12/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Καιρός για γκαζόζες…

      Pin It

ΤΑ ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΑ

 

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

…Πέτυχε η οικολογική μου μαγειρίτσα και φέτος, όπως και η Ανάσταση. Φυσικά ο Θωμάς ως κατ' εξακολούθηση δύσπιστος έχει τους προσωπικούς λόγους του να διεκδικεί μια ολόκληρη Κυριακή για την αφεντιά του, ενώ ο καιρός τρέχει προς αυτό το ιδιότυπο καλοκαίρι… που άρχισε ένα μήνα νωρίτερα. Κάνοντας κηπουρική στη βεράντα και τινάζοντας ναφθαλίνες από καλοκαιρινά ρούχα έλαβα το πασχαλινό μήνυμα κι έμαθα για τη μεγαλόπρεπη και ασφαλή μεταφορά του Αγίου Φωτός απ' τον Πανάγιο Τάφο, όπως συνηθίζεται. Επειτα είδα στις ειδήσεις τον «αρχικακοποιό» που κι επικίνδυνο να τον πεις, είσαι μέσα, να μπαγλαρώνεται από λεβέντες της Aστυνομίας κ.λπ. Εννοώ τον αλβανόπαιδα που ήταν, λέει, δραπέτης απ' τα Τρίκαλα και άριστος στα φονικά αξεσουάρ. Οι υπόλοιποι δραπέτες το έριξαν στις ληστείες για να βρουν χρήματα, μπιζού και αυτοκίνητα λουξ για να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους. Η βλακώδης περιέργειά μου, για μια ακόμη φορά, είναι τι θα τους κάνουν όλους αυτούς που μάλλον θα σταλούν πίσω σε φυλακές και σε ανάλογα ευαγή ιδρύματα να διαπαιδαγωγηθούν στον επιπλέον αρχικακουργισμό…

 

Κάτι τέτοια ακούω και αναλογίζομαι την κομψή σωφρονιστική μέθοδο της Σαουδικής Αραβίας. Εκεί που η καμήλα και η χουρμαδιά μπορούν να απολαύσουν νορμάλ δικαιοσύνη ως σόου με τις ευλογίες του Αλλάχ και των σοφών νομοθετών. Εμείς που έχουμε τη δυστυχία να επικαλούμαστε τα γνωστά ευρωπαϊκά και ανθρωπιστικά (γέλια μέχρι πεθαμού) ιδεώδη, ανατριχιάζουμε μπροστά στο πετρελαιοφόρο αυτονόητο φινάλε. Τέλος πάντων, δεν σηκώνει ο καιρός τέτοιες αμμουδερές νοσταλγίες κι έτσι παραμένω υπάκουος στην περίπλοκη λαϊκή φιλοσοφία της «λεβεντιάς» πίσω απ' τα σίδερα της φυλακής… όσο κι αν είμαι υπέρ του σιδηροκαθαριστηρίου…

 

Κι ενώ τα τριαντάφυλλα κατάπληκτα ανθίζουν και μαραίνονται σε χρόνο-ρεκόρ λόγω ζέστης, κι ενώ ξαναγίνεται θέατρο η ζωή του Θεοδωράκη (που πέρυσι, αν δεν κάνω λάθος, η κόρη του είχε πέσει σ' ένα πηγάδι), στο «Μπάντμιντον» για να φρεσκαριστεί η μνήμη των θαυμαστών της μουσικής του και η πορεία του στην ελληνική παθογένεια, ο Λευτέρης Βογιατζής ξεκίνησε κι αυτός την πορεία του προς τα άστρα. Ειπώθηκαν πολλά, γράφτηκαν ακόμη περισσότερα όμως, πάνω απ' όλα, στη μνήμη όσων επικοινωνούσαν μαζί του θα μείνει η τελειομανία του και το εξαίρετο αποτέλεσμα στις παραστάσεις του.

