Pin It

Ο Μπαζ Λούρμαν μεταφέρει στην οθόνη το μυθιστόρημα του Σκοτ Φιτζέραλντ με τόση φαντασμαγορία που του διαφεύγoυν η αλήθεια των ηρώων και η τραγική ερωτική του ιστορία. Το έργο του δεν θα έχει διάρκεια στην ιστορία του σινεμά, αλλά είναι αναζωογονητικό όσο μας κάνει παρέα

 

Της Λήδας Γαλανού

 

 

getFile (82)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ο υπέροχος Γκάτσμπι (αστεράκια: 3) (The Great Gatsby) σκηνοθεσία: Μπαζ Λούρμαν ηθοποιοί: Λεονάρντο ντι Κάπριο, Κάρεϊ Μάλιγκαν, Τόμπι Μαγκουάιρ, Τζόελ Ετζερτον, Αϊλα Φίσερ, Τζέισον Κλαρκ

 

Μέσα στην οικονομική ευμάρεια της δεκαετίας του 1920, όταν η Wall Street έχτιζε αμύθητες περιουσίες και η ποτοαπαγόρευση είχε δώσει τη θέση της σε λαθραία ξέφρενα πάρτι και μυθικό ξεφάντωμα, στο πολυτελές θέρετρο του Λονγκ Αϊλαντ, δίπλα στη Νέα Υόρκη, ο μεσοαστός Νικ Κάραγουεϊ γνωρίζει τη μεγάλη ζωή και μαζί την τραγικότητα της μοίρας. Ο γείτονάς του, ο πάμπλουτος, μυστηριώδης και ακαταμάχητος Τζέι Γκάτσμπι, ένας τυχοδιώκτης που έχει πιάσει την καλή, τον κάνει σύμμαχο στην πολιορκία της γυναίκας που του σημάδεψε τη ζωή, την αιθέρια και επιπόλαια Ντέιζι, με σκοπό να την κερδίσει από τον σύζυγό της και να την κάνει και πάλι για πάντα δική του.

 

Το κλασικό μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ μεταφέρεται ξανά στο σινεμά από το χέρι του Μπαζ Λούρμαν («Romeo + Juliet», «Moulin Rouge», «Αυστραλία»), που σαν να κρατά μαγικό ραβδάκι γεμίζει τα πάντα με χρυσόσκονη, χρώμα, μουσική, χλιδή, κοστούμια, σκεπάζοντας με πανέμορφο κάλυμμα την ιστορία και τους ήρωες που κοιμούνται από κάτω.

 

Ο Μπαζ Λούρμαν είναι καλλιτέχνης της φόρμας: τον ενδιαφέρει η εικόνα και μάλιστα μ’ έναν τρόπο τόσο πληθωρικό, που κάθε του σεκάνς είναι μια έκρηξη ομορφιάς που σκορπίζει εκατοντάδες λεπτομέρειες στο κάδρο του. Στη μόδα, την αισθητική και την πολυτέλεια των εύπορων του ’20 βρίσκει ευκαιρία να μεγαλουργήσει αχαλίνωτος. Συνδυάζοντας αυτά με σύγχρονη ποπ μουσική συνθέτει την ταινία του από μικρά πυροτεχνήματα ομορφιάς, τόσο γεμάτα στολίδια που χρειάζονται χρόνο για να τα απολαύσεις πραγματικά. Κι επειδή εκεί βρίσκεται το πραγματικό ταλέντο του, κατασκευάζει μια τεχνητή πραγματικότητα βγαλμένη από τα καμαρίνια του μιούζικαλ, των μεγάλων παραγωγών του θεάτρου, πολλαπλασιασμένη σε μια φαντασμαγορία τόσο λεπτοδουλεμένη και φιλόδοξη που σου κόβει την ανάσα.

 

Η αγάπη του όμως για το στημένο, το τεχνητό, παρασύρει και τους ήρωες της ταινίας σ’ ένα χορογραφημένο πανηγύρι: μέσα στο ντεκόρ μοιάζουν κι αυτοί εξίσου ψεύτικοι, ενώ είναι η αλήθεια τους, η οποία κρύβεται κάτω από την επιτήδευσή τους, που τους καθιστά αληθινά τραγικούς. Κι αυτή η διάσταση της ταινίας, η πιο ενδιαφέρουσα, χάνεται μέσα στον στρόβιλο από χάντρες, φτερά και κρύσταλλο.

 

Εκείνο που καταφέρνει καλά ο Μπαζ Λούρμαν, εκτός από τις όμορφες εικόνες, είναι η απόδοση μιας κοινωνίας σε αποδόμηση, μιας τάξης ανθρώπων που μέσα στα νεοαποκτηθέντα τους πλούτη, συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά ότι δεν χρειάζεται να είναι εγκρατείς ή σεμνότυφοι, ρίχτηκαν με βουλιμία στη ζωή, ανάγοντας ό,τι πιο ευτελές σε ιδεολογία ή σε άβακα αξιών.

