Pin It

ΣΙΝΕΜΑ Art

 

66ο Φεστιβάλ Κανών

 

Από τις παραγκουπόλεις του Τσαντ στο Χονγκ Κονγκ της βίας και της μαφίας, παρέα με τον Ράιαν Γκόσλινγκ. Κι από κει στην ανοιχτή θάλασσα, με καπετάνιο τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Το φεστιβάλ έκανε μέσα σε μια μέρα ταξίδι στο σινεμά του κόσμου. Κι έφερε κοντά μας και δύο από τους ωραιότερους άντρες που κυκλοφορούν ανάμεσά μας

 

 

ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΑΝΕΣ Της Λήδας Γαλανού

 

 

 

getFile (39)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

getFile (38)

getFile (37)getFile (40)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Υπάρχουν κάποιες ταινίες που χαρακτηρίζονται «φεστιβαλικές», επειδή δεν μπορούν να επιβιώσουν στην κινηματογραφική αγορά, στην αίθουσα και στα εισιτήρια. Μια κατ' εξοχήν τέτοια είναι το «Grisgris» του Μαχάματ-Σαλέχ Χαρούν, γυρισμένη στο Τσαντ αλλά με γαλλικό κεφάλαιο. Κλασικό μελόδραμα, παρακολουθεί τον Σουλεϊμάν ή Γκριγκρί, ανάπηρο από το ένα πόδι αλλά εξαιρετικό χορευτή, ο οποίος ερωτεύεται μια πόρνη και στρέφεται στο έγκλημα για να μπορέσει να πληρώσει το νοσοκομείο του ετοιμοθάνατου πατριού του.

 

Ο Χαρούν ακολουθεί συνειδητά τη φόρμα του ναΐφ σινεμά, με ρεαλισμό στην εικόνα, ερασιτέχνες ηθοποιούς και μια πλοκή γεμάτη κλισέ. Τόσο υπερβολικά αφελές είναι όμως το ύφος του, που η ταινία καταλήγει απλώς ανόητη, παρότι οι συζητήσεις μετά την προβολή την τοποθέτησαν στην πρώτη γραμμή για τον Χρυσό Φοίνικα, πράγμα όχι παράξενο, μια και η προηγούμενη ταινία του σκηνοθέτη, το «A screaming man» («Η κραυγή ενός ανθρώπου»), είχε αποσπάσει το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Κανών του 2010.

 

Στην απέναντι όχθη, αυτήν της εικαστικής επιτήδευσης, βρίσκεται ο Δανός Νίκολας Βίντινγκ-Ρεφν που με το «Only God forgives» φέρνει στις Κάνες τη δεύτερη συνεργασία του με τον Ράιαν Γκόσλινγκ μετά το «Drive», αλλά όχι και τον πρωταγωνιστή του, ο οποίος είναι απασχολημένος σκηνοθετώντας στην Αμερική τη δική του ταινία «How to catch a monster».

 

Το φιλμ εκτυλίσσεται στην Ταϊλάνδη, όπου ο Τζούλιαν του Ράιαν Γκόσλινγκ (ο οποίος κυρίως ποζάρει, αντί να παίζει, όχι ότι αυτό βέβαια είναι αισθητικό μειονέκτημα), επικίνδυνος εγκληματίας, εμπλέκεται σε μια ιστορία εκδίκησης, πυροδοτούμενη από τη μητέρα του, που υποδύεται η Κριστίν Σκοτ Τόμας με μακριά ξανθιά περούκα, ως προσωποποίηση του οιδιπόδειου. Η ταινία είναι τόσο φανατικά στιλιζαρισμένη, τόσο μουλιασμένη στο αίμα, τόσο στερεοτυπική στην πλοκή της, που μπορεί κανείς να την απολαύσει μόνο αν την εκλάβει ως… παρωδία, κάτι που μάλλον δεν ήταν η πρόθεση του Ρεφν.

 

Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Νίκολας Βίντινγκ-Ρεφν, εξήγησε στη συνέντευξη Τύπου: «Η τέχνη είναι μια πράξη βίας. Η τέχνη είναι διείσδυση, μιλάει στο υποσυνείδητό μας. Ποτέ δεν σκέφτομαι τι κάνω. Προσεγγίζω τα πράγματα σαν πορνογράφος: ανάλογα με το τι με ερεθίζει. Θα πέθαινα ακόμα κι αν κάποιος με κοίταζε απλά βίαια. Αλλά έχω ένα φετίχ με τις βίαιες εικόνες. Δεν ξέρω από πού προέρχεται. Πιστεύω ότι μέσα από την τέχνη μπορείς να ξορκίσεις τη βία. Και ως καλλιτέχνης και ως θεατής. Οταν είμαστε παιδιά, είμαστε βίαια. Ακόμα κι όταν γεννιόμαστε, γεννιόμαστε μέσα από μια πράξη αιματηρή και βίαιη».

 

Η αποκάλυψη της ημέρας ωστόσο ήρθε από μια ταινία που δυστυχώς προβάλλεται εκτός συναγωνισμού, διαφορετικά θα διεκδικούσε όχι μόνο βραβείο σκηνοθεσίας, αλλά και αντρικού ρόλου. Ο Τζέι Σι Τσάντορ, που εντυπωσίασε πριν από δυο χρόνια με το «Margin Call», βγαίνει από τους κλειστούς χώρους των γραφείων, διαγράφει τους διαλόγους κι ανοίγεται στη θάλασσα, παρακολουθώντας τον ναυαγό ήρωά του καθώς παλεύει με τη φύση για την επιβίωσή του. Στο φιλμ, που δεν περιλαμβάνει ούτε μια λέξη κειμένου, πρωταγωνιστεί μόνο ένας ηθοποιός, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο οποίος καταφέρνει στα 77 του να παραδώσει (ξανά) μια ερμηνεία ζωής. Απίστευτη σκηνοθετική άσκηση, η ταινία γεμίζει τον θεατή σασπένς και, αφαιρετική και λιτή στο έπακρο, του επιτρέπει να γεμίσει τα κενά με τη δική του κοσμοθεωρία, βλέποντας και μόνο τις εκφράσεις ν’ αλλάζουν στο πρόσωπο του Ρέντφορντ.

 

«Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στο μυαλό μου η ιδέα γι’ αυτήν την ταινία», είπε ο Τσάντορ στους δημοσιογράφους, «σκεφτόμουν τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, αλλά αυτό βέβαια δεν σημαίνει κι ότι περίμενα να τον έχω πραγματικά δίπλα μου σήμερα! Αλλά είναι πολύ σπάνιο να βρεις έναν ηθοποιό που να μπορεί να μεταδώσει τόσα πολλά στο κοινό, έχοντας στη διάθεσή του τόσο λίγα μέσα. Ηταν για μένα στην κορυφή μιας πολύ μικρής λίστας».

 

Οσο για τον ίδιο τον Ρέντφορντ, αποφάσισε να παίξει στην ταινία γιατί, όπως εξήγησε, «το σενάριο ήταν πολύ διαφορετικό, πολύ τολμηρό. Ηταν για μένα μια υπέροχη πρόκληση να παίξω χωρίς τη χρήση του λόγου και σεβάστηκα και θαύμασα το προσωπικό όραμα του Τζέι Σι. Αλλά, να προσθέσω, τα τελευταία τριάντα χρόνια κανείς δεν μου προτείνει ωραίους ρόλους, ούτε καν κάποιοι από τους σκηνοθέτες που έρχονται στο Σάντανς. Οπότε ενθουσιάστηκα με την ευκαιρία».

 

Scroll to top