19/05/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Τα ρεμάλια της Φωκίωνος Νέγρη

      Pin It

TA XEIΡΟΠΟΙΗΤΑ

 

Του Γιάννη Ξανθούλη

 

Οτι η Κυψέλη είναι παράδεισος πολυπολιτισμικότητας δεν μπορεί να το διαψεύσει κανένας ακαδημαϊκός. Οτι ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ βρήκε το ήθος που της ταιριάζει, αφού είναι πραγματική ευτυχία να βολτάρεις στην Φωκίωνος Νέγρη ΤΩΡΑ, γιατί παλιά ήταν γεμάτη από «ρεμάλια». Ολοι εμείς της κάποιας ηλικίας θυμόμαστε τα βάσανα της αείμνηστης Ιλυας Λιβυκού εξ αιτίας του «ρεμαλιού» Αλκη Γιαννακά σε κείνη την εκπάγλου ρεαλισμού ταινία, που ως ρεμάλι έκανε τόσους ρεμαλισμούς που κάθε Κυψελιώτισσα (που σεβόταν την εμμηνόπαυσή της) κλειδωνόταν στο μπουντουάρ της και άναβε το καντήλι μπροστά στην Οσία Μαγδαληνή. Ευτυχώς αυτά έγιναν παρελθόν εδώ και καιρό, αφότου δηλαδή πλάκωσε ένα απελευθερωτικό τριτοκοσμικό τάγμα να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Τα πάσης φύσεως «ρεμάλια», που υποκρίνονταν τους νοικοκυραίους αστούς και έτρωγαν τα βράδια στα ταβερνεία και στα άλλα καταγώγια παγωτά και προφιτερόλ, ΤΩΡΑ βρήκαν τον μάστορά τους. ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ξεκαθάρισε η κατάσταση από τους εμπόρους σκληρών ναρκωτικών, από διακινητές Καλάσνικοφ και σεσουάρ για δολοφόνους. Ναι, αγαπητοί μου! Για χρόνια νομίζαμε πως οι καλοκάγαθες κυρίες που δάγκωναν κομψά τα «παρφέ» και τις σοκολατίνες στου «Φλόκα» ήταν όπως έδειχναν. Γελαστήκαμε. Γιατί πίσω από τη βιτρίνα της αστικής μακαριότητας υπέβοσκε μια άνευ προηγουμένου παραβατικότητα. Οταν έδυε ο ήλιος κι ενώ, για τα μάτια, η Κυψέλη γέμιζε φωνές παιδιών και βόλτες παππούδων και γιαγιάδων, κάποιοι άλλοι και άλλες έβγαιναν να κάνουν πεζοδρόμιο, να πουλήσουν «παπαζωτά» στους χρήστες που αφθονούσαν (ασχέτως αν διά γυμνού οφθαλμού ΔΕΝ φαίνονταν), να αρπάξουν σταυρουδάκια από λαιμούς (μαραμένους και μη) γυναικών, να εισβάλουν σε σπίτια γερόντων για να τους κλέψουν τον βηματοδότη ή τον καθετήρα, και μετά να ξαναγυρίσουν στην εικονική ψευδοπραγματικότητα του «Δεν συμβαίνει τίποτα». ΕΥΤΥΧΩΣ, όμως, οι μάσκες έπεσαν και είναι κρίμα που δεν ζει η Ιλυα Λιβυκού να αφηγηθεί τα βάσανά της εκείνα τα ρεμαλιώδη χρόνια…

 

Ο γράφων έζησε είκοσι χρόνια στη μαρτυρική Κυψέλη. Από το 1972 ώς το 1992. Γι' αυτό θυμάμαι την αγωνία των κατοίκων έτσι κι έπεφτε το σκοτάδι. Ειδικά όσοι διέμεναν γύρω από την πλατεία Αγάμων (κι αργότερα Αμερικής) έτρεμαν από τον φόβο τους. Αλησμόνητη, μέχρι σήμερα, έμεινε η τρομοκρατία που ασκούσε η συμμορία της Ροζίτας Σώκου που έμενε επί της πλατείας. Απειλητικές φυσιογνωμίες, όπως του Μάριου Πλωρίτη, του Γιώργου Μαρίνου, του Γιάννη Τσαρούχη, του Γιάννη Μέτση, του Δημήτρη Κολλάτου, του Δημήτρη Ποταμίτη, της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου, του Μίμη Πλέσσα, της Φωφώς Βασιλακάκη κ.ά., μπαινόβγαιναν στη γιάφκα της Ροζίτας οργανώνοντας ληστείες και φονικά που άφησαν εποχή. Πού να τολμήσεις να περάσεις από την εν λόγω πλατεία! Καμιά σχέση με τη σημερινή ειρηνική της όψη. Οσο για την Πατησίων, ήταν γεμάτη από ύποπτους κινηματογράφους που έδειχναν ψευδοήρεμοι και μέσα γίνονταν σφαγές και γενοκτονίες. Εξάλλου κάπου στα πέριξ της Κυψέλης έγινε και η περίφημη ιστορία της «παραγγελιάς» του Κοεμτζή που αργότερα βρήκε τη σωστή κοινωνική της διάσταση μέσω του τραγουδιού-ποταμός του Σαββόπουλου.