 

Αντίθετα, τη μεγάλη, τραγική και τόσο εμβληματική ερωτική ιστορία η ταινία δεν μπορεί –και δεν ενδιαφέρεται, μάλλον– να την παρουσιάσει με δύναμη. Το συναίσθημα και η σκέψη δεν είναι προτεραιότητα για τον σκηνοθέτη, του αρκεί όλα να δείχνουν πλούσια και όμορφα. Γι’ αυτό και οι ηθοποιοί του μοιάζουν περισσότερο να υποκρίνονται επιτηδευμένα, χορογραφημένα, αντί να ενσαρκώνουν τους ήρωές τους, παίζοντας ο καθένας όσο καλύτερα μπορεί. Ο Λεονάρντο ντι Κάπριο ,που έχει εξελιχθεί με τα χρόνια σε ηθοποιό αξιώσεων, τιθασεύει τη μυθιστορηματική μαγεία του αρχετυπικού «golden boy» με τον πρόθυμο ρομαντισμό και την επιτακτική αισιοδοξία.

 

Οι δεύτεροι ρόλοι, από τον Τόμπι Μαγκουάιρ και τον Τζόελ Ετζερτον μέχρι την πρωτοεμφανιζόμενη (αν δεν την προσέξατε στο «Οι κουμπάροι και το κριάρι» και δεν σας κακολογούμε) Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι στον ρόλο της Τζόρνταν, είναι ταιριαστές επιλογές στιλιστικά, με αξιοπρεπείς ερμηνείες. Η Κάρεϊ Μάλιγκαν ως Ντέιζι, μέσα στη γήινη αίσθησή της, χάνει κάτι από την ελαφρότητα και τη μοιραία επιπολαιότητα της ηρωίδας της.

 

Πιστή στις προθέσεις της, αλλά εντελώς κενή κάτω από τη συναρπαστική της επιφάνεια, φιλόδοξη και άπληστη αλλά ταυτόχρονα εκθαμβωτική, η νέα κινηματογραφική εκδοχή του «Υπέροχου Γκάτσμπι» είναι, σαν τον ήρωά της, μια «νιόπλουτη» ταινία. Δεν έχει διάρκεια στην ιστορία, αλλά είναι αναζωογονητική όσο σου κάνει παρέα.

 

…………………………………………………………………..

 

 

getFile (74)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Hannah Arendt (αστεράκια: 2) σκηνοθεσία: Μαργκαρέτε φον Τρότα ηθοποιοί: Μπάρμπαρα Σούκοβα, Αξελ Μίλμπεργκ, Τζάνετ ΜακΤίρ, Γιούλια Γεντς

 

Στη διάρκεια της ιστορικής δίκης του ναζί Αντολφ Αϊχμαν, συνταγματάρχη των SS, στην Ιερουσαλήμ, η πολιτικός επιστήμονας και φιλόσοφος Χάνα Αρεντ, κάτοικος Νέας Υόρκης πια, στάλθηκε από το περιοδικό «New Yorker» να καλύψει τις εξελίξεις. Τα κείμενα που δημοσίευσε στη συνέχεια προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις και την έβαλαν στο στόχαστρο των ομοϊδεατών και ομόθρησκών της Εβραίων, αλλά και των πιο κοντινών της ανθρώπων.

 

Μια βιογραφική ταινία είναι τόσο ενδιαφέρουσα όσο ο άνθρωπος που παρακολουθεί. Και μια ταινία βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα είναι τόσο αιχμηρή όσο τα γεγονότα που περιγράφει. Ετσι το «Hannah Arendt» της Γερμανίδας Μαργκαρέτε φον Τρότα (που έχει ήδη κάνει ταινίες βασισμένες στη ζωή τής Ρόζα Λούξεμπουργκ και της Χίλντεγκαρντ φον Μπίνγκεν) κερδίζει περισσότερο από το πνεύμα, τη θεωρητική σκέψη και την πρωτοποριακή πολιτική ανάλυση της ηρωίδας της, παρά από τη σκηνοθετική μαεστρία της δημιουργού του.

 

Η κινηματογραφική αυτή βιογραφία κυλά άνευρα, με αδιάκοπες συζητήσεις, κάποιες φορές ξεχειλώνοντας, όπως στη διάρκεια της ίδιας της δίκης του Αϊχμαν, όπου ωστόσο χρησιμοποιούνται πραγματικά μαγνητοσκοπημένα ντοκουμέντα από την αίθουσα του δικαστηρίου και τις μαρτυρίες των Εβραίων που επιβίωσαν του Ολοκαυτώματος.

