ΑΦΙΕΡΩΜΑ Art
Ζωρζ Μουστακί: 4 Μαΐου 1934- 23 Μαΐου 2013
Πέθανε στα 79 του χρόνια ο μικρός Γιουσέφ της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας, με γονείς Εβραίους σεφαραδίτες της Κέρκυρας, που κατέκτησε με τη μουσική του τη Γαλλία και τον κόσμο όλο. Αλλαξε το όνομά του σε Ζωρζ προς τιμήν τού Μπρασένς, χάρισε στην Εντίθ Πιαφ τη μεγάλη της επιτυχία «Milord» και λατρεύτηκε από τους Ελληνες που τραγούδησαν στη γλώσσα, που ο ίδιος δεν έμαθε ποτέ, «σαν σύννεφο απ’ τον καιρό, μονάχο μες τον ουρανό, πήρα παιδί τους δρόμους».
Tης Μαρίνας Κουβέλη
«Ακολούθησα τον ήλιο και τον άνεμο». «Δεν έβαλα ποτέ ούτε μια σταγόνα νερό στο κρασί μου». «Εκανα την κάθε μέρα να μοιάζει με γιορτή». «Εζησα τη ζωή που ονειρεύτηκα». Με τέσσερις δικές του εκφράσεις αποχαιρετούσε τον Ζωρζ Μουστακί η επίσημη ιστοσελίδα του. Η οικογένειά του ανακοίνωσε ότι πέθανε χθες στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια, έπειτα από μακρά ασθένεια. Ο συνθέτης και τραγουδιστής που έγραψε το «Milord», το «Solitude», το «Le meteque», αλλά και το «Il est trop tard», έφυγε από τη ζωή στα 79 του χρόνια, έχοντας ζήσει μέσα στα μεγάλα τραγούδια, τις μοναδικές συμπτώσεις και τις ευτυχείς συγκυρίες. Μια ζωή γεμάτη ανατροπές και διακρίσεις.
Ο Ζωρζ Μουστακί αγαπούσε πολύ το λευκό χρώμα (ταίριαζε και με το μούσι του). Είχε μαλλιά μακριά και κυματιστά. Λάτρευε να οδηγεί τη μηχανή του. Κι είχε μια φωνή από ζάχαρη. Μιλούσε χαμηλόφωνα και γλυκά, έτσι όπως τραγουδούσε. Ετσι όπως τον λάτρευαν οι γυναίκες. Στη ζωή του παντρεύτηκε μία φορά: τη Γιανίκ, με την οποία απέκτησε το 1956 την Πία. Ερωμένες είχε πολλές, αλλά τον σημάδεψαν δύο: η κυρία με τα μαύρα Εντίθ Πιαφ -με την οποία ενηλικιώθηκε ερωτικά- και η Μπαρμπαρά με την οποία τον συνέδεε μια θυελλώδης σχέση.
Ο Μουστακί, όμως, λατρεύτηκε από τους Γάλλους και για έναν ακόμη λόγο. Γιατί υπήρξε ο εκφραστής του «γαλλικού ονείρου» πολύ πριν γίνει η χώρα η ναυαρχίδα της έθνικ, που είναι σήμερα. Στις μέρες μας η Γαλλία είναι το πιο πολύχρωμο μουσικό μωσαϊκό της Ευρώπης, που αγκαλιάζει κάθε λογής ταλαντούχο δημιουργό από τις χώρες της Αφρικής. Αλλά τη δεκαετία του ’50 ο Μουστακί (όπως και ο Κλοντ Φρανσουά κι η Δαλιδά) υπήρξαν από τους πρώτους που επιχείρησαν αυτή τη διαδρομή προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. «O λόγος που έχω παγκόσμια αναγνώριση είναι γιατί μοιάζω πολύ Γάλλος στα μάτια τους», έλεγε ο ίδιος όταν τον ρωτούσαν πως συστήνεται στους ξένους. Ανηκε όπως θα έλεγε κι ο Τζορτζ Στάινερ (τον οποίο ο Μουστακί αγαπούσε πολύ) «σε αυτούς που δεν έχουν ρίζες αλλά έχουν πόδια».