 

Φόβος και τρόμος και πού να διαμαρτυρηθείς αφού κινδύνευες να λιθοβοληθείς ως ρατσιστής. Κι ας μην υπήρχαν τότε Διαδίκτυο και χαζοκινητά με τις γνωστές ευκολίες. Ζώντας μες στον τρόμο της Κυψέλης, με συνελεύσεις στις πολυκατοικίες που κατέληγαν σε αιματηρές αποφάσεις, κλείστηκα στον εαυτό μου προσευχόμενος στην Ινδή θεά Ζουρλομπαχαράτα να στείλει απελευθερωτές, αφού το κράτος αδιαφορούσε μπροστά στις ανεξέλεγκτες καταστάσεις που ζούσαμε. Μάλιστα μια φορά με απήγαγε συμμορία Καλαματιανών και με ανάγκασε να χορεύω πέντε μέρες ασταμάτητα «καλαματιανά» (κάτι σαν το σενάριο του φιλμ «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν») ζητώντας αμύθητα ποσά ως λύτρα από την οικογένειά μου. Φυσικά η οικογένεια απάντησε υπερήφανα «Κομμάτια να τον κάνετε. ΔΕΝ μας νοιάζει καθόλου», οπότε η συμμορία με πέταξε μπροστά στον κινηματογράφο «Ράδιο Σίτυ» φιμωμένο μ' ένα ολομέταξο καλαματιανό μαντίλι. Επειτα απ' αυτό κάθισα και συνέγραψα αντιστασιακό μυθιστόρημα με φόντο την Κυψέλη της δεκαετίας του ’50 και τίτλο αντάξιο του ηθικού μου, «Το πεθαμένο λικέρ». Το βιβλίο βρήκε, όντως, μεγάλη απήχηση από τον καταπιεσμένο, τρομοκρατημένο λαό της πυκνοκατοικημένης βασανισμένης Κυψέλης. Ηδη, από τότε, στα Βαλκάνια (αν και βρίσκονταν κάτω από κομμουνιστικά παραδείσια καθεστώτα), στην Ασία και την Αφρική οργανώθηκαν ευαισθητοποιημένοι πολίτες και έβαλαν στόχο ζωής να 'ρθουν, έστω και λαθραία, στη μαρτυρική συνοικία του Δήμου Αθηναίων ως κοινωνικοί ρυθμιστές. Δυστυχώς δεν πρόλαβα να ζήσω τις ένδοξες μέρες που ακολούθησαν κι αγόρασα σπίτι σε άλλη γειτονιά, αφήνοντας πίσω αναμνήσεις, δρόμους, πλατείες και τη Φωκίωνος Νέγρη με τα ρεμάλια και τους ευκαλύπτους. Το ίδιο περίπου διάστημα άντρες της αστυνομίας και ειδικά εκπαιδευμένοι μισθοφόροι έκαναν έφοδο στο σπίτι της Ροζίτας και έδωσαν στη δημοσιότητα τα ονόματα των γαλλικών τυριών που βρήκαν στο ψυγείο της. Κι αυτό ήταν ένα μόνο απ' τα πολλά δραματικά περιστατικά. Το κράτος, αδύναμο ως συνήθως να επιβάλει τάξη, ζήτησε βοήθεια από χώρες που τότε μάς ήταν άγνωστες, όπως «Δημοκρατία του μανικιούρ του ελέφαντα» και επαρχίες των εκβολών του ποταμού Ντιγκιντάγκα. ΕΥΤΥΧΩΣ ανταποκρίθηκαν θερμά κι έτσι κάπως ήρθαμε στα ίσα μας. Μόνο η ποιήτρια κυρία Σιλάνα Σαλιάγκου έγραψε κάποιους σιβυλλικούς στίχους που ακόμη ερευνώνται από την Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία:

 

«Θα 'ρθούνε μέρες που η αλήθεια

 

θα νοστιμέψει τα ρεβίθια…».

 

…Κι αύριο είναι η Κυριακή των Μυροφόρων…

 

 

 

 

 

 

Scroll to top