 

Η θεωρία όμως και οι ιδέες με τις οποίες καταπιάνεται (ξεκλειδώνοντας τη σκέψη μίας από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές της νεότερης ιστορίας) είναι συναρπαστικές. Παρακολουθώντας τον Αϊχμαν να δικάζεται μέσα στο γυάλινο προστατευτικό κουτί του, η Αρεντ απομυθοποιεί το τέρας, συνειδητοποιεί την πραγματική του διάσταση και επινοεί τη θεωρία της «κοινοτοπίας του κακού». Ειπωμένη σ’ ένα περιοδικό τεράστιας κυκλοφορίας, σ’ ένα κείμενο που εμπλέκει μέρος της ισραηλινής ηγεσίας και μοιάζει να μειώνει την ευθύνη του ναζί για τα εγκλήματά τους, όταν ακόμα η μνήμη του Ολοκαυτώματος είναι οδυνηρά φρέσκια, το 1963, η θεωρία της Αρεντ στάθηκε ικανή για να την εξοστρακίσει από την κοινότητα για την οποία πολέμησε με πάθος και προσωπικές απώλειες.

 

Περισσότερο από τα γεγονότα η ταινία θυμίζει στον θεατή τη σημασία της αναλυτικής σκέψης για την επιβίωση. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο η Μπάρμπαρα Σούκοβα απογειώνει τη Χάνα Αρεντ στην οθόνη, δίνοντας σε μια εμβληματική φιγούρα αληθινή υπόσταση, πειστικότητα και ανθρώπινη ευαισθησία.

 

………………………………………………………………..

 

 

getFile (81)Ο μανάβης (αστεράκια: 3,5) σκηνοθεσία: Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος Σε μια κίνηση ανατρεπτικής, αλλά ταυτόχρονα τόσο ταιριαστής, διανομής, το νέο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου («Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η γιαγιά μου»), με τίτλο «Ο μανάβης», ξεκινά από σήμερα να προβάλλεται στην Αθήνα, στον «Λαΐς», τον θερινό της Ταινιοθήκης, αφότου έκανε την πρεμιέρα του στα Τρίκαλα, κοντά στις περιοχές όπου γυρίστηκε, και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη.

 

Η ταινία, ένα γλυκόπικρο road movie με όχημα την καρότσα του εν λόγω μανάβη, παρακολουθεί στη διάρκεια των τεσσάρων εποχών μιας χρονιάς τις επισκέψεις του εμπόρου στα απομονωμένα χωριά της Πίνδου, όπου παίρνει τον ρόλο της μοναδικής επαφής των ντόπιων με τον «έξω κόσμο». Ανθρωποκεντρική με τον πιο τρυφερό τρόπο, πολιτική με τον πιο διακριτικό αλλά και διαπεραστικό σχολιασμό της οικονομικής κρίσης, εξαιρετικά ευαίσθητη, γεμάτη χιούμορ αλλά και βαθιά συγκινητική, η βραβευμένη στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ταινία έρχεται στην Αθήνα για να μοιράσει μνήμες της πραγματικής σημερινής Ελλάδας, αλλά και της διαχρονικής αξίας της συμφιλίωσης με τον διπλανό.

 

…………………………………………………………..

 

 

getFile (77)Μικρές εξεγέρσεις (αστεράκια: 1,5) σκηνοθεσία: Κυριάκος Κατζουράκης ηθοποιοί: Κάτια Γέρου, Δημήτρης Πλειώνης, Αρτο Απαρτιάν

 

Στη βορειοελλαδίτικη επαρχιακή πόλη, μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα κάνει πρόβα. Εκεί η Αννα θα συναντήσει για πρώτη φορά τον Μάνο, έναν ερασιτέχνη ζωγράφο με πάθος για τον Πανσέληνο. Η Αννα είναι παντρεμένη μ’ έναν έμπορο λευκής σάρκας που την κακομεταχειρίζεται και την ταπεινώνει καθημερινά. Ο έρωτας ανάμεσα στην Αννα και στον Μάνο θα προσπαθήσει να επιβιώσει, παρότι οι αλλαγές που φέρνει στους ανθρώπους γύρω τους, στη μικρή τους κοινότητα και στους ίδιους θα είναι καθοριστικές.

 

Ο ζωγράφος Κυριάκος Κατζουράκης γύρισε αυτήν εδώ την ταινία (την 3η του, μετά τα «Ο δρόμος προς τη Δύση» και «Γλυκιά μνήμη») το 2009, μάλιστα λίγο αργότερα την ανέβασε ολόκληρη στο λογαριασμό του στο vimeo για να τη μοιραστεί ελεύθερα με τον κόσμο. Στο γνώριμο υπαρξιακό, φιλοσοφικό του ύφος ο Κατζουράκης τοποθετεί αυτή τη φορά στην καρδιά της ελληνικής επαρχίας την αγωνιώδη αναζήτησή του για την ανθρώπινη ταυτότητα και το κόστος της σωτηρίας. Μπερδεμένη όμως με ψυχαναλυτικές αναφορές, ονειρικό στιλιζάρισμα και βαρύγδουπο κοινωνικό σχολιασμό, βλέπεται περισσότερο ως μέρος του συνολικού έργου του δημιουργού της παρά ως μια σύγχρονη, λειτουργική ταινία.

 

Scroll to top