Από την Αλεξάνδρεια στο Παρίσι
Ο Γιουσέφ Μουστακί γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια στις 3 Μαΐου 1934. Οι γονείς του, Νεσίμ και Σάρα, ήταν Ελληνες σεφαραδίτες Εβραίοι από την Κέρκυρα. Στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια ξεκίνησαν τη ζωή τους φτιάχνοντας ένα μικρό βιβλιοπωλείο. Εκείνη την εποχή η πόλη ήταν ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών, θρησκειών, γλωσσών, ταυτοτήτων. Στο σπίτι οι γονείς μιλούσαν κατά κανόνα ιταλικά, διότι μια θεία του αρνιόταν πεισματικά να μάθει ελληνικά. Ο Γιουσέφ και τα αδέρφια του μιλούσαν γαλλικά, αφενός γιατί πήγαιναν σε γαλλικό σχολείο κι αφετέρου γιατί το πικάπ του σπιτιού έπαιζε Σαρλ Τρενέ, Τίνο Ρόσι, Εντίθ Πιαφ. Συγχρόνως, για να συνεννοείται με τα πιτσιρίκια στον δρόμο, μάθαινε στα κλεφτά και αραβικά. Μ' αυτά και μ' εκείνα, ελληνικά δεν κατάφερε να μάθει. «Η ελληνική γλώσσα ήταν ταυτισμένη με τη μετανάστευση. Γι' αυτό και τα γαλλικά γρήγορα επικράτησαν», έλεγε ο ίδιος πολλά χρόνια μετά.
Το 1951 παίρνει το απολυτήριό του και για δώρο η οικογένεια τον ανταμείβει με ένα ταξιδάκι στο Παρίσι. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Στην Αλεξάνδρεια επέστρεψε μόνο για ένα λόγο: για να ζητήσει την άδεια του μπαμπά του και να εγκατασταθεί μόνιμα στο Παρίσι. Βγάζει το πρώτο του χαρτζιλίκι κάνοντας τον πωλητή βιβλίων ποίησης στην επαρχία. Λίγο καιρό μετά η μαμά από την Αλεξάνδρεια του στέλνει δώρο μια κιθάρα και το κουβάρι αρχίζει να ξετυλίγεται.
Τη βουτάει, αρχίζει να περιπλανιέται σε διάφορα κλαμπ. Παίρνει το πρώτο του μεροκάματο στο «La rose noire» των Βρυξελλών, ενώ, στο φημισμένο Παρισινό «Trois Baudets», πέφτει επάνω στον Ζωρζ Μπρασένς και κυριολεκτικά μαγεύεται. Για καλή του τύχη ο τροβαδούρος περνά τις επόμενες μέρες από το μικρό βιβλιοπωλείο που είχαν ανοίξει στο μεταξύ τα αδέρφια του. Ο νεαρός Γιουσέφ οπλίζεται με όσο θάρρος χρειαζόταν και αντί να του υποδείξει νέες εκδόσεις, του μιλά για τα τραγούδια που γράφει. Μια φράση του Μπρασένς του δείχνει την κατεύθυνση. «Να επιμείνεις. Μην τα παρατήσεις». Για να του ανταποδώσει το καλό ο μικρός Γιουσέφ αλλάζει το όνομά του σε Ζωρζ!
Η Πιαφ και τα πρώτα τραγούδια
Το 1954 δίνει τα πρώτα του τραγούδια στον Ανρί Σαλβαντόρ. Τέσσερα χρόνια μετά ο κιθαρίστας Ανρί Κρολά αποφασίζει να συστήσει στην Εντίθ Πιαφ έναν νεαρό ταλαντούχο συνθέτη. Εκείνη αναζητούσε μια ανάσα, διότι η καριέρα της ισορροπούσε τότε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Είχε ήδη μπει στην τελική ευθεία: στροβιλιζόταν μεταξύ ναρκωτικών, εξαρτήσεων και παραστάσεων που ακυρώνονταν. Ο νεαρός Μουστακί, από την άλλη, έψαχνε δίοδο για τα μεγάλα μουσικά σαλόνια. Τα τρία πρώτα τραγούδια που της δίνει είναι τα «Eden Blues», «Les orgues de barbarie», «Le gitan et la fille». Αφού περνάει το τεστ, έβαλε τα δυνατά του, έγραψε τους στίχους στο «Milord» και της το χάρισε.
Η Πιαφ που -ως γνωστόν- δυσκολευόταν να διαχωρίσει τα επαγγελματικά από το… κρεβάτι τον ερωτεύτηκε και αυτόν. Περιόδευσαν παρέα, αλλά έπειτα από ένα χρόνο χώρισαν. Για να καταλαγιάσει μέσα του η τρικυμιώδης ιστορία με την Πιαφ, το επόμενο διάστημα περιορίστηκε στο να μελετά κλασική κιθάρα. Θα περάσει καιρός για να παραδεχτεί: «Ο Μπρασένς ήταν ο μέντοράς μου κι εκείνη η δασκάλα μου».
