12/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Το σημείο τήξης των λέξεων

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

getFile (55)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΡΕΫ ΜΠΡΑΝΤΜΠΟΥΡΥ «Φαρενάιτ 451», Μυθιστόρημα Μετάφραση: Βασίλης Δουβίτσας, Εκδόσεις Αγρα, 2012, σ. 271

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

«Ο χρόνος έχει αποκοιμηθεί στην απογευματινή λιακάδα» (σ. 65)

 

Τετρακόσιοι πενήντα ένας βαθμοί Φαρενάιτ, δηλαδή διακόσιοι τριάντα τρεις βαθμοί Κελσίου — «η θερμοκρασία στην οποία το χαρτί των βιβλίων πιάνει φωτιά, και καίγεται». Η φράση αποτελεί την προμετωπίδα τού, πλέον διάσημου, βιβλίου του Ρέι Μπράντμπουρι [1920-2012], το οποίο πρωτοεκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1953 (πρώτη έκδοση στα ελληνικά από τις εκδόσεις Γρηγόρη, 1968, σε μετάφραση Τζ. Βαγιάνου) και επανακυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Αγρα, σε μετάφραση και επιμέλεια του Β. Δουβίτσα. Σε ραδιοφωνική συνέντευξή του το 1956[1], ο Μπράντμπουρι δήλωνε πως το βιβλίο προέκυψε ως απόρροια της ανησυχίας του για την κλιμάκωση της λογοκρισίας και την τύχη των βιβλίων κατά την «εποχή Μακάρθι» στη μεταπολεμική Αμερική, όπου ταυτόχρονα εξαπλωνόταν μια κουλτούρα τεχνητής ευμάρειας και εφησυχασμού — δήλωση την οποία πάντως επέλεγε να αμβλύνει έκτοτε σε κάθε ευκαιρία.

 

Ας σημειωθεί εδώ πως το ίδιο το «Φαρενάιτ 451» είχε υποστεί «επιμέλεια ώστε να μην προσβάλλει τα ήθη της εποχής» από τον εκδοτικό οίκο Ballantine Books και μέχρι το 1997 συνυπήρχαν στην αγορά των ΗΠΑ η λογοκριμένη και η πλήρης εκδοχή! [σ.σ. Εν έτει 2006, στην κομητεία Μοντγκόμερι του Τέξας, το βιβλίο απαγορεύτηκε ως ανάγνωσμα στις σχολικές αίθουσες εξαιτίας της σκηνής καύσης της Βίβλου.]

 

Με φόντο μια περίκλειστη μεγαλούπολη του (σήμερα όχι και τόσο) μακρινού μέλλοντος —τοποθετείται μετά το 2020— η υπηρεσία του πυρονόμου Γκάι Μόνταγκ είναι υπεύθυνη για την καύση όσων βιβλίων απομένουν, παράνομα, σε χέρια πολιτών. Μαζί με τα βιβλία πυρπολούνται και τα σπίτια των αναγνωστών (σημειολογία υπέρ της σημασίας της τυπωμένης σελίδας). Μια σειρά γεγονότων όμως τον αναστατώνουν. Επαναστατεί, αντιστέκεται, αποκαλύπτεται, εγκληματεί και εν τέλει γίνεται φυγάς για χάρη των βιβλίων. Η αφήγηση κλείνει στο λυκόφως ενός πολέμου ο οποίος αφανίζει τη μεγαλούπολη. Αφήνει όμως ζωντανούς μια ομάδα φυγάδων, μεταξύ των οποίων και ο Μόνταγκ, οι οποίοι κουβαλούν στη μνήμη τους αποσπάσματα βιβλίων και σκοπεύουν να τα μοιραστούν με τους επιζώντες — σε αντίθεση με τη γνωστή χολιγουντιανή συνταγή δεν θα μάθουμε ποτέ αν τα κατάφεραν.

 

Το «Φαρενάιτ 451» είναι σε πρώτη ανάγνωση μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας, όπως άλλωστε και οι δύο κοντινότεροι λογοτεχνικοί συγγενείς του: το «1984» του Τζορτζ Οργουελ (Secker & Warburg, 1949) και το «Θαυμαστός καινούριος κόσμος» του Αλντους Χάξλεϊ (Chatto & Windus, 1932). Στον πυρήνα τους όμως και τα τρία βιβλία είναι πολιτικοκοινωνικά μανιφέστα ή —καλύτερα— ασκήσεις θάρρους μπροστά σε μια τροπή που φαντάζει ενδεχομένως αναπόφευκτη. Αποτελούν, και τα τρία, μια διεισδυτική ματιά στον τρόπο με τον οποίο η τηλεόραση (και η τεχνολογία) μπορούν να αφομοιώσουν τις εκφάνσεις κοινωνικότητας και να γίνουν εργαλείο χειραγώγησης. Επιπλέον το βιβλίο βρίσκει επιγόνους σε βιβλία της νεότερης παραγωγής, όπως το «Λευκός θόρυβος» του Nτον Ντελίλλο (Viking Press, 1985) ή κάποια διηγήματα του Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας (π.χ. «Αμερικάνικη λήθη», Little, Brown & Co., 2004), όπου μέσω της τηλεόρασης επαναπροσδιορίζεται η καθημερινότητα.

 

Σε ό,τι αφορά το ερώτημα «γιατί επιστημονική φαντασία;», ο Μπράντμπουρι είχε (και) πρόσφατα απαντήσει πως η «κλασική» (χρησιμοποιώντας τον όρο «mainstream») λογοτεχνική προσέγγιση μοιάζει να μην αναγνωρίζει το βάρος που αναλογεί στις αλλαγές του τρόπου ζωής που προέκυψαν τα τελευταία 50 χρόνια. Ταυτόχρονα μας ξανασυστήνει το συγκεκριμένο είδος γραφής ως «λογοτεχνία ιδεών», η οποία έχει, κατά καιρούς, πέσει θύμα «διανοουμενίστικου σνομπισμού»[2].

 

Μια σύνθεση με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, όπως αυτή με πρωταγωνιστή τον «νέο Προμηθέα» Γκάι Μόνταγκ, επιτρέπει σε ένα μόνο (αφηγηματικό) βήμα την αποστασιοποίηση από τη ζώσα πραγματικότητα και τη διεισδυτική διερεύνησή της. Με άλλα λόγια, η μεταφορά σε ένα φουτουριστικό τοπίο επιτρέπει την ύφανση παραλληλισμών που φωτίζουν εξ αντανακλάσεως πτυχές της σύγχρονης καθημερινότητας και Ιστορίας — με κάποιο τρόπο οι συμβολισμοί ισχυροποιούνται ως αποτέλεσμα της διάστασης μεταξύ της απτής πραγματικότητας, όπως αυτή σχολιάζεται στο κείμενο, και του επινοημένου χωροχρόνου που την εμπεριέχει[3]. Αυτή η παραμόρφωση στη σχέση χώρου-χρόνου-γεγονότος είναι η συνθήκη που καθιστά την αφήγηση του «Φαρενάιτ 451» αμείλικτα επίκαιρη (και) σήμερα.

 

…………………………………………………………………………….

 

[1] «Εισιτήριο για το φεγγάρι», Biography in Sound, NBC Radio News, Δεκέμβριος 1956.

[2] Συνέντευξη στον Σαμ Γουέλερ, «The Art of Fiction No. 203», The Paris Review, 2010.

[3] Τόμας Κλάρεσον, «Science Fiction: the Other Side of Realism», Bowling Green University Popular Press, 1971.

 

Scroll to top