Ο 20χρονος Φάρες μάς μίλησε με δυσκολία γιατί ακόμα πονούσε, αλλά ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τη δική του περιπέτεια αόρατη, για να μπορέσει η αστυνομία να πιάσει τους δράστες
→«Οι μετανάστες δεν φτάσανε εδώ για να αρπάξουν το μέλλον των Ελλήνων. Αυτά τα λένε άρρωστοι άνθρωποι κι εγώ θα επιμένω να αγαπώ την Ελλάδα»
→«Ηρθα στην Ελλάδα για να δω τους συγγενείς μου και τώρα αναγκάζομαι να κάνω
καταγγελίες για τη ρατσιστική επίθεση, όχι απέναντι στην ελληνική κοινωνία, αλλά σε
αυτούς που τον χτύπησαν και που πρέπει να βρει η ελληνική αστυνομία»
Της Αντας Ψαρρά Φωτ. Μάριος Βαλασόπουλος
Στα γραφεία της εφημερίδας ήρθε το μεσημέρι της Τρίτης ένα εικοσάχρονο παιδί από τη Συρία, ο Φάρες (στα ελληνικά Πάρις) μαζί με τον Σύρο διερμηνέα Νταργουίς Αμπτούλ που ζει εδώ και 12 χρόνια στην Ελλάδα.
Ο νεαρός συνοδευόταν και από τον θείο του, φιλόλογο, που ζει στις Βρυξέλλες εδώ και 30 χρόνια. Αντικρίσαμε ένα μαυρισμένο από το ξύλο παιδί, αδύνατο και πολύ σοκαρισμένο. Ηταν το δεύτερο θύμα άγνωστων «παλικαράδων» στην ίδια περιοχή που λίγες μόλις ημέρες νωρίτερα χαράκωσαν το πρόσωπο του μικρού Αφγανού. Τα παιδιά αυτά δεν είχαν έρθει για τουρισμό στην Ελλάδα σαν τον άτυχο εντεκάχρονο και δεν θα δουν ποτέ τον κύριο Λυκουρέντζο να ενδιαφέρεται για την υγεία τους.
«Nα μη συμβεί σε άλλον»
Ο Φάρες μάς μίλησε με δυσκολία γιατί ακόμα πονούσε, αλλά ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει τη δική του περιπέτεια… αόρατη, για να μπορέσει η αστυνομία να πιάσει τους δράστες και να μη συμβεί το ίδιο σε κάποιον άλλον.
Ο θείος του, μάλιστα, παραμένει όπως μας δήλωσε ερωτευμένος με την Ελλάδα, τον πολιτισμό της και την ιστορία της.
«Ζω στις Βρυξέλλες εδώ και 30 χρόνια, αλλά για μένα ήταν η Ελλάδα ο πολιτισμός. Εγώ περίμενα οι Ελληνες να σέβονται τον πολιτισμό που οι πρόγονοί τους δημιούργησαν. Δεν μπορεί να περπατάει ένας νέος στον δρόμο και χωρίς λόγο να τον χτυπούν με μανία. Δεν είναι αυτή η χώρα που εγώ αγάπησα» μας είπε.
Ο Φάρες άρχισε να διηγείται την εφιαλτική εμπειρία του:
Είμαι 20 χρόνων και ήρθα από το Χαλέπι της Συρίας. Βομβαρδίσανε τα σπίτια μας και αποφασίσαμε να φύγουμε με την οικογένειά μου. Ηρθαμε μέσω Τουρκίας, πήραμε ένα χαρτί στην Ορεστιάδα και ήρθαμε στην Αθήνα.
Από την ώρα που φτάσαμε εδώ, σε μια ευρωπαϊκή δηλαδή χώρα, πάθαμε σοκ. Μας είπαν οι ίδιοι οι αστυνομικοί να μη βγαίνουμε έξω από το σπίτι γιατί με αυτό το χαρτί που πήραμε για παραμονή 6 μηνών δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Δεν μπορούμε να πάρουμε φαγητό, ούτε να βγούμε κάποια δουλειά ούτε τίποτα. Είμαστε σαν κρατούμενοι μέσα στο σπίτι. Μείναμε χωρίς καθόλου λεφτά και για πολλές μέρες χωρίς φαγητό. Προχθές πήγα με ένα φίλο στην πλατεία Αττικής το απόγευμα για να πάρουμε από έναν γνωστό Σύρο που ζει εκεί μια οικονομική βοήθεια.
Περίμενα στον δρόμο χαζεύοντας μέχρι ο φίλος μου να πεταχτεί στο σπίτι του ανθρώπου.