Η σειρά της Μπαρμπαρά
Στις αρχές του 1960 άρχισε να κινητοποιείται και πάλι γράφοντας τραγούδια για τον Ιβ Μοντάν, τη Ζιλιέτ Γκρεκό, τον Τίνο Ρόσι και την Μπαρμπαρά. Το 1967 η χρονιά ανήκει ολοκληρωτικά στην Μπαρμπαρά. Για χάρη της γράφει το περίφημο «La longue dame brune» (Η ψιλή μελαχρινή γυναίκα). Την ερωτεύεται σφόδρα, την ακολουθεί στις εμφανίσεις, την εμπιστεύεται όταν τον παροτρύνει να δώσει κομμάτια στον Σερζ Ρεζιανί. Από τη συνεργασία τους προκύπτουν τρεις μεγάλες επιτυχίες («Sarah», «Votre fille a vingt ans», «Ma liberté») οι οποίες τον έκαναν δημοφιλή σε ένα πολύ ευρύτερο κοινό.
Τη θέση του, λοιπόν, στη γαλλική μουσική δημιουργία της εποχής την είχε ήδη εξασφαλίσει. Προς τιμήν του, όμως, δεν αρκέστηκε σε αυτήν. Συνεχίζει να ψάχνεται μουσικά φτάνει ώς τη Βραζιλία για να συνεργαστεί με τον Χόρχε Αμαντο και την Νάρα Λεάο. Το 1970 επανέρχεται με ένα live άλμπουμ που έχει τίτλο «Bombino», στο οποίο ερμηνεύει παλιά τραγούδια που δεν είχε μέχρι τότε ηχογραφήσει. Λίγα χρόνια μετά «φρεσκάρει» το ρεπερτόριό του τραγουδώντας παρέα με την κόρη του Πία Μουστακί (το 1988 γεννήθηκε και ο γιος του Λοράν).
Παραγωγικός και αποκαλυπτικός ώς το τέλος, ο Μουστακί κυκλοφόρησε το 2003 ένα δίσκο με τίτλο το όνομά του («Moustaki») στο οποίο υπήρχε το πρώτο τραγούδι που έγραψε («Gardez vos rêves») και την πρώτη του ενορχήστρωση στο «Milord». Ενώ, το 2008 κλείνει τα στόματα όσων υποστήριζαν ότι η καριέρα του ήταν στη δύση της. Ο δίσκος του «Solitaire» (στον οποίο υπήρχαν εξαιρετικά τραγούδια όπως τα «Sans la nommer», «Ma solitude») σκίζει σε όλον τον κόσμο.
…………………………………………………………………………………
Αργησε να έρθει στην Ελλάδα, αλλά τη λάτρεψε
Εντάξει. Καλά ελληνικά δεν έμαθε να μιλά ποτέ. Ωστόσο, από τη δεκαετία του ’60 και μετά επιχείρησε με διάφορους τρόπους να αποκαταστήσει τη σχέση του με την Ελλάδα. Πρώτη φορά την επισκέφθηκε το 1966. Αυτή που φυσικά ανέλαβε να τον ξεναγήσει στη χώρα ήταν η Μελίνα Μερκούρη, με την οποία παρέμειναν φίλοι ώς το τέλος. Τα τραγούδια του «Ο Μέτοικος» και «Μεσόγειος» μεταφράζονται στα ελληνικά και λόγω δικτατορίας αποκτούν αμέσως ειδικές συναισθηματικές διαστάσεις.
Επειτα άρχισε κι ο ίδιος να ανακαλύπτει την ελληνική μουσική. Ξεκίνησε μεταφράζοντας και ερμηνεύοντας στα γαλλικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι (η σχέση τους θα συνεχιστεί και θα εξελιχθεί καθώς αργότερα ο Μουστακί θα ερμηνεύσει τραγούδια από την «Πορνογραφία»). Το 1970 έρχεται η σειρά του Θεοδωράκη με τον οποίο πρωταγωνιστεί στην ταινία μικρού μήκους του Ροβήρου Μανθούλη «Είμαστε Δύο» («Nous Sommes Deux»). Εκεί τραγουδά στα γαλλικά τα τραγούδια που είχε γράψει στη φυλακή ο Μίκης (ακούστε το σε αυτό το link http://www.youtube.com/watch?v=3Pj47oCcLGw).
