτη στο Μέγαρο Μουσικής το «Ρέκβιεμ» του Μίκη Θεοδωράκη, σκεφτόμουν τον Λευτέρη Βογιατζή απευχόμενος το κακό. Είχα ήδη παραδώσει την ύλη γι’ αυτή τη σελίδα κι αναρωτιόμουν αν προέκυπτε το αναπόφευκτο τι χρονικά όρια είχα για να καταθέσω τον προσωπικό μου λόγο. Και τι να πω τώρα… (έξι σελίδες τού αφιέρωσε –δικαίως– η δική μας εφημερίδα την Τρίτη).

***

Τελικά ο Λευτέρης μάς άφησε Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα, κάνοντας πιο βαρύ το κλίμα της ημέρας, βυθίζοντας στη θλίψη όσους τον γνώρισαν, κουβέντιασαν μαζί του ή είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν κάποιες από τις παραστάσεις του. Οπου, ακόμα κι αν δεν είχαν την υπογραφή του, αναγνωρίζαμε ότι ήταν δικές του.

***

Τελειομανής, μολονότι δεν του άρεσε ο χαρακτηρισμός – το εκτιμούσε ως κάτι στείρο. Παραδεχόταν ωστόσο την εμμονή του στις πρόβες, που τις αντιμετώπιζε, όπως έλεγε, ως «διαδικασία της αποκάλυψης». Πρόβες κι όταν ακόμα κυλούσαν οι παραστάσεις, κι αναρωτιόσουν τι άλλο θα μπορούσε να προσθέσει.

***

Υπάρχουν έργα (όπως π.χ. αυτά του Γιώργου Διαλεγμένου), που λες δεν υπήρχε περίπτωση να τα ζωντανέψει άλλος καλύτερα. Που τους έδινε διαστάσεις και προεκτάσεις που ενδεχομένως δεν είχαν κατά νου οι συγγραφείς τους. Κι από κοντά οι φοβίες του σε θέματα κυρίως υγείας («Δεν μου λες, τι έχεις; Τι συμπτώματα; Πως το αντιμετωπίζεις;» ρωτούσε γνωστούς και φίλους). Θα λείψει από το θέατρο, θα λείψει από τη ζωή μας.

***

ΚΑΙ… «Οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλο κι όλα τα καθάρματα συνεχίζουν να ζουν και να βασιλεύουν» – από το «Μαρτυρολόγιο» του Αντρέι Ταρκόφσκι (1932-1986).

 

[email protected]

Scroll to top