Είχε σταματήσει εκεί η αστυνομία κάτι ανθρώπους και τους μίλαγε. Μόλις έφυγε η αστυνομία, ήρθανε πέντε άτομα γύρω στα τριάντα και με πλησιάσανε. Ρωτήσανε κάτι στα ελληνικά αλλά δεν καταλάβαινα, και μετά στα αγγλικά ρώτησαν από πού είμαι.
Τους απάντησα από τη Συρία και αμέσως με χτύπησαν οι 4 κι ο ένας κρατούσε ένα σκυλί.
Με χτύπησαν πολύ άσχημα, ζαλίστηκα κι όταν μπόρεσα να σηκωθώ άρχισα να τρέχω, με κυνήγησαν και με άφησαν μετά από 100 μέτρα περίπου.
Δεν είδα τι φορούσαν, όλα έγιναν πολύ ξαφνικά. Το σκύλο τον αμόλησαν να με κυνηγήσει. Εφτασα σε ένα μαγαζί που πουλούσε λαχεία κι εκεί με άφησαν μάλλον γιατί είχα πολλά αίματα που έτρεχαν και ο κόσμος γύρω κοιτούσε.
Φοβήθηκα στο νοσοκομείο
Μετά με πήγανε σε ένα νοσοκομείο και μετά σε άλλο [στο «Λαϊκό» και μετά στο ΚΑΤ, σύμφωνα με τα ιατρικά χαρτιά που είχε μαζί του]. Μου είχαν πάρει το κινητό μου αυτοί που με χτύπησαν κι εγώ φοβήθηκα κι έφυγα τα ξημερώματα από το νοσοκομείο χωρίς παπούτσια, με τις κάλτσες.
Εχασα τα παπούτσια μου όταν με κυνηγούσαν. Πήρα το τρένο και μετά περπάτησα μέχρι το σπίτι μου με το κολάρο στον λαιμό μου και το χέρι μου δεμένο. Ηθελα να πάω στους δικούς μου. Η μητέρα μου έπαθε σοκ όταν με είδε κι εγώ, επειδή πονούσα πολύ, έμεινα όλη την ημέρα στο κρεβάτι. Δεν μπορούσα να κουνηθώ.
Αν ήμουνα στη Συρία που έχει πόλεμο, θα το καταλάβαινα, αλλά εδώ δεν καταλαβαίνω. Τώρα φοβάμαι, και, όταν βλέπω Ελληνες μαζεμένους, φεύγω.
Τον λόγο παίρνει ο θείος του και λέει σχεδόν μονολογώντας: Ηρθα στην Ελλάδα για να δω τους συγγενείς μου και τώρα αναγκάζομαι να κάνω καταγγελίες για τη ρατσιστική επίθεση, όχι απέναντι στην ελληνική κοινωνία, αλλά σε αυτούς που τον χτύπησαν και που πρέπει να βρει η ελληνική αστυνομία.
Το πρόβλημά μου είναι ότι ο μύθος που είχα στο μυαλό μου για την Ελλάδα ίσως δεν ισχύει. Πολλοί Βέλγοι φίλοι μου λέγανε τελευταία ότι η Ελλάδα έχει αλλάξει και τα πράγματα εδώ είναι άγρια για τους ξένους, αλλά δεν το πίστευα. Χιλιάδες χρόνια ιστορίας δεν σβήνουν.
Υπάρχει και στο Βέλγιο άκρα Δεξιά, αλλά είναι περιορισμένες αυτές οι δράσεις, μπλοκαρισμένες. Είναι επικίνδυνο για σας και για την εικόνα της Ελλάδας αυτές οι εγκληματικές συμπεριφορές. Εγώ αύριο θα φύγω, αλλά εσείς ζείτε εδώ.
Τώρα θα πάμε στους Γιατρούς του Κόσμου να δούνε το παιδί. Θα προσπαθήσω με νόμιμο τρόπο να μεταφέρω στο Βέλγιο τους συγγενείς μου.
Το παιδί, μόλις φτάσανε στην Ελλάδα, γράφτηκε αμέσως στο σχολείο και οι δικοί του προσπαθούν να δουλέψουν, αλλά τώρα, μετά από αυτό, όλα είναι πιο δύσκολα. Εγώ ήθελα να μάθει αυτή τη χώρα και να πάει κι αυτός και τα μικρά αδέλφια του σχολείο. Οταν κάποιος χτυπημένος φτάσει σε ένα νοσοκομείο στο Βέλγιο, αμέσως ειδοποιείται η αστυνομία από το νοσοκομείο για να δώσει κατάθεση. Εδώ δεν ειδοποιήθηκε κανείς [Ισως οι γιατροί το έκαναν για το καλό του].
