19/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μετά το τέλος

      Pin It

ΑΝΟΙΧΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

 

getFile (22)getFile (51)Στέφαν Τσβάιχ «Η Μέθη της Μεταμόρφωσης», Μυθιστόρημα. Μετάφραση: Γιάννης Καλλιφατίδης. Εκδόσεις Πατάκη, 2013, σ. 416

 

 

 

 

 

 

 

Tου Ακη Παπαντώνη 

 

«Πάντα τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες ερωτήσεις, οι ίδιες χειρονομίες, τα ίδια χρήματα.» (σ. 234)

 

Το χειρόγραφο, η «Μέθη της Μεταμόρφωσης», βρέθηκε ανάμεσα σε σημειώσεις και σχεδιάσματα του Στέφαν Τσβάιχ στο (τελευταίο) σπίτι του, στα περίχωρα του Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. O Αυστριακός συγγραφέας και η δεύτερη σύζυγός του αυτοκτόνησαν παίρνοντας μεγάλες ποσότητες βαρβιτουρικών— ήταν 22 Φεβρουαρίου του 1942. Μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία τα έργα του απαγορεύτηκαν σε Αυστρία και Γερμανία και η προσωπική του βιβλιοθήκη στο Ζάλτσμπουργκ παραδόθηκε στη (ναζιστική) πυρά. Ο, εβραϊκής καταγωγής, Τσβάιχ μετοίκησε το 1934 στη Μεγάλη Βρετανία και από εκεί στις ΗΠΑ, πριν εγκατασταθεί στη Βραζιλία. Τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, έχοντας εργαστεί στο Αυστριακό Πολεμικό Αρχείο, είχε έρθει αντιμέτωπος με την καταγραφή της θηριωδίας του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου—στη δεκαετία που ακολούθησε, το έργο του προοικονομεί ένα (εγγύς) αβέβαιο μέλλον, χτισμένο πάνω στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να ξεχάσουν.

 

Το βιβλίο δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του (αρχικά στα γερμανικά το 1982, S. Fischer Verlag) και, όπως μαθαίνουμε στο (κατατοπιστικό) επίμετρο διά χειρός Knut Beck, το πρώτο μέρος του είχε γραφτεί σε ενεστώτα χρόνο, σε αντίθεση με το δεύτερο μέρος που γράφτηκε αργότερα σε παρελθόντα, πριν τα δύο εξομοιωθούν κατά την τελική επιμέλεια. Αλλωστε, σε επιστολή του το 1934, προς τον Κλάους Μαν, ο Στέφαν Τσβάιχ έγραφε για τη μάχη με το εν λόγω έργο: «σε περίπτωση που δεν με ικανοποιήσει το αποτέλεσμα, διατηρώ την επιφύλαξη να το πετάξω στα σκουπίδια ή να το βάλω στο συρτάρι. Φαντάζομαι πάντως ότι θα το έχω ολοκληρώσει σε περίπου ένα τρίμηνο. Και τότε θα βρεθώ αντιμέτωπος με την απόφαση τι να κάνω, όχι μόνο με το συγκεκριμένο αλλά και με κάθε μου βιβλίο. Πρόκειται για μια απόφαση ζωής και είμαι βέβαιος ότι καταλαβαίνετε πως δεν είναι διόλου εύκολη» (από το επίμετρο).

 

Η αφήγηση πραγματεύεται την ιστορία μιας ταχυδρομικής υπαλλήλου σε ένα μικρό χωριό στα περίχωρα της Βιέννης, η οποία ζει στα όρια της ανέχειας στον απόηχο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η γραφή είναι χαρακτηριστική του ύστερου έργου του Τσβάιχ (αν και ο Τζον Μπάνβιλ, σε κριτική του στην εφημερίδα Guardian, τη βρίσκει φορτωμένη και εν μέρει φλύαρη—λέει μάλιστα πως «ο Ζορζ Σιμενόν θα έγραφε το ίδιο βιβλίο με τις μισές λέξεις»). Εγκιβωτισμένη στο ημίφως του Μεταπολέμου, φροντίζει κάθε τι στο βιβλίο—άνθρωποι ή αντικείμενα—να μοιράζεται την ίδια μοίρα, να αποτυπώνεται ως αναλώσιμο, θολό ή καταδικασμένο, ενώ η φτώχεια αποτελεί την πατίνα που επικαλύπτει τα πάντα. Αναρωτήσεις όπως «ποιος/ποια είμαι;» και «γιατί βρίσκομαι εδώ;» αποτελούν, έμμεσα ή άμεσα, επαναληπτικό μοτίβο της αφήγησης. Στη νεαρή πρωταγωνίστρια, μάλιστα, δίνεται η ευκαιρία μια «καλύτερης» ζωής, μόνο και μόνο για να της αφαιρεθεί στη συνέχεια. Της δίνεται μια γεύση έρωτα μόνο και μόνο για να την απογοητεύσει. Μέσω αυτής της (ατελούς) συναλλαγής πραγματώνεται η «μέθη της μεταμόρφωσης». Χτίζεται έτσι μια ιστορία συναισθηματικής απευαισθητοποίησης, προσωπικής και κοινωνικής δοκιμασίας, η οποία παρασύρει τα πάντα στην ασημαντότητα.

 

Oι χαρακτήρες του Τσβάιχ δηλώνουν, κατ’ επανάληψη, ανήμποροι να αναστρέψουν τη ροή των γεγονότων, είτε αυτών της ίδιας τους της ζωής είτε της Ιστορίας. Αδυνατούν να αποφύγουν την, εν υπνώσει, κατάπτωσή τους, η οποία ξεκινά ως προσωπική, γίνεται συλλογική και καταλήγει πολιτισμική. Σε απόλυτη συμφωνία με την (επινοημένη) συμπεριφορά των ηρώων του, στο αποχαιρετιστήριο σημείωμά του ο Τσβάιχ γράφει: «[...] είναι καλύτερα να καταλήγεις εν μέσω καλών καιρών και ενόσω όρθιος, κουβαλώντας μια ζωή κατά την οποία ο πνευματικός μόχθος ισοδυναμούσε με την αγνότερη χαρά και η προσωπική ελευθερία με το υψηλότερο επί Γης αγαθό».

 

Κι αν το βιβλίο αποτελεί σήμερα ένα «συναφές» της εποχής ανάγνωσμα είναι επειδή, με τα λόγια του τριτοπρόσωπου αφηγητή του, «[η ανέχεια] ξεμυτίζει και πάλι, με βαθουλωτά μάτια και ορθάνοιχτο στόμα [...] για να κατασπαράξει ο,τι έχει απομείνει από το κουφάρι του πολέμου» (σ. 41). Κι έτσι η μέθη της μεταμόρφωσης γίνεται ανάμνηση, την οποία διαβρώνει η αδυναμία ουσιαστικής αλλαγής.

 

 

 

 

Scroll to top