Pin It

Της Ελενας Γαλανοπούλου

 

Για τον Γιάννη Σκουλά η φωτογραφία είναι κάτι περισσότερο από επαγγελματική ενασχόληση. Είναι μεράκι και σκοπός ζωής. Είναι ένα πάθος, που τον οδήγησε άλλοτε να ερευνήσει ελάχιστα γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους της γενέτειράς του, Κρήτης, κι άλλοτε να περιπλανηθεί ανά την Ελλάδα απαθανατίζοντας τους σιδηροδρομικούς σταθμούς. Κι άλλες φορές να ταξιδέψει στα νησιά μας αναζητώντας παλιούς πέτρινους φάρους.

 

Η νέα του περιπέτεια ξεκίνησε τέσσερα χρόνια πριν και φτάνει σε μια πρώτη ολοκλήρωσή της μεθαύριο, Δευτέρα, όταν στο αμφιθέατρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών θα παρουσιαστεί η έκθεση φωτογραφικών και ιστορικών τεκμηρίων με τίτλο «Μεθοριακοί σταθμοί στην καρδιά της Ελλάδας (1881, 1897, 1912): «1η Μεραρχία διαβάσα Μελούναν προχωρεί προς Τσαρίτσανην…»».

 

Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την κήρυξη του Α' Βαλκανικού Πολέμου (1912- 2012), η έκθεση αναδεικνύει τη μεθόριο, την οποία διέβησαν τα ελληνικά στρατεύματα την αυγή της 4ης Οκτωβρίου 1912. Πρόκειται για τη συνοριακή γραμμή που είχε διαρρυθμιστεί το 1881 (με κάποιες μεταβολές το 1897) και η οποία ξεκινούσε νοτίως του Πλαταμώνα και κατέληγε στον Αμβρακικό κόλπο.

 

Αυτήν τη γραμμή περπάτησε επί τέσσερα χρόνια ο φωτογράφος. Το οδοιπορικό του από το Αιγαίο μέχρι το Ιόνιο Πέλαγος μεταφράζεται σε: 8 αποστολές, 14.500 χλμ. και 450 φιλμ. Ποια στιγμή να ξεχωρίσει ο Γιάννης Σκουλάς από τις τόσες όμορφες που έζησε;

 

Ποια περιπέτεια να πρωτοαφηγηθεί από την επαφή του με τα ερείπια μεθοριακών σταθμών, φυλακίων, τελωνείων και άλλων εγκαταστάσεων της ελληνοτουρκικής μεθορίου του 1881 και του 1897 έως το 1912;

 

Εφτασε συχνά σε απροσπέλαστα ορεινά σημεία, αναζητώντας ίχνη μιας εποχής, που το μεγαλύτερο μέρος της Ηπείρου και της Μακεδονίας ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενες. «Και στο γεφύρι της Αρτας περνούσες από τελωνειακό έλεγχο», μας λέει χαρακτηριστικά.

 

Με μόνο εφόδιο ορισμένους χάρτες-«σκαριφήματα» 130 ετών, ο εντοπισμός των μεθοριακών σταθμών δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. «Εμοιαζε με ένα παιχνίδι κρυμμένου θησαυρού», λέει. Βασίστηκε, επίσης, και στις οδοιπορικές – χρηστικές σημειώσεις που βρήκε στο βιβλίο του Νικόλαου Σχοινά, γραμμένο το 1886 σε «άπταιστον καθαρεύουσα».

 

Η επιστημονική βοήθεια του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, διευθυντή ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, στάθηκε ιδιαιτέρως σημαντική. Οπως και η συνεισφορά της τοπογράφου μηχανικού Ελένης Γκαδόλου στην «ανάγνωση» των σημείων, που απεικονίζουν αυτοί οι παλιοί χάρτες μέσα από τη χρήση της πιο σύγχρονης τεχνολογίας.

 

«Εχουμε καλύψει ιστορικά το 90%. Μας απομένει λίγη ακόμη έρευνα και τεκμηρίωση μέχρι να ολοκληρωθεί η δουλειά» μας λέει. Και ποια ήταν τα αποτελέσματα της έρευνας; «Τα περισσότερα κτίσματα δεν έχουν σκεπή.

 

Τα περισσότερα έχουν αλλάξει χρήση. Κυρίως αξιοποιήθηκαν από βοσκούς. Ενώ υπάρχει και μία περίπτωση ενός οθωμανικού σταθμού, που μετατράπηκε πολύ νωρίς σε εκκλησία και γι' αυτό έχει σωθεί μέχρι και σήμερα το πύργινο κουφάρι με τις πολεμίστρες», απαντά.

 

Κάπως έτσι φυτεύτηκε και ο σπόρος της όλης ιδέας, οκτώ χρόνια πριν. «Φωτογράφιζα διάφορους αρχαιολογικούς χώρους και βρέθηκα μπροστά σε ένα εκκλησάκι σε χωριό της Ελασσόνας, που δεν έμοιαζε ούτε ενετικό, ούτε Κατοχής. Ρώτησα και μου είπαν πως τότε εκεί ήταν τα σύνορα της Ελλάδας. Στη διαδρομή μου έπεφτα συνέχεια πάνω σε τέτοια κτίσματα. Και άρχισα να τα φωτογραφίζω», θυμάται.

 

Οι άνθρωποι που συνάντησε ήταν φιλικότατοι και τις περισσότερες φορές υποστηρικτικοί στο έργο του. Αρκετές φορές όμως ήρθε αντιμέτωπος με τη δυσπιστία: «Δεν πίστευαν με τίποτα πως με ενδιαφέρει απλώς να φωτογραφίζω. Οι περισσότεροι με ρωτούσαν εάν ψάχνω για λίρες. Μου έλεγαν «θα σε βοηθήσουμε να τις βρεις, αλλά θα τις μοιραστούμε»»!

 

INFO: Ημερίδα Παρουσίασης Ιστορικής και Επιτόπιας Ερευνας: Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου στις 7.30 μ.μ. Η έκθεση θα παρουσιάζεται στο Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών (Βασ. Κωνσταντίνου 48) έως τις 10 Δεκεμβρίου.

 

 

Scroll to top