Οι ναζί είναι άρρωστα άτομα, αλλά οι άνθρωποι που υποφέρουν λόγω της οικονομικής κρίσης είναι άλλο και γνωρίζουν ότι για την κρίση δεν φταίει ο μετανάστης. Οι μετανάστες δεν φτάσανε εδώ για να αρπάξουν το μέλλον των Ελλήνων.
Αυτά τα λένε άρρωστοι άνθρωποι κι εγώ θα επιμένω να αγαπώ την Ελλάδα. Ακόμα και κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήδη επισκέφτηκα τα περίφημα μουσεία.
Ο Φάρες συνεχίζει:
Εγώ θέλω να φύγω αμέσως από δω. Προσπάθησα να μάθω τη χώρα, να πάω σχολείο, αλλά τώρα θέλω να φύγω. Ούτε στο Στέκι των Μεταναστών δεν μπορώ πια να πάω, που πήγαινα να μάθω ελληνικά. Φοβάμαι. Ζούμε εδώ με άλλους μετανάστες από άλλες χώρες, έχω πολλούς φίλους, αλλά δεν ξέραμε για τους φασίστες.
Θέλω να σπουδάσω οικονομικά, ήμουνα στο πρώτο έτος και σκεφτόμουνα να συνεχίσω εδώ μέχρι να τελειώσει ο πόλεμος και να γυρίσω πίσω στη Συρία.
Γραπτή καταγγελία
Ο Φάρες χθες πήγε αρχικά στα γραφεία του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, όπου έκανε γραπτή καταγγελία, και μετά στους Γιατρούς του Κόσμου. Εντελώς συμπτωματικά ήταν ήδη εκεί η αστυνομικοί για τη διερεύνηση του άλλου ρατσιστικού περιστατικού με τον 14χρονο.
Πήραν επιτόπου κατάθεση κι από τον Φάρες και, όπως μας είπε κι ο ίδιος, ήταν καλοί κι ευγενικοί μαζί του. Τον πήγαν στη ΓΑΔΑ για να δώσει κατάθεση και να δει φωτογραφίες, αλλά ο ίδιος δεν αναγνώρισε κάποιον από τους δράστες. Μετά πήγε και στο αστυνομικό τμήμα της Αττικής όπου κρατούνταν κάποιοι ύποπτοι αλλά και πάλι δεν αναγνώρισε κάποιον.
Τελικά υπέγραψε τα χαρτιά της κατάθεσής του και έφυγε, ίσως κάπως λιγότερο φοβισμένος πια και ελπίζοντας ότι αυτός θα είναι το τελευταίο παρόμοιο θύμα των ταγμάτων εφόδου, αν και εμείς έχουμε δυστυχώς πολλούς λόγους να αμφιβάλλουμε.
…………………………………………………………………..
Εγκαλούν τους Γιατρούς του Κόσμου
Τα διάφορα «αμυντικά» ιστολόγια-παρακλάδια της Χ.Α. αλλά και το γνήσιο ναζιστικό εγκαλούν τους Γιατρούς του Κόσμου για «παραποιημένο» βίντεο, στο οποίο μιλάει το παιδί-θύμα της ρατσιστικής επίθεσης με τα 30 ράμματα, αναφερόμενοι στο 14χρονο αφγανάκι.
Μάλιστα κατηγορούν και στοχοποιούν ακόμα και τους Γιατρούς του Κόσμου, γράφοντας ότι η αποκάλυψη της φρικτής δολοφονικής επίθεσης «αμαυρώνει χωρίς λόγο την εικόνα της χώρας, ρίχνοντας νερό στο μύλο των εχθρών της (;) εμφανίζοντάς της σαν χώρα ρατσιστών που κυνηγάει τους φτωχούς λαθρομετανάστες».
Κι εκεί όπου όλοι είμαστε έτοιμοι να… αναθεωρήσουμε τη σκέψη μας για τους χρυσαυγίτες, παρακάτω εγκαλούν προφανώς την ΕΛ.ΑΣ. που δεν συνέλαβε κι από πάνω τον δεκατετράχρονο ως λαθραίο. Εκεί η εικόνα της χώρας έπαψε να ενδιαφέρει τους αρθρογράφους, μια και η χαρά τους για τη σύλληψη ενός χαρακωμένου αλλοδαπού θα σκέπαζε τη διεθνή κατακραυγή των «εχθρών». Οσο για την απορία τους για το πώς είδε το δεκατετράχρονο (κι όχι δεκαπεντάχρονο) παιδί το σήμα της Χ.Α. στις μπλούζες των δραστών μέσα στη νύχτα, τους υπενθυμίζουμε ότι το σκηνικό έγινε στις πεντέμισι το απόγευμα που στη χώρα μας είναι ο ήλιος λαμπερός τον Μάιο. Εκείνο που έχει παντοτινό σκοτάδι είναι το μυαλό τους.