ΚΛΑΣΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Εξαιρετικές επιλογές από Στέγη και Λυρική
Επενδύοντας σταθερά και με συνέπεια στην παρουσίαση και προώθηση συγχρόνων προσεγγίσεων/ωσμώσεων μεταξύ μουσικής και θεάτρου, η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών αφιέρωσε μια βραδιά στο συνθετικό έργο της Γεωργίας Σπυροπούλου, που σταδιοδρομεί διεθνώς.
Του Γιάννη Σβώλου
Υστερα από σπουδές κλασικής μουσικής και τζαζ, και αφού επένδυσε επί δεκαετία στην ελληνική φωνητική παράδοση, η Ελληνίδα συνθέτρια ζει από το 1996 στο Παρίσι και σταδιοδρομεί διεθνώς στο πεδίο της σύγχρονης, ηλεκτροακουστικής και φωνητικής μουσικής. Η βραδιά στη μικρή αίθουσα της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών ήταν αναμενόμενα γεμάτη από εγχώριους φίλους της σύγχρονης μουσικής.
Η παρουσίαση ήταν από κάθε άποψη άψογη. Καθώς σε τέτοια έργα μουσική εκτέλεση και θεατρική ερμηνεία είναι αξεδιάλυτα ενωμένες, το ενδιαφέρον είχε μετατοπιστεί στη χημεία και τις ισορροπίες των συστατικών που παράγουν τη σύνθετη, δυναμική εμπειρία του μουσικοθεατρικού δρώμενου. Πολυπόθητο ζητούμενο, που όλο και δυσκολότερα επιτυγχάνεται: η αναπροσέγγιση μιας αλήθειας αισθητικής, νοηματικής και ψυχολογικής/ψυχοκαταγωγικής.
Η 48χρονη συνθέτρια χειρίζεται το ετερογενές υλικό της –φυσικό, προηχογραφημένο και ηλεκτρονικό ήχο, θεατρική και σκηνική δράση- με τέχνη, σαφήνεια και σιγουριά. Παρουσιάστηκαν τέσσερα έργα. Πρώτο ακούστηκε το ηλεκτροακουστικό «Brut». Με εργαλείο ανακυκλούμενα, «πειραγμένα» σπαράγματα από το μπλουζ «Strange fruit» της Μπίλι Χάλιντεϊ, το δεκάλεπτο ακρόαμα είχε λειτουργήσει αρχικά ως μεταφορά/αναφορά, συνοδεύοντας μια εγκατάσταση/αφιέρωμα στο εβραϊκό Ολοκαύτωμα (Βερολίνο, 2009). Ακολούθησαν δύο κομμάτια με συνδυασμό ζωντανού και ηλεκτροακουστικού ήχου. Τόσο στο «Saksti» (2001) για τενόρο σαξόφωνο (Θεόφιλος Σωτηριάδης) και ηλεκτροακουστικούς ήχους, όσο και στο «Bouches» (2008) για γυναικεία φωνή (Σιγκέκο Χάτα), μαγνητοταινία και live electronics, δέσποσε η έντεχνα κατευθυνόμενη παρεμβολή του φυσικού ήχου –σαξόφωνο, ανθρώπινη φωνή- ως έναρθρη, αφηγηματικά αποδομημένη «γλώσσα».
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με μια πρόσφατη, δυνατή δουλειά της Σπυροπούλου, τις «Βάκχες» (2010), σόλο όπερα για τραγουδιστή-performer, μαγνητοταινία και live electronics. Καταδυόμενη βαθιά στην ελληνική εμπειρία της, η Σπυροπούλου επιχειρεί εδώ μια μεταμοντέρνα, ψυχαναλυτικά ψαγμένη αναπροσέγγιση της ευρυπιδικής τραγωδίας˙ βεβαίως, όχι ως παραδοσιακή παράσταση, αλλά ως σύμπτυξη/αντιπαράθεση πρωτεϊκών δυνάμεων και αρχετυπικών χαρακτήρων.
Με φόντο ηλεκτροακουστικό υλικό και ανακυκλούμενα, ηχογραφημένα σπαράγματα από Αναστενάρικη τελετή και παραδοσιακά μοιρολόγια διαφόρων χωρών, ο εκπληκτικός πολυβοκαλίστας, Μεντερίκ Κολινιόν, έδωσε μια εξουθενωτικής αγριότητας παράσταση δανείζοντας την εκπληκτικά εύπλαστη φωνητική μάσκα του διαδοχικά -και ταυτόχρονα!- στους τέσσερις πρωταγωνιστές: τον Διόνυσο ως κάλεσμα της πανίσχυρης, ακατάλυτης λίμπιντο που δεν γνωρίζει νόμο, τον αντίποδά του, Πενθέα, ως ωρυόμενη, αυταρχική εξουσία που διαχειρίζεται τη δυστυχία μέσα στον πολιτισμό, τον ατυχή Αγγελο που, ξέπνοος πάντα, συνθλίβεται κομίζοντας τα κακά μαντάτα, τέλος, την τραγική Αγαύη, ως αβυσσαλέα κραυγή φρίκης αναδυόμενη σε αλλεπάλληλα κύματα από τα σωθικά ενός ανθρώπου που κατέχει το προνόμιο να διαβαίνει τη μεθόριο μεταξύ νόμου και ενστίκτου. Μια σύγχρονη, άγρια κατάδυση στο αρχαίο, ανεπίδεκτο εκπολιτισμού υπόστρωμα του πολιτισμού!
Στο «Ολύμπια» (δωρεάν) μουσικά θαύματα!
Στις 28/4/2013, στο πλαίσιο των κυριακάτικων απογευματινών συναυλιών μουσικής δωματίου, που δίδονται δωρεάν στο φουαγιέ του «Ολύμπια» δύο ώρες πριν τις παραστάσεις της ΕΛΣ, ο βιολιστής Αντώνης Σουσάμογλου, η βιολίστα Χαρά Σειρά, ο τσελίστας Αγγελος Λιακάκης και ο πιανίστας Στέφανος Θωμόπουλος παρουσίασαν δύο κουαρτέτα με πιάνο της ρομαντικής περιόδου.
Ο τρόπος με τον οποίο συνέπραξαν οι τέσσερίς τους άφησε το ακροατήριο στην κατάμεστη αίθουσα κυριολεκτικά άναυδο! Πρώτο δόθηκε το σωζόμενο απόσπασμα του «Κουαρτέτου με πιάνο» του Μάλερ. Παίχτηκε με πτητικό ήχο και ρευστή φραστική, ηχώντας βαθιά διαποτισμένο από τυπικά μαλερική μελαγχολία. Ακολούθησε το «Κουαρτέτο για πιάνο, έργο 25» του Μπραμς. Οδηγημένοι με βάση το ηγετικό, υποβλητικά στιβαρό παίξιμο του Θωμόπουλου, οι τρεις έγχορδοι συμπορεύτηκαν σαν ένα σώμα σε μια ερμηνεία φλεγόμενη από πάθος, παλλόμενη από αθλητική ορμή και συναίσθημα, προσφέροντας έναν Μπραμς εκφραστικά αρρενωπό και επιθετικά επικοινωνιακό αλλά, ταυτόχρονα, μουσικά καλοχτισμένο και ακριβή.