«Βλέπω στον ύπνο μου το κτίριο να καίγεται και εγκλωβισμένα συγγενικά μου πρόσωπα». Συγκλονιστικές οι μαρτυρίες των υπαλλήλων της τράπεζας στη δίκη που συνεχίζεται
Της Κατερίνας Κατή
«Βλέπω στο ύπνο μου το κτίριο να καίγεται και εγκλωβισμένα συγγενικά μου πρόσωπα. Mέχρι και σήμερα έχω ψυχολογικά προβλήματα».
Είναι ένα απόσπασμα από τη μαρτυρία μιας υπαλλήλου της Τράπεζας Μαρφίν, ενδεικτικό της φρίκης που έζησε στις 5 Μαΐου του 2010, όταν κατά τη διάρκεια της μεγάλης διαδήλωσης στο κέντρο της Αθήνας, το υποκατάστημα της τράπεζας στην οδό Σταδίου τυλίχτηκε στις φλόγες από τη ρίψη μολότοφ… με τους υπαλλήλους εγκλωβισμένους στο κτίριο που, όπως με τρόπο τραγικό αποδείχτηκε, δεν πληρούσε ούτε τους στοιχειώδεις κανόνες ασφαλείας. Και τρεις άνθρωποι, ανάμεσά τους και μια νεαρή έγκυος, άφησαν την τελευταία τους πνοή στο νεοκλασικό της Μαρφίν, το οποίο δεν διέθετε καν έξοδο κινδύνου.
Eζησαν την τραγωδία
Και τώρα, οι υπάλληλοι που είχαν την τύχη να βγουν ζωντανοί από την τράπεζα, αλλά και οι συγγενείς των αδικοχαμένων συναδέλφων τους αναγκάζονται να αναβιώσουν τις συνθήκες της τραγωδίας, ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο παραπέμφθηκαν τρία στελέχη της Μαρφίν για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σωματική βλάβη κατά συρροή. Γιατί δεν επέτρεψαν την ώρα των επεισοδίων στους υπαλλήλους να φύγουν από τον χώρο εργασίας, παρά το γεγονός ότι οι ίδιοι το ζητούσαν, αλλά κυρίως για τις παραλείψεις που εκ των υστέρων εντοπίστηκαν στα θέματα ασφαλείας.
«Από το πρωί μάς είχαν πει ότι θα λειτουργήσουμε κανονικά, ενώ στις 11.00 και βλέποντας τον κόσμο που μαζευόταν θα μπορούσαμε να έχουμε φύγει», είπε η Μάρθα Μέρμηγκα, προϊσταμένη του τμήματος τραπεζικού κέντρου του υποκαταστήματος της Σταδίου.
«Ηταν περίπου 13.30 όταν ενημερωθήκαμε -συνέχισε – ότι το υποκατάστημα θα κλείσει στις 15.00 και ενώ είχαν ξεκινήσει τα επεισόδια. Στις 13.40 βλέπαμε από τα παράθυρα του πρώτου ορόφου να σπάνε απέναντί μας το βιβλιοπωλείο ΙΑΝΟΣ και καταλάβαμε ότι οι επόμενοι θα ήμασταν εμείς γιατί αυτό συνέβαινε κάθε φορά στο παρελθόν. Κλείσαμε γρήγορα έγγραφα και φοριαμούς, ήδη όμως είχε αρχίσει να βγαίνει πυκνός καπνός από το κλιμακοστάσιο. Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα οι σκάλες στο ισόγειο είχαν γεμίσει καπνό και αρχίσαμε να πνιγόμαστε. Δεν υπήρχε τρόπος να αναπνεύσουμε γιατί ο χώρος ήταν κλειστός με πλέξιγκλας. Ενας από εμάς το έσπασε με το χέρι του, σκαρφαλώσαμε στα τρία μέτρα στο σημείο που υπήρχαν οι αεραγωγοί, όμως εκεί δεν χωρούσαμε όλοι και ακούγαμε από πίσω να φωνάζουν «πνιγόμαστε». Αποφασίσαμε να πηδήξουμε στο απέναντι μπαλκόνι που απείχε δύο μέτρα. Οταν τα καταφέραμε μετρηθήκαμε και είδαμε ότι λείπουν 3 άτομα. Τους πήραμε τηλέφωνο… δεν απάντησαν ποτέ».
Η μάρτυρας επισήμανε το γεγονός ότι δεν υπήρχε έξοδος κινδύνου και ότι ποτέ δεν είχαν πάρει μαθήματα πυρασφάλειας, παρότι πολλές φορές στο παρελθόν είχαν κάψει την κεντρική είσοδο του υποκαταστήματος σπάζοντας τα τζάμια.
Ενώ η υπάλληλος της τράπεζας, Ελένη Βρέντζου, είπε στο δικαστήριο: «Για δύο μήνες είχα αναπνευστικά προβλήματα και έως σήμερα έχω ψυχολογικά προβλήματα. Βλέπω ανά τακτά χρονικά διαστήματα στον ύπνο το κτίριο να καίγεται και εγκλωβισμένα συγγενικά μου πρόσωπα. Εκείνη την ημέρα από το πρωί είχαν γράψει με σπρέι έξω από την τράπεζα «κάψτε τους τοκοκλύφους»».
Η δίκη συνεχίζεται.