 

Πολλαπλά ευαίσθητος άνθρωπος, καλλιεργημένος και συνεπής στις εμμονές του, ο Λευτέρης έγινε λαμπρή αναφορά στην ανανεωτική αύρα των θεατρικών πραγμάτων. Τον είχα γνωρίσει πριν από σαράντα χρόνια στο Ανοιχτό Θέατρο του Γιώργου Μιχαηλίδη (πόσοι «ηθοποιοί» εκείνης της παλιάς παρέας έφυγαν νωρίς απ' τη ζωή) και θυμάμαι κυρίως τις σιωπές του, όταν ακούγαμε στο σπίτι μου τη Σβάρτσχοφ να τραγουδά τα «Τέσσερα τελευταία τραγούδια» του Ρίχαρντ Στράους. Μέσα απ' τη μουσική, νομίζω, πως διαπραγματευόταν ένα μέλλον που τότε ακόμη ήταν νωρίς να φανταστεί και ο ίδιος. Κι εμείς.

 

Στο μεταξύ, λόγω αργοπορημένου Πάσχα, μπερδεύτηκε και ο Τροπαιοφόρος Γεώργιος και η Αγία Ειρήνη, όπως τόσα και τόσα πράγματα.

 

Για να επιμορφωθώ κινηματογραφικά είδα την τελευταία εξαιρετική ταινία του Κώστα Γαβρά «Le Capital», κι έφριξα ως αμαθής, αφελής και υπερβολικά κοινός θνητός με όσα γλαφυρά και ανατριχιαστικά έβλεπα. Δηλαδή τίποτα εξωφρενικά πιο καινούργιο απ' αυτά που γράφονται, όμως η εικόνα και η ερωτική υπερδιέγερση των αφιονισμένων ηρώων με τη μυρωδιά του χρήματος και της εξουσίας του με εξουθένωσαν. Θέμα, το σικάτο παιχνίδι των τραπεζών και το δόγμα «Ληστεύουμε τους φτωχούς για να προσφέρουμε στους πλούσιους».

 

Φρικαλεότητες με υψηλή αισθητική, με ίντριγκες και κενοφανή φιλοσοφία ψυχρών εκτελεστών. Θα μου πείτε «σιγά την ανακάλυψη». Κι όμως ο Γαβράς άγγιξε την εποχή μας με όσα ξέρουμε και μισοκαταλαβαίνουμε, απ' το αέναο πένθος του ύποπτου τραπεζικού πανηγυριού. Κατά τα άλλα, η Αθήνα παραδόθηκε στην ερημιά και στην κουρασμένη ευσέβεια των γιορταστικών ημερών. Λίγα ανοιχτά περίπτερα, λίγοι ζητιάνοι (η επιχείρηση βαλκανική ζητιανιά μετακόμισε, προφανώς) κάποιοι τοξικομανείς απελπισμένα απαιτητικοί και ένα ανυπόστατο βοριαδάκι στη βεράντα… έτσι, για λίγη παρηγοριά, με άρωμα ρηχοσπέρματος και ξεθυμασμένης τσίκνας ψητού…

 

Ο Θωμάς παλιά είχε την ανήσυχη σημασία του για μένα κι άλλους ομοίους μου, όπως και ο Αγιος Ιωάννης. Ξανάρχιζε το σχολείο. Μόνο που ο Θωμάς με την Κυριακή του σήμαινε και μια απέραντη βαρεμάρα εντός των σχολικών αιθουσών. Δηλαδή ζέστη, υπνηλία και ενοχλητική λιακάδα να μου γδέρνει το σβέρκο. Ακολουθούσαν οι περίφημες ημερήσιες εκδρομές ή κάτι πιο εξτρέμ, καμιά φυσικά σχέση με τις τωρινές μαθητικές «επιμορφωτικές» μαθητικές εκδρομές του ξεσαλώματος. Οι φράουλες, τα κεράσια και τα μούσμουλα θα έρχονταν στην εποχή τους. Οπως και οι ντομάτες. Ο χειμώνας βέβαια είχε φύγει, αλλά η άνοιξη αποχωρούσε τυραννικά αργά… ή έτσι μου φαινόταν. Τα μεγάλα απογεύματα του Μάη με παρηγορούσαν. Κάτι θα άλλαξε προς το καλύτερο. Πάντα η ελπίδα. Πάντα πιανόμασταν απ' το ελάχιστο… Ισως γι' αυτό προτιμούσα τον «Απιστο Θωμά» απ' τον χειμωνιάτικο συνονόματό μου Αη Γιάννη… Τότε… the way we were.

 

 

 

 

Scroll to top