Γοητευμένοι από τον Μουστακί πολλοί Ελληνες ερμηνευτές σπεύδουν να «ελληνοποιήσουν» κομμάτια του: Ο Γιώργος Νταλάρας ερμήνευσε τον «Μέτοικο» το 1971 (σε απόδοση Δημήτρη Χριστοδούλου), η Βίκυ Μοσχολιού είπε τη «Μεσόγειο» το 1973, ο Αντώνης Καλογιάννης ηχογράφησε έναν ολόκληρο δίσκο με τραγούδια του σε ελληνική απόδοση. Με κάποιους κατάφερε να συναντηθεί είτε σε τηλεοπτικές εκπομπές είτε στη σκηνή. Μεταξύ αυτών και η αξέχαστη στιγμή του 1996, όταν στο παρισινό «Palais des Congrès», σε μια βραδιά που περίσσευε η συγκίνηση o Ζορζ Μουστακί τραγουδούσε στα γαλλικά τον «Μέτοικο»:
«Avec ma gueule de métèque (Με τη μούρη του μέτοικου)/ De Juif errant, de pâtre grec (του περιπλανώμενου Ιουδαίου και του Ελληνα βοσκού)/ Et mes cheveux aux quatre vents (και με τα μαλλιά στους τέσσερις ανέμους)/ Avec mes yeux tout délavés (Με τα ξεπλυμένα μου μάτια)/ Qui me donnaient l’air de rêver /Moi qui ne rêve plus souvent (που με έκαναν να φαίνομαι ονειροπόλος, εγώ που δεν ονειρεύομαι πια συχνά)/ Avec mes mains de maraudeur/ De musicien et de rôdeur (με τα χέρια του κλέφτη, του μουσικού και του περιπλανώμενου)/ Qui ont pillé tant de jardins (που έχουν λεηλατήσει τόσους κήπους)…
Και ο Γ. Νταλάρας συμπλήρωνε: «Μ' αυτά τα χέρια σαν φτερά/ που δεν εγνώρισαν χαρά/ πάλεψα με το κύμα /Κι είχα βαθιά μου μια πληγή/ αγάπη που δε βρήκε γη/ χαμένη μες το κρίμα / Με πρόσωπο τόσο πικρό /από τον ήλιο το σκληρό/χάθηκα μες τη νύχτα…».
……………………………………………………………………………….
Ενα δικό του κείμενο του 2102 για τη σημερινή Ελλάδα
«Δεν δημιούργησε ο λαός την κρίση»
«Η Ελλάδα είναι η χώρα καταγωγής μου. Τη γνώρισα μετά τα 30 μου χρόνια και την ερωτεύτηκα αμέσως. Οι Ελληνες γονείς μου ζούσαν στην Αλεξάνδρεια. Σε αυτήν την αρχαία ελληνική πόλη- δημιούργημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι γονείς μου ήταν παιδιά μεταναστών. Ο παππούς μου ήταν εξαίρετος ράφτης. Εφτιαχνε υπέροχα γιλέκα για τους μεγαλοαστούς Αιγυπτιώτες. Κομμάτια μοναδικά. Η Αίγυπτος τον αγκάλιασε αμέσως κι έτσι εγκαταστάθηκε εκεί», έλεγε ο ίδιος για τη διαδρομή του.
«Ο λόγος που κρατήθηκα μακριά από την Ελλάδα για χρόνια ήταν οι στρατιωτικές μου υποχρεώσεις. Αν δεν περνούσε η ηλικία της υποχρεωτικής στράτευσης, θα με έπιαναν με το που θα πατούσα το πόδι μου. Τριάντα δύο ετών, λοιπόν, πραγματοποίησα ένα συγκλονιστικό ταξίδι γνωριμίας με την Ελλάδα. Οι αναμνήσεις με έχουν ακόμα σημαδέψει. Για την πολιτική δεν μπορώ να μιλήσω άνετα διότι δεν γνωρίζω καλά τα πράγματα. Ωστόσο, όταν κάποιος μου τηλεφωνεί και μου διηγείται τα όσα συμβαίνουν τώρα στην χώρα σκίζεται η καρδιά μου.
»Θέλω, ωστόσο, να επισημάνω ότι η Ελλάδα πήρε λάθος δρόμο από την πρώτη στιγμή που έγινε μέλος στην Ε.Ε. Παρασύρθηκαν σιγά σιγά σε ένα μοντέλο-καρικατούρα της Ευρώπης, γεμίζοντας τη χώρα με σικ εστιατόρια και πανάκριβα μπουκάλια ουίσκι. Είχαν κόμπλεξ. Από τη μια πίστευαν ότι είναι τριτοκοσμικοί κι από την άλλη φέρονταν σαν υπερδύναμη. Θα ήταν καλύτερα για όλους αν είχαν απλώς αναζητήσει την ετυμολογία της λέξης Ευρώπη. Σημαίνει αυτός που βλέπει καλά… Παρ' όλα αυτά, ελπίζω η χώρα να ξεπεράσει τον σκόπελο της ύφεσης. Στέλνω τη συμπάθειά μου σε όλους εκείνους που αντιστέκονται, γιατί στο κάτω κάτω δεν είναι ο λαός αυτός που δημιούργησε αυτήν την κρίση».