66ο Φεστιβάλ Κανών
Η διοργάνωση άνοιξε με σταρ και πυροτεχνήματα και συνεχίζει με βροχή και καυτές εφηβικές επιθυμίες. Μετά, βέβαια, την πρεμιέρα του «Υπέροχου Γκάτσμπι», τα πράγματα στο «αληθινό» φεστιβάλ εξελίχθηκαν λιγότερο λαμπρά
Της Λήδας Γαλανού
Ο «Υπέροχος Γκάτσμπι» έφερε με το «καλησπέρα» τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά κεφάλαια. Η συνεχής βροχή δεν σταμάτησε το μεγαλοπρεπές gala έναρξης, με… οικοδεσπότη τον Γκάτσμπι του Λούρμαν, που έγινε στην παραλία κάτω από λευκές τέντες, με πολλά πυροτεχνήματα που φώτιζαν τον συννεφιασμένο ουρανό και ζωντανή μουσική από τον Μπράιαν Φέρι με την ορχήστρα του και τη Φλόρενς των Florence and the Machine. Εκεί ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο πέρασε τον χρόνο του με τον συμπρωταγωνιστή του στο «Django», Κριστόφ Βαλτς, μέλος της κριτικής επιτροπής.
«Η επιτυχημένη ψυχανάλυση εξαρτάται από τον συνδυασμό πελάτη και αναλυτή», είπε νωρίτερα ο Βαλτς για την ευθύνη του ως κριτή. «Εκείνο που με προσέλκυσε περισσότερο στην επιτροπή είναι η προοπτική υπέροχων συζητήσεων με εξαιρετικούς καλλιτέχνες». Για τη Νικόλ Κίντμαν, ο ρόλος είναι ακόμα και… φιλανθρωπικός: «Αυτήν την εποχή έχω πραγματικά το πάθος για ν’ απορροφήσω όλες τις ταινίες. Δεν πρόκειται παρά για τη γνώμη εννέα ανθρώπων, αλλά συνειδητοποιώ ότι το Φεστιβάλ είναι για τις ταινίες όχι μόνο μια γιορτή αλλά και μια πλατφόρμα που θα τις οδηγήσει στο μέλλον τους. Επίσης, επειδή έχω βρεθεί να παραλαμβάνω βραβεία, θέλω πολύ ν’ ανταποδώσω!» Οσο για τον πρόεδρο της επιτροπής, τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, ένα από τα ιερά τέρατα του σύγχρονου σινεμά, βλέπει με ενθουσιασμό τη δουλειά του: «Εχω δεχτεί, από την αρχή της καριέρας μου, ότι υπάρχει διαρκώς μεγάλος ανταγωνισμός για το ποιος θα διεκδικήσει καλύτερα την προσοχή του κοινού. Δεν βλέπω τα Φεστιβάλ μόνον ως ένα διαγωνισμό, αλλά και ως ευκαιρία να καυχηθείς για το πώς τόσες διαφορετικές κουλτούρες έχουν τη δυνατότητα να εκφραστούν. Θεωρώ ότι επί δυο βδομάδες θα γιορτάζουμε τις ταινίες, χωρίς να τις βάζουμε τη μια αντιμέτωπη με την άλλη. Το καλό είναι ότι στις Κάνες, αντίθετα από τα Οσκαρ ή τις… προεδρικές εκλογές, δεν υπάρχουν “προεκλογικές καμπάνιες”. Και είναι μια ανάσα καθαρού αέρα!»
-Η πρώτη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος, το «Heli» του Μεξικανού Αματ Εσκαλάντε, αποδείχτηκε προκλητικό αλλά κενό ξεκίνημα. Στη μεξικανική επαρχία, όπου καρτέλ και παρα-μιλιταριστικές οργανώσεις κρατούν το χέρι του νόμου, ο νεαρός Ελί προσπαθεί να επιβιώσει μαζί με τον πατέρα, τη γυναίκα του, το μωρό τους και τη 12χρονη αδελφή του, Εστέλα. Η σχέση της μικρής μ’ έναν 17χρονο εκπαιδευόμενο αστυνομικό θα οδηγήσει την οικογένεια στην καταστροφή. Ο Εσκαλάντε μοιάζει να απολαμβάνει τα απανωτά σοκ βίας που επιβάλει στον θεατή, με αποκορύφωμα μία σεκάνς βασανιστηρίων, που περιλαμβάνει ακόμα κι ένα φλεγόμενο πέος. Αλλά η τόσο επιδειξιομανής ταινία καταλήγει «τουριστική» στη σκοτεινή πλευρά της χώρας του, στην προσπάθειά της να πείσει ότι η βία της εξουσίας δημιουργεί βίαιους πολίτες.
-Η ταινία του Φρανσουά Οζόν «Jeune et Jolie» ασχολείται μ’ ένα άλλο είδος βίας, εσωτερικής, με ηρωίδα μια «νέα και όμορφη» 17χρονη, που αφού κάνει πρώτη φορά σεξ συνειδητοποιεί τη δύναμη του ερωτισμού της πάνω στους άλλους και την εκμεταλλεύεται κλείνοντας κρυφά ραντεβού ως πόρνη. Η μεγαλύτερη αποκάλυψη της ταινίας είναι η πρωταγωνίστριά της, η νεαρή Μαρίν Βακτ, με τη μελαγχολική ομορφιά μιας νεαρής Τζέιν Μπίρκιν και Ιζαμπέλ Ατζανί. Ο Οζόν είναι ένας έξυπνος σκηνοθέτης, που με ευκολία και κομψότητα κάνει τον ερωτισμό αλλά και τη θλίψη να αναδύονται από τα πλάνα του. Το ζήτημα, όμως, ότι οι σημερινοί έφηβοι απολαμβάνουν τέτοια πληθώρα πληροφορίας (και υλικών αγαθών ενδεχομένως) που η αληθινή μαγεία της ζωής απομυθοποιείται στην αφετηρία της, μοιάζει στην ταινία του με πρόβλημα πολυτελείας.
-Στον βωμό της πολυτέλειας και η Σοφία Κόπολα. Με το «Bling Ring», επίσημη έναρξη του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα», παρουσίασε την πιο αποτυχημένη ταινία της. Βασίζεται στην πραγματική ιστορία μιας ομάδας παιδιών στο Λος Αντζελες που έκλεβαν τα σπίτια των διάσημων, όχι μόνο για να βγάζουν χρήματα, αλλά κυρίως για να φορούν τα ρούχα και τα παπούτσια αυτών των ανθρώπων, να «κλέβουν» ένα κομμάτι από τη ζηλευτή ζωή τους. Η Εμα Γουότσον, πάλαι ποτέ Ερμιόνη του «Χάρι Πότερ», με μια θαυμάσια ερμηνεία και σεξ απίλ μάς θυμίζει ότι πραγματικά μεγάλωσε. Η ταινία ωστόσο αναλώνεται στο να παρακολουθεί τις εξορμήσεις των ηρώων με τρόπο επαναλαμβανόμενο και λειψό από συναίσθημα ή ενδιαφέρον, που καταλήγει να μοιάζει τόσο ανόητη όσο και οι έφηβοι που εξερευνά. Κι αν αυτό είναι ένα σχόλιο για τη σύγχρονη εφηβεία και τη δυσκολία ενηλικίωσης, η Κόπολα, χωρίς ίχνος ενδοσκόπησης ή κυνισμού, περνά τόσο καλά με τους ήρωές της που ξεχνά να τους αναπτύξει και στο